Αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών στους κόλπους του Ναζιστικού Κόμματος. Έλαβε χώρα το Σαββατοκύριακο της 30ης Ιουνίου και της 1ης Ιουλίου 1934 σ’ ένα τουριστικό θέρετρο στα περίχωρα του Μονάχου.
Πρωταγωνιστές, από τη μία πλευρά ο Αδόλφος Χίτλερ και οι άμεσοι συνεργάτες του Γκέρινγκ, Χίμλερ, Γκέμπελς και Χέιντριχ και από την άλλη τα ηγετικά στελέχη της παραστρατιωτικής οργάνωσης SA (Sturmabteilung), που είχε επικεφαλής τον φίλο και συναγωνιστή του Χίτλερ, Ερνστ Ρεμ.
Η έκφραση «Η Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών», όπως έμεινε στην ιστορία το περιστατικό, αναφέρεται σε ένα επεισόδιο από τους θρύλους του Βασιλιά Αρθούρου.
Η SA ήταν μια μαζική οργάνωση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας (Ναζιστικού), που βοήθησε τα μέγιστα στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, με τις τρομοκρατικές μεθόδους, που εφάρμοσε. Το καλοκαίρι του 1933 οι επικρίσεις στις τάξεις της είχαν κορυφωθεί για την πορεία που ακολουθούσε το κόμμα. Πολλά από τα μέλη των «Φαιοχιτώνων», όπως είναι γνωστή στη χώρα μας η SA, είχαν πάρει πολύ σοβαρά το δεύτερο συνθετικό του τίτλου και κατηγορούσαν τον Χίτλερ ότι απεμπόλησε τις αρχές του Σοσιαλισμού από το πρόγραμμα του κόμματος.
Η εξέλιξη αυτή σχετίζεται με το μεγάλο κραχ του 1929 στη Γουόλ Στριτ και την επακολουθήσασα οικονομική κρίση στη Γερμανία, που προκάλεσε εκτεταμένη ανεργία. Για τους άνεργους γερμανούς το όνειρο για μια καλύτερη ζωή περνούσε μέσα από τις τάξεις των Φαιοχιτώνων. Το 85% των μελών τους ανήκε στην εργατική τάξη. Έτσι, ανέπτυξαν μια σοσιαλιστική συνείδηση, η οποία γρήγορα τους αποξένωσε από τις επιλογές της ηγετικής ομάδας του Ναζιστικού Κόμματος, που προέτασσε το εθνικιστικό στοιχείο. Επιπλέον, ζητούσαν η SA να γίνει ο πυρήνας του νέου γερμανικού στρατού.
Ο Χίτλερ, παρόλο που κυριαρχούσε στο πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας από τη θέση του καγκελάριου, πάντα είχε στο μυαλό του την περίπτωση ανατροπής του. Η πανίσχυρη SA με αρχηγό τον φίλο και συνοδοιπόρο του Ερνστ Ρεμ ήταν μια απειλή, όχι μόνο για τον Χίτλερ, αλλά για το στρατό και τους επιχειρηματίες που δεν καλόβλεπαν τις εξισωτικές τους θεωρίες. Όλοι τον πίεζαν να λάβει μέτρα. Η δύναμη του Ρεμ προκαλούσε το φθόνο και των εσωκομματικών του αντιπάλων Γκέριγκ, Χίμλερ, Γκέμπελς και Χέιντριχ. Οι τέσσερις αυτοί επιφανείς ναζιστές, με κατασκευασμένα στοιχεία, έπεισαν τον Χίτλερ ότι ο Ρεμ ετοίμαζε πραξικόπημα για την ανατροπή του.
Ο Χίτλερ αποφάσισε να ξεκαθαρίσει αμέσως την κατάσταση. Κάλεσε σε μια επείγουσα σύσκεψη τα ηγετικά στελέχη των Φαιοχιτώνων στο ξενοδοχείο «Χανσελμπάουερ» στο θέρετρο Μπαντ Βίσε, κοντά στο Μόναχο. Απώτερος στόχος του ήταν να τους εξαφανίσει από προσώπου γης. Ο Χίτλερ εισέβαλε ο ίδιος στο δωμάτιο του Ρεμ και τον συνέλαβε επ’ αυτοφώρω στο κρεβάτι με δύο νεαρούς. Ο Ρεμ ήταν γνωστός για τη σεξουαλική του ιδιαιτερότητα, η οποία προκαλούσε πονοκεφάλους στα ηγετικά κλιμάκια του Ναζιστικού Κόμματος. Μόλις αντίκρισε το θέαμα, ο Χίτλερ φέρεται να του είπε: «Να, ποιοι θέλουν να κυβερνήσουν την Γερμανία!» και αμέσως έδωσε εντολή να τον συλλάβουν. Μάλιστα, λέγεται ότι ο ίδιος ο Χίτλερ τον σκότωσε. Τις επόμενες ώρες, πολλά στελέχη των Φαιοχιτώνων συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Στις 13 Ιουλίου 1934 ο Χίτλερ ανακοίνωσε στο γερμανικό λαό ότι 61 άτομα εκτελέστηκαν για την εναντίον του συνωμοσία, 13 σκοτώθηκαν, ενώ προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σύλληψη και 3 αυτοκτόνησαν. Σύνολο 77. Ορισμένοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό των εκτελεσθέντων σε 400. Ο Χίτλερ, με αρκετή δόση αλαζονείας, δικαιολόγησε την πράξη του: «Αν κάποιος με ρωτήσει γιατί δεν έστειλα τους συνωμότες στη δικαιοσύνη, ένα έχω να τους πω: Είμαι υπεύθυνος για τη μοίρα του γερμανικού λαού και γι’ αυτό έγινα ο υπέρτατος κριτής»
Με τις αιματηρές εκκαθαρίσεις τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών, το ναζιστικό κόμμα επέβαλε τον απόλυτο έλεγχό του στο κράτος, ο Χίτλερ έγινε ο αναμφισβήτητος κυρίαρχος του κόμματος και κέρδισε την εμπιστοσύνη του στρατού. Τα SS ανεξαρτητοποιήθηκαν από την SA, που υποβαθμίστηκε στη ναζιστική κρατική και κομματική δομή. Κράτος και Κόμμα στη Γερμανία ήταν πλήρως προετοιμασμένα για να χρησιμοποιήσουν την ωμή και κτηνώδη βία τους, προκειμένου να εκπληρώσουν τους πολιτικούς τους στόχους.