Μία ακόμη περίοδος νηστείας είναι και η λεγόμενη νηστεία των Αγίων Αποστόλων, η οποία ξεκινά την Δευτέρα μετά των Αγίων Πάντων και λήγει την παραμονή της εορτής των Αγίων πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στις 29 Ιουνίου.
Ονομάζεται νηστεία των Αγίων Αποστόλων διότι προηγείται των δύο αποστολικών εορτών: της εορτής των Αγίων πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (29 Ιουνίου) και της “Συνάξεως των Αγίων Αποστόλων” (30 Ιουνίου).
Η χρονική διάρκεια αυτής της νηστείας είναι μεταβλητή επειδή η έναρξή της εξαρτάται από την κινητή εορτή του Πάσχα. Αρχίζει την Δευτέρα μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων και λήγει σταθερά την 28η Ιουνίου. Κατά το ισχύον (νέο) ημερολόγιο δεν υπερβαίνει ποτέ τις 30 ημέρες. Υπάρχει ακόμα και περίπτωση (όταν το Πάσχα εορτάζεται μεταξύ 5 και 8 Μαΐου) να μήν έχουμε καθόλου νηστεία.
Κατά την περίοδο της νηστείας αυτής δεν καταλύουμε κρέας, γαλακτερά και αυγά, ενώ επιτρέπεται η κατάλυση ψαριού. Φυσικά πάντοτε εκτός Τετάρτης και Παρασκευής.
Αν η εορτή των Αγ. Αποστόλων Πέτρου και Παύλου πέσει Τετάρτη ή Παρασκευή, καταλύουμε μόνο ψάρι.
Ψάρι καταλύουμε και κατά την εορτή του Γενεσίου του Τιμίου Προδρόμου, δηλαδή στις 24 Ιουνίου, οποιαδήποτε ημέρα κι αν πέσει.
Η νηστεία αυτή είναι αρχαιοπαράδοτος στην Εκκλησία μας.
Πρώτος ο Μέγας Αθανάσιος αναφέρει νηστεία μιάς εβδομάδος μετά την Πεντηκοστή. «Τη γαρ εβδομάδι μετά την αγίαν πεντηκοστήν ο λαός νηστεύσας εξήλθε περί το κοιμητήριον εύξασθαι» (εγράφη περί το 357). Αυτός μεν αναφέρει την νηστεία αυτή αμέσως μετά την Πεντηκοστή, αλλά το βιβλίο των Αποστολικών Διαταγών, το οποίο έχει γραφεί πενήντα περίπου έτη αργότερα και απηχεί αποστολοπαράδοτες εντολές και συνήθειες, την αναφέρουν μία εβδομάδα μετά την Πεντηκοστή, δηλαδή μετά την εορτή των Αγίων Πάντων.«Μετά ουν το εορτάσαι υμάς την πεντηκοστήν εορτάσατε μίαν εβδομάδα και μετ’ εκείνην νηστεύσατε μίαν, δίκαιον γαρ και ευφρανθήναι επί τη εκ Θεού δωρεά και νηστεύσαι μετά την άνεσιν».
Όπως φαίνεται από το χωρίο των Αποστολικών Διαταγών, η περί ης ο λόγος νηστεία σχετιζόταν με την χαρμόσυνη περίοδο από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή, μετά την οποία έπρεπε να επέλθει κάποιας μορφής αντίδραση, ώστε να μετριασθεί η χαρμόσυνη διάθεση.
Επειδή οι απόστολοι είχαν αρχίσει το κήρυγμα μετά την Πεντηκοστή, οι μετ’ αυτήν ημέρες ήσαν αφιερωμένες σ’ αυτούς.