Ένας από τους σχετικά άγνωστους και ιστορικά αδικημένους αγωνιστές της Επανάστασης είναι ο αποκαλούμενος Γιώργης από τους Παξούς ή Παξινός. Επρόκειτο για προσωνύμιο εξαιτίας της καταγωγής του από το νησί. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ανεμογιάννης αλλά τα ίχνη της πραγματικής του ταυτότητας του χάθηκαν μέσα στην δίνη των αιματηρών γεγονότων.
Υπολογίζεται ότι ο Γιώργης Παξινός γεννήθηκε το 1796-8. Φαίνεται πως για κάποιο λόγο, ίσως εξαιτίας της άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος, είχε εγκατασταθεί προεπαναστατικά στις Σπέτσες. Η έναρξη του Αγώνα τον βρήκε να υπηρετεί στο πλοίο της Μπουμπουλίνας «Οι Σύμμαχοι» με κυβερνήτη τον Νικόλαο Λαζάρου-Ορλώφ.
Τον Μάιο του 1821 μια ελληνική μοίρα αποτελούμενη από 12 σκάφη, έξι υδραίικα και έξι σπετσιώτικα, έπλεε κοντά στα βορειοδυτικά παράλια της Πελοποννήσου. Αρχηγός των Υδραίων ήταν ο Δημήτριος Μιαούλης, γιος του ναυάρχου. Επικεφαλής των Σπετσιωτών ήταν ο Νικόλαος Μπότασης, γιος του προεστού Γκίκα Μπόταση.
Στις 21 του μήνα τα ελληνικά σκάφη πέρασαν τα «Μικρά Δαρδανέλλια», όπως απεκαλείτο το στενό Ρίου-Αντιρρίου και αγκυροβόλησαν δυτικά της Ναυπάκτου. Εκεί ήλθαν σε συνεννόηση με ντόπιους οπλαρχηγούς και αποφασίσθηκε η από κοινού προσπάθεια για κατάληψη της πόλης. Η επιχείρηση εκδηλώθηκε στις 5 Ιουνίου, αλλά δυστυχώς απέτυχε.
Την επομένη έγινε συμβούλιο των πλοιάρχων των ελληνικών σκαφών και ο Μιαούλης πρότεινε να επιτεθούν με πυρπολικά εναντίον των εχθρικών σκαφών, που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Ναυπάκτου. Η απόφαση η οποία πάρθηκε ήταν βιαστική και στη λήψη της τεράστια σημασία έπαιξε ο ενθουσιασμός από την είδηση για το κάψιμο του δικρότου στην Ερεσσό από τον Παπανικολή. Αλλά σε εκείνη την επιτυχία τεράστια ήταν η σημασία της κατασκευής του πυρπολικού από ειδικό. Τέτοιος άνθρωπος, όμως, απουσίαζε από τις ελληνικές μοίρες στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Αποφασίστηκε η μετατροπή δύο πλοίων του Γαλαξειδίου, ενός βρικίου και μιας μπρατσέρας, σε πυρπολικά.
Την επιστασία για τις εργασίες ανέλαβε ο Σπετσιώτης Γεώργιος Μυργιαλής που υπηρετούσε ως υποπλοίαρχος στη ναυαρχίδα του Μπόταση, ο οποίος, όμως, ελάχιστες σχετικές γνώσεις είχε. Έτσι τα πυρπολικά, που κατασκευάστηκαν, ήταν ατελέστατα και ελάχιστη σχέση είχαν με εκείνα που προκάλεσαν τόσες καταστροφές στους οθωμανικούς στόλους κατά τη διάρκεια της επανάστασης.
Στις 10 Ιουνίου, λοιπόν, τα ελληνικά σκάφη και ένα από τα πυρπολικά ξεκίνησαν την επίθεσή τους. Από εδώ και πέρα οι απόψεις διίστανται.
Κατ’ άλλους μόνος επιβαίνων του μπουρλότου ήταν ο Παξινός, που προσφέρθηκε εθελοντικά και ο οποίος ήταν και στο πηδάλιό του, ενώ τον ακολουθούσε η λέμβος της σπετσιώτικης ναυαρχίδας με τον Μυργιαλή επικεφαλής. Κατ’ άλλους το πυρπολικό ήταν επανδρωμένο με πλήρωμα. Γεννάται φυσικά το ερώτημα πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος μόνος να πηδαλιουχεί ένα σχετικά μεγάλο ιστιοφόρο σκάφος (σ.σ. στη συγκεκριμένη περίπτωση βρίκι ή μπρατσέρα) και να το οδηγεί στο στόχο του. Πιθανότατα, λοιπόν, η δεύτερη άποψη πρέπει να είναι η σωστή.
Λέγεται ότι όταν οι καπεταναίοι τον ρώτησαν τι θέλει για ανταμοιβή αυτός απάντησε:
Δεν θέλω τώρα τίποτα, εάν δώσει ο Θεός κι επιτύχω, τότε θα σας πάρω από δέκα τάλλαρα, για νά κάμω ένα χάρισμα της αρραβωνιαστικιάς μου
Οι λάθος χειρισμοί
Όπως, όμως και να είχαν τα πράγματα, είναι φανερό ότι υπήρχε ασάφεια και άγνοια στον τρόπο, τόσο της επάνδρωσης του πυρπολικού, όσο, κυρίως όπως θα δούμε στη συνέχεια, της χρήσης του. Γιατί, όταν το μπουρλότο έφθασε σε απόσταση βολής πυροβόλου από τα εχθρικά πλοία, ή το πλήρωμά του ή οι επιβαίνοντες της λέμβου του έβαλαν φωτιά και απομακρύνθηκαν, αφήνοντας μόνο του τον Παξινό ο οποίος αρνήθηκε να το εγκαταλείψει.
Στις αντίστοιχες συστηματικές επιθέσεις, τόσο στην Ερεσσό όσο και στις υπόλοιπες, το πυρπολικό οδηγείτο με δεξιοτεχνία και αποφασιστικότητα μέχρι την τελευταία στιγμή, υποστηριζόμενο από βολές πυροβόλων πλοίων που το συνόδευαν, με αντικειμενικό σκοπό να κολλήσει πάνω στον εχθρικό στόχο. Τότε μόνο ο κυβερνήτης του έβαζε φωτιά και στη συνέχεια το πλήρωμα το εγκατέλειπε με τη λέμβο του.
Την αυγή 10 Ιουνίου 1821, το πυρπολικό σάλπαρε, ρυμουλκώντας την λέμβο των διασωστών του, με επικεφαλής τον Μυργιαλή. Σε απόσταση ακολούθησε το μπρίκι «Λυκούργος». Οι Τούρκοι ξεκίνησαν κανονιοβολισμούς από παντού. Από το κάστρο, από τις επάλξεις στην είσοδο του λιμανιού και τα πλοία του στόλου. Ο Μυργιαλής θεώρησε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να προσεγγίσουν πιο κοντά και άναψε τη φωτιά. Έδωσε εντολή στον Γεώργη να μεταβεί στην λέμβο. Εκείνος αρνήθηκε.
Ο γενναίος Παξινός έμεινε μόνος πάνω στο φλεγόμενο πλοίο, προσπαθώντας να το οδηγήσει στον τουρκικό στόχο.
Σύμφωνα με αφήγηση αυτόπτη μάρτυρα από το βρίκι «Λυκούργος» του Σπετσιώτη Ανδριανού Σωτηρίου, που έπλεε κοντά με αποστολή να παραλάβει τους πυρπολητές, φώναζε με τη ναυτική τρομπέτα προς τους συντρόφους του: «Ελευθερία ζητάτε μωρ’ αδέρφια κι εγώ διά την πίστιν μας θέλω αποθάνω πρώτος, μα την χρυσή πατρίδα μας αν δεν καεί ο φλόκος!».
Το μαρτυρικό τέλος
Μη μπορώντας, όμως, να παραμείνει περισσότερο στο σκάφος που καιγόταν, έπεσε στη θάλασσα και άρχισε να κολυμπά προς τα ελληνικά πλοία. Μάταια όμως.
Καθώς είχε οδηγήσει το μπουρλότο μέχρι απόσταση αναπνοής βολής πιστολιού από τα εχθρικά σκάφη, έξι λέμβοι, που στάλθηκαν επίτηδες, το απώθησαν με αποτέλεσμα να καεί άσκοπα. Και όχι μόνον αυτό. Συνέλαβαν ζωντανό τον άτυχο Παξινό, τον οποίο ανέμενε φρικτή τύχη.
Μεταφέρθηκε στην τουρκική ναυαρχίδα στο κατάστρωμα της οποίας, αφού σουβλίστηκε και ψήθηκε ζωντανός, όπως ο Αθανάσιος Διάκος. Οι σπαρακτικές κραυγές του έφθαναν μέχρι τα ελληνικά πλοία. Στη συνέχεια το καμένο σώμα του κρεμάστηκε από τα τείχη της Ναυπάκτου για παραδειγματισμό των σκλάβων που ήθελαν να αγωνιστούν για την ελευθερία τους.