Από τα Χρονογραφήματα του Εμμανουήλ Ροΐδη
Oι σκύλοι, εννοούμεν τους αρσενικούς, με την συνήθειαν αυτών να σηκώνωσι το σκέλος και να ποτίζωσι τα επί του πεζοδρομίου εκτεθειμένα εμπορεύματα, υπήρξαν πάντοτε οι εφιάλται των Αθηναίων μεταπρατών και ιδίως των λαχανοπωλείων.
Αι τεράστιαι κολοκύνθαι, αι λεγόμεναι ταμπουράδες, και τα ροδόχροα καρπούζια, τα κοσμούντα τας γωνίας των μανάβικων, φαίνονται προ πάντων ελκύοντα αυτούς διά της μεγαλοπρεπείας των, δεν απαξιούσιν όμως να δροσίζωσι και τας δεσμίδας σελίνων, πράσων και δαυκίων. Πολλάκις είδομεν αυτούς ραντίζοντας βαρέλια ελαιών εις τας προθήκας των βακάλικων και άλλοτε προσθέτοντας ζωμόν εις τας κεφαλάς μοσχαρίων και προβάτων, τας εκτεθειμένας εντός κάδων ύδατος προ των κρεοπωλείων.
Ενίοτε, αλλά σπανίως, συμβαίνει να δεχθή ο αναίσχυντος σκύλος σκουπόξυλον εις την ράχιν ή σπασμένον σταμνίον επί της κεφαλής. Το πάθημα όμως είναι εξαιρετικόν, διότι πάντες οι πλανόδιοι κύνες έχουσιν εκ γενετής ευκινησίαν σχοινοβάτου, προς αποφυγήν τών κατ’ αυτών εξακοντιζομένων βλημάτων. Πολύ συνεχέστερον, εκ τούτου, συμβαίνει να παρασταθή τις εις θέαμα μανάβη ή μπακάλη με την ποδιάν τρέχοντος καθίδρου και πνευστιώντος κατόπιν σκύλου, του οποίου μόλις διακρίνεται εις τον ορίζοντα, ως λοφίον στρατιωτικού πίλου, η ουρά.
Μάταιοι, λοιπόν, φαίνονται οι αγώνες των εκθετών προς προφύλαξιν των επί των πεζοδρομίων φαγωσίμων από την ποτιστικήν μανίαν των σκύλων. Αλλά και τι ζητούσιν εκεί τα εκθέματα εκείνα; Η μεταβολή των πεζοδρομίων εις εδωδιμοπωλεία φαίνεται επανάστασις κατά των βουλών της πανσόφου Θείας Προνοίας, ήτις προώρισεν αυτά διά τους πόδας των ανθρώπων, όπως και ετοποθέτησε την μύτην υποκάτω των οφθαλμών προς στήριξιν των ομματοϋαλίων.
Ποσάκις έτυχεν αφηρημένος ποιητής, θαυμάζων τα χρώματα ανεφέλου δύσεως ή ζητών εις τα σύννεφα ομοιοκαταληξίας, μόλις να προφθάση ν’ αποσύρη τον πόδα, καθ’ ην ακριβώς στιγμήν ήτο έτοιμος να βυθίση αυτόν εις πανέριον πλήρες ωών, και ποσάκις βιαστικός διαβάτης να διασείση την ισορροπίαν πυραμίδος πορτοκαλίων, προκαλών βομβαρδισμόν ου μόνον χρυσών σφαιρών, αλλά και την οργήν δυστρόπου οπωροπώλου, επιδαψιλεύοντος εις αυτόν ενώπιον πλήθους κόσμου τα επίθετα: «στραβέ, μπούφο, βλάκα, ζευζέκη και μαγκούφη!».
Αλλά το υπέρ παν άλλο ερεθίζον τα νεύρα είναι όταν, υπερβάς τις την διασταύρωσιν των οδών Ερμού και Αιόλου, πεζοπορή δρομαίος πέραν της μακαρίτιδος «Ωραίας Ελλάδος», βιαζόμενος να φθάση τον σιδηρόδρομον Πειραιώς και προσκρούων ανά παν βήμα εις εκθέσεις υαλοπωλείων. Αδύνατόν μοι είναι να κατανοήσω εκ τίνος υπερβολικής τόλμης και τίνος παραλόγου απαιτήσεως προσόντων ισορροπιστού, παρά των διαβατών, επιμένουσιν οι Αθηναίοι υαλοπώλαι να υψώσιν επί του μάλλον συχναζομένου των πεζοδρομίων πυραμίδας αντικειμένων, τα οποία αρκεί φύσημα ανέμου να κρημνίση και η ελαχίστη ώθησις να μεταβάλη εις σωρόν συντριμμάτων, φιάλας, πινάκια, ποτήρια, σφαίρας λαμπτήρων, παντός είδους αγγεία, ολόκληρα οικοδομήματα εξ αργίλου και κρυστάλλου.
Μυριάκις, αφού εκινδύνευσα να πατήσω επί στιβάδος πινακίων, κατελήφθην υπό σφοδρού πόθου να επιπέσω ως βούβαλος επί των πυραμίδων εκείνων, να λακτίσω ως ημίονος προς δεξιάν και αριστεράν, και να μεταβάλω εις θρύμματα την οχληράν και αυθάδη εκείνην κατάληψιν του πεζοδρομίου, υπό τον γλυκύν ήχον του συντριβομένου υαλίου.
Τον φλογερόν εκείνον πόθον ανεχαίτισε πάντοτε η Αθηνά, λαβούσα με εκ της κόμης, ως τον Αχιλλέα, και υποδείξασα ως πιθανήν συνέπειαν του τολμήματος την υποχρέωσιν αποζημιώσεως, την περί εμέ συνάθροισιν αγυιοπαίδων και την υπό συνοδείαν μετάβασιν εις το Τμήμα, του οποίου ο αστυνόμος πιθανόν ήτο να μη συμμερίζεται την γνώμην μου, ότι τα πεζοδρόμια είναι προωρισμένα προς ελευθέραν κυκλοφορίαν των πεζοδρόμων.
Τον ακοίμητον τούτον πόθον μου ανέλαβεν άλλος τις, αντί εμού, να πληρώση και χάρις εις αυτόν ηδυνήθην να παρασταθώ ως απλούς θεατής εις την πραγματοποίησιν του χρυσού μου ονείρου.
Oύτος είχε τέσσαρας πόδας, δι’ ων ηδυνήθη ν’ αποφύγη του πραξικοπήματος τας συνεπείας.
Πλην των λαχάνων, των ελαιών, και των κεφαλών μόσχων και αρνίων, έχουσιν οι σκύλοι ιδιάζουσαν κλίσιν και προς τα υαλικά. Αξιόπιστοι φυσιοδίφαι διηγούνται ότι έτυχε να ίδωσι τοιούτους να μεταχειρίζωνται ως εξηυγενισμένοι άνθρωποι τα προ των υαλοπωλείων κατάλληλα προς τούτο αγγεία. Αλλ’ οι σκύλοι των Αθηνών, ο ήρως τουλάχιστον της παρούσης ιστορίας, δεν είχε φθάσει ακόμη εις τοιούτον ύψος πολιτισμού. Την περιέργειαν αυτού είχεν ελκύσει γιγάντιον εν υπαιθρίω εκθέσει κρυστάλλινον δοχείον, εξ εκείνων τα οποία πληρούμενα ύδατος χρησιμεύουσι προς συντήρησιν κοκκινοχρύσων οψαρίων. Το αντικείμενον όμως εις το οποίον απέβλεπεν ήτο κάπως δυσπρόσιτον, ευρισκόμενον εις το κέντρον διπλής ζώνης παντοίων ευθραύστων σκευών και έτι πλείονα φέρον επί της κορυφής αυτού. Τούτο όμως δεν ήρκεσε ν’ αποθαρρύνη τον επίμονα σκύλον. Συστέλλων τα μέλη, διά να κατέχη όσον το δυνατόν ολιγώτερον τόπον, οσφραινόμενος περί αυτόν προς δεξιάν και αριστεράν και υποκρινόμενος τον αδιάφορον διαβάτην, κατώρθωσεν επί τέλους, μετ’ επιτηδειότητος Ισπανής σχοινοβάτιδος χορευούσης μεταξύ ωών, να εισδύση διά των ευθραύστων εκείνων πραγμάτων, χωρίς ουδέν αυτών να συντρίψη ή καν να διασείση, μέχρι του ψαροδοχείου, του οποίου αι ακτίνες είχον θαμβώσει τους οφθαλμούς του. Το εμυρίσθη τότε και, ευρών αυτό της αρεσκείας του, ύψωσε το σκέλος.
Αλλά κατ’ εκείνην την στιγμήν αντήχησεν αγρία κραυγή και ενεφανίσθη προ της εισόδου του καταστήματος χονδρή γυνή, επισείουσα φοβεράν σκούπαν.
Το δυστυχές ζώον, το οποίον είχε επιδείξει προ μικρού τόσον θαυμαστήν επιδεξιότητα και φροντίδα ν’ αποφύγη πάσαν ζημίαν, τα έχασε και, περί ουδενός άλλου φροντίζον ή πώς τάχιστα να σωθή, εξώρμησεν εκ του υαλίνου λαβυρίνθου, απωθών διά των οπισθίων ποδών το μεγάλον ιχθυοδοχείον, το οποίον κατέπεσε και εθραύσθη μετά πατάγου. Η καταστροφή τότε επήλθε γενική, διότι εις τας εκθέσεις εκείνας, προς οικονομίαν τόπου, τα πάντα συνέχονται και συμπλέκονται ως κλάδοι παρθένου δάσους. Φιάλαι, πινάκια, φλυζάνια, ποτήρια του ύδατος, του οίνου και της μαστίχης, επάργυροι σφαίραι διά τους κήπους, ανθοδόχαι, πυξίδες, αθύρματα και κομψοτεχνήματα παντοία κατεκυλίσθησαν ως καταρράκτης επί του λιθοστρώτου και, εκ της πρώην στιλπνής εκθέσεως, ουδέν άλλο απέμεινεν ή άμορφον και ανίδεον χάος συντριμμάτων.
Φωναί ηκούσθησαν τότε εις το βάθος του εργαστηρίου. Η υαλοπώλις έδειρε το δεκαετές τέκνον της, διότι δεν ηγρύπνησεν επί των εκθεμάτων, αλλά μετ’ ολίγον έφθασεν ο πατήρ, όστις, βλέπων την καταστροφήν, ήρχισε να δέρη την γυναίκα. Κρίμα τω όντι ότι αι γυναίκες δεν είναι εύθραυστοι όσον αι φιάλαι.Το κατ’ εμέ, ανεχώρησα ικανοποιημένος, τρίβων τας χείρας μου και ευχόμενος εις όλας τας επί των πεζοδρομίων εκθέσεις υαλικών, ομοίαν τύχην και όμοιον σκύλον.
[wikisource.org/wiki/%CE%A4%CE%B1_%CF%85%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CF%80%CF%89%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE%B1]