Είδαμε ότι, σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες, στη μνημειακή χαλκοπλαστική διέπρεψαν ήδη από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. οι Αιγινήτες. Αλλά τα πρώτα μεγάλα χάλκινα αγάλματα που μνημονεύονται από αρχαίους συγγραφείς (αν εξαιρέσουμε εκείνο που κατασκεύασαν ο Ροίκος και ο Θεόδωρος) ήταν στημένα στην Αθήνα.
Ο λόγος είναι για τα αγάλματα των Τυραννοκτόνων, του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, έργα του γλύπτη Αντήνορα, που έχει υπογράψει τη μεγαλύτερη από τις σωζόμενες κόρες της Ακρόπολης και ήταν ίσως ο δημιουργός των γλυπτών συνθέσεων των αετωμάτων του υστεροαρχαϊκού ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς (βλ. σ. 131-132), του οποίου την κατασκευή είχαν αναλάβει οι Αθηναίοι Αλκμεωνίδες. Τα αγάλματα των Τυραννοκτόνων, όπως είδαμε, στήθηκαν στην Αγορά της Αθήνας μετά την εκδίωξη των Πεισιστρατιδών και την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, στην τελευταία δεκαετία του 6ου αιώνα (510-500 π.Χ.), αλλά τα πήρε ως λάφυρα ο Ξέρξης, όταν κατέλαβε την πόλη το 480 π.Χ.
Όταν οι Αθηναίοι επέστρεψαν νικητές μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, αποφάσισαν να στήσουν καινούργια αγάλματα των Τυραννοκτόνων στην Αγορά και ανέθεσαν την κατασκευή τους στους γλύπτες Κρίτιο και Νησιώτη. Τα αγάλματα αυτά τοποθετήθηκαν στη θέση τους το 476 π.Χ. και η μορφή τους μας είναι γνωστή από μαρμάρινα αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων (εικ. 172). Σώζεται μάλιστα και ένα εκμαγείο τμήματος του προσώπου του Αριστογείτονα, του πιο ηλικιωμένου από τους δύο Τυραννοκτόνους, που βρέθηκε σε εργαστήριο γλυπτικής κοντά στη λουτρόπολη Baiae, βόρεια της Νεάπολης. Το εύρημα αυτό δείχνει ότι τα καλύτερα αντίγραφα μπορούν να θεωρηθούν πιστές επαναλήψεις των πρωτοτύπων, αφού έγιναν με τη βοήθεια εκμαγείων.
Τα αγάλματα των Τυραννοκτόνων δείχνουν δύο άνδρες διαφορετικής ηλικίας που επιτίθενται με τα σπαθιά στα χέρια στον Ίππαρχο, τον γιο του Πεισιστράτου για να τον σκοτώσουν. Η έντονη κίνηση αποδίδεται με έναν τρόπο πρωτόγνωρο, που δεν τον συναντούμε στα γλυπτά της αρχαϊκής εποχής: ο διασκελισμός δείχνει καθαρά πώς στηρίζεται το σώμα, και η διαμόρφωση του κορμού και των βραχιόνων φανερώνει την ορμή της επίθεσης. Μια τέτοια δημιουργία προϋποθέτει άριστη γνώση όχι μόνο της ανατομίας, αλλά και της λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος.
Μια δεύτερη προϋπόθεση είναι η εξοικείωση με τη δημιουργία μεγάλων πήλινων προπλασμάτων και τη χρήση γύψινων εκμαγείων, τεχνικές απαραίτητες για την κατασκευή μεγάλων χάλκινων αγαλμάτων. Όλα αυτά σημαίνουν ότι στο πρώτο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. μια νέα γενιά καλλιτεχνών εισήγαγε μεθόδους εργασίας που στηρίζονταν όχι μόνο στην παρατήρηση, αλλά και στη μελέτη της φύσης και του ανθρώπινου σώματος με τρόπο επιστημονικό. Το αποτέλεσμα είναι μια εντελώς νέα τεχνοτροπία, που συνδυάζει την αυστηρή ισορροπία στη δομή των μορφών, την τόλμη στην απεικόνιση της κίνησης και τον ρεαλισμό στην απόδοση των λεπτομερειών.
Η τεχνοτροπία αυτή ονομάζεται «αυστηρός ρυθμός». Ένας επιπλέον λόγος που δικαιολογεί την ονομασία είναι η σοβαρή έκφραση του προσώπου στα αγάλματα αυτής της περιόδου, η οποία υποκαθιστά το λεγόμενο «αρχαϊκό μειδίαμα» των κούρων και των κορών.
Στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα εξαπλώνεται γρήγορα η χρήση του χαλκού στη μνημειακή γλυπτική. Δυστυχώς όμως τα μεγάλα χάλκινα γλυπτά που μας έχουν σωθεί από την Αρχαιότητα είναι ελάχιστα, επειδή ο χαλκός είναι μια πολύ χρήσιμη πρώτη ύλη, και στα μεταγενέστερα χρόνια, κυρίως μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, οι κάτοικοι της Ελλάδας έμπαιναν συχνά στον πειρασμό να καταστρέψουν τα έργα αυτά για να χρησιμοποιήσουν το υλικό τους. Παρ᾽ όλα αυτά, τα ευρήματα αρκούν για να συμπεράνουμε ότι μέσα στις πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα η χαλκοχυτική στην Ελλάδα σημείωσε εντυπωσιακή πρόοδο.
Το πρώτο λαμπρό παράδειγμα είναι ένα χάλκινο άγαλμα ηνιόχου από το ιερό των Δελφών (εικ. 173), που στεκόταν επάνω σε ένα επίσης χάλκινο τέθριππο άρμα. Η διατήρηση του αγάλματος οφείλεται στο γεγονός ότι το λαμπρό ανάθημα από το οποίο προέρχεται καταστράφηκε στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. από σεισμό και τα υπολείμματά του, μαζί με τον Ηνίοχο, θάφτηκαν μέσα στο ιερό. Εκτός από το άγαλμα του Ηνιόχου και τα υπολείμματα του συνόλου στο οποίο ανήκε, σώθηκε και ένας γωνιόλιθος από τη βάση του αναθήματος με τμήμα της αναθηματικής επιγραφής, σύμφωνα με την οποία αναθέτης ήταν ο Πολύζαλος, ο μικρότερος αδελφός του Γέλωνα και του Ιέρωνα, τυράννων δύο σημαντικών πόλεων της Σικελίας, της Γέλας και των Συρακουσών, στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Είναι πολύ πιθανό ότι ο Πολύζαλος έγινε άρχοντας της Γέλας όταν ο Ιέρωνας ανέλαβε τη διακυβέρνηση των Συρακουσών μετά τον θάνατο του Γέλωνα, το 478 π.Χ. Αξιοσημείωτο είναι ότι η αρχική επιγραφή ξαναγράφτηκε εν μέρει αρκετά χρόνια μετά το στήσιμο του έργου. Οι λόγοι που οδήγησαν στη διόρθωση αυτή παραμένουν αδιευκρίνιστοι, είναι όμως σαφές ότι σχετίζονται με τον αναθέτη, ο οποίος στο αρχικό κείμενο αναφέρεται ως Γέλας ἀνάσσων, δηλαδή άρχοντας της Γέλας. Στο νέο κείμενο μνημονεύεται μόνο το όνομα Πολύζαλος. Η νίκη την οποία απαθανατίζει το λαμπρό ανάθημα μπορεί να τοποθετηθεί το 478 ή το 474 π.Χ. και η κατασκευή του λίγο αργότερα, κοντά στο 470 π.Χ.
Με τη βοήθεια των χάλκινων θραυσμάτων και του σωζόμενου τμήματος της βάσης μπορούμε να αποκαταστήσουμε με αρκετή ακρίβεια την αρχική μορφή του συμπλέγματος στο οποίο ανήκε το άγαλμα του Ηνιόχου. Το ανάθημα περιελάμβανε, σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις, εκτός από το τέθριππο άρμα, δύο νεαρά άλογα (κέλητες) με τους αναβάτες τους. Το σύνολο πρέπει να ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακό. Ωστόσο, το άγαλμα του Ηνιόχου ακόμη και μόνο του προκαλεί τον θαυμασμό. Είναι ένα έργο με αυστηρή δομή, αλλά με δεξιοτεχνική και ακριβή απόδοση των επιμέρους λεπτομερειών του σώματος, όπως δείχνει η απόδοση των μαλλιών, των αφτιών και των άκρων ποδιών. Αν και η μορφή πατάει και στα δύο πόδια, η στάση της διαφέρει από εκείνη των κούρων, καθώς διακρίνουμε ότι το βάρος του σώματος πέφτει περισσότερο στο αριστερό σκέλος, ενώ ο κορμός στρέφεται προς τα δεξιά. Δημιουργείται έτσι η εντύπωση ότι η μορφή κινείται. Το χαρακτηριστικό αυτό το συναντούμε σε όλα τα γλυπτά του «αυστηρού ρυθμού».