Από τα Διηγήματα του Εμμανουήλ Ροΐδη
Ο περιερχόμενος πρωτεύον ευρωπαϊκόν μουσείον, όπου δύναται να θαυμάσει παράλληλα τα κάλλιστα προϊόντα της αρχαίας και της νεωτέρας τέχνης, δεν βραδύνει να παρατηρήση, ότι, κατ’ αντίθεσιν προς τους Ιταλούς γλύπτας της λεγομένης Αναγεννήσεως, οι Έλληνες και ιδίως οι αρχαιότεροι αυτών ησχολήθησαν και διέπρεψαν περί την πιστήν απεικόνισιν του όλου γυμνού σώματος πολύ μάλλον παρά της εκφράσεως του προσώπου. Η κεφαλή ήτο δι’ αυτούς απλούν μέρος του σώματος, ουδ’ ίσως το σπουδαιότατον. Η τοιαύτη διαφορά εκτιμήσεως αποδίδεται συνήθως εις την υπάρχουσαν μεταξύ των αρχαίων και των έπειτα ηθών και εθίμων. Εις μεν τον Έλληνα τεχνίτη παρείχεν η παλαίστρα και αυτός ο ιματισμός συνεχείς ευκαιρίας μελέτης του εν ενεργεία γυμνού σώματος, ενώ ο της Αναγεννήσεως αναγκαζόμενος ν’ αρκήται προς μελέτην αυτού εις πτώματα ή μισθωτά πρότυπα ακινούντα εν τω σπουδαστηρίω του, ήχθη εκ της ανεπαρκούς μελέτης της γυμνότητας να περιορίση την όλην έκφρασιν εις τα χαρακτηριστικά του προσώπου.
Η εξήγησης αύτη είναι βεβαίως εύλογος και μέχρι τινός επαρκής· προς συμπλήρωσιν όμως αυτής πρέπει να προστεθή και τούτο το καλώς γνωστόν εις πάντα σπουδαστήν των εικαστικών τεχνών, ότι η αποτύπωσις της εκφράσεως του προσώπου είναι τι πολύ μάλλον πολύπλοκον και δυσκατόρθωτον της παραστάσεως του λοιπού σώματος. Προς αλλοίωσιν της φυσιογνωμίας αρκούσι διαφοραί τόσον ανεπαίσθητοι, ώστε αδύνατον είναι να εκτιμηθώσιν ακριβώς παρά του στερουμένου της απαιτουμένης μακράς πείρας. Η ελαχίστη τω όντι της σμίλης παρεκτροπή αρκεί να μεταβάλη από ιλαράς εις κατηφή ή από μειλιχίου εις οργίλην την όλην φυσιογνωμίαν. Καλώς λοιπόν πράττοντες ήρχισαν οι Έλληνες από τα ευκολώτερα, αγωνισθέντες να ορίσωσιν ακριβώς τας αναλογίας και τους διαφόρους σχηματισμούς του όλου σώματος, πριν ή επιχειρήσωσι να υποδείξωσι την ψυχικήν διάθεσιν δια της αναπτύξεως των χειλέων ή της κλίσεως προς τα κάτω της άκρας αυτών, της διαστολής των ρωθώνων, της συσπάσεως των οφρύων ή των πτυχών του μετώπου.
Απόδειξιν της αληθείας των ανωτέρω παρέχει το πασίγνωστον στερεότυπον μειδίαμα των αρχαϊκοτέρων αγαλμάτων της ελληνικής τέχνης. Η αντίθεσις μεταξύ του τρόπου της παραστάσεως του σώματος και της του προσώπου είναι προ πάντων καταφανής εις τα μάρμαρα της Αιγίνης. Αφ’ ενός μεν εικονίζεται μετά θαυμαστής ζωηρότητος και ακριβείας η επίδρασις των περιπετειών πεισματώδους αγώνος επί του γυμνού σώματος των μαχητών, η προβολή του στήθους, η έντασις των μυώνων, η όγκωσις των φλεβών του τραχήλου, οι σπασμοί της αγωνίας και αυτή των πτωμάτων η ακαμψία, αφ’ ετέρου δε τα πρόσωπα μένουσιν απαθή και ιλαρά. Οι άγριοι εκείνοι πολεμισταί αγωνίζονται να εξοντωθώσι γλυκομειδιώντας προς αλλήλους.
Η τοιαύτη του προσώπου απάθεια δεν φαίνεται έχουσα τι κοινόν προς την πολυύμνητον εκείνη γαλήνην, την οποίαν κατά τους τεχνοκρίτας απετύπωσαν επίτηδες οι Έλληνες γλύπται επί του προσώπου των θεών, ως σύμβολον ανυψώσεως υπεράνω των επιγείων παθών. Αν εύλογον φαίνεται να εξηγηθή ούτω το μειδίαμα του Απόλλωνος ή της Ήρας, δυσκολώτατον αφ’ ετέρου είναι να πιστεύσωμεν ότι εκ προθέσεως ηθέλησαν οι διακοσμηταί του αιγινητικού ναού να παραστήσωσιν αόργητα ή αναίσθητα εις τον πόνον τα πρόσωπα μαχομένων και πληγωμένων. Αληθές είναι ότι ευρέθησαν και χριστιανοί τινες ζωγράφοι παραστήσαντες μάρτυρας μειδιώντας εν μέσω των βασανιστηρίων ή και επί της πυράς. Το εκστατικόν όμως εκείνο μειδίαμα, το δυνάμενον να εξηγηθή δια της οπτασίας του διανοιγομένου παραδείσου, ουδεμίαν βεβαίως έχει σχέσιν προς την ψυχικήν διάθεσιν ανθρώπων καταγινομένων εις αλληλοσφαγίαν. Πολύ ευλογωτέρα λοιπόν φαίνεται η υπόθεσις ότι ουχί εκ προθέσεως, αλλ’ εξ απειρίας απείχον οι αρχαιότεροι τεχνίται να μεταδώσωσιν εις το πρόσωπον την έκφρασιν της οργής, του άλγους, του πένθους, ή άλλης ψυχικής καταστάσεως ανωμάλου. Εις το ανατολικόν εν τούτοις αέτωμα του ναού διακρίνονται δύο κεφαλαί, τας οποίας φαίνεται προσπαθήσας ο γλύπτης να καταστήση κάπως εκφραστικωτέρας των λοιπών. Η απόπειρα αύτη δύναται να θεωρηθή ως προάγγελος της υπό των διαδόχων του Φειδίου κατορθωθείσης προσαρμογής της εκφράσεως του προσώπου προς την διάθεσιν της ψυχής της οποίας πρόκεινται τέλεια πρότυπα της Νιόβης και του Λαοκόοντος αι κεφαλαί.
Η τοιαύτη ανέλιξις της τέχνης ήγαγε τους Έλληνας ν’ ασχοληθώσιν εις την απεικόνισιν των λεγομένων καθολικών πολύ μάλλον παρά των προσωπικών τύπων. Πασίγνωστον είναι ότι οι άνθρωποι διακρίνονται αλλήλων προ πάντων εκ του προσώπου, του δε λοιπού σώματος αι διαφοραί είναι όχι μόνον πολύ μικρότεραι, αλλά και δύνανται αι πλείσται ν’ αναχθώσιν εις γενικάς τινας κατηγορίας, εν σχέσει προς την ηλικίαν, την δίαιταν, την κατάστασιν της υγείας και τας επιβαλλομένας υπό του επαγγέλματος έξεις, ενώ ο εξαιρέσει της κεφαλής παραβάλλων προς άλληλα τα σώματα δύο ομηλίκων και ομοτέχνων ανδρών ανευρίσκει παρ’ αυτοίς τα ομοιάζοντα πολύ περισσότερα των ανομοίων. Οι Έλληνες επιδοθέντες εξ αρχής και επί πολύν χρόνον περιορισθέντες εις την μελέτην των γενικωτέρων τούτων χαρακτηριστικών επέτυχον να καταστήσωσι την γυμνότητα ούτως ειπείν εκφραστικήν, αποδώσαντες ιδιάζουσαν και σταθεράν έννοιαν εις τας ουσιωδεστέρας διαφοράς, αι οποίαι παρατηρούνται εις ανθρώπινον σώμα υπό διαφόρους ωρισμένας συνθήκας. Ούτω κατώρθωσαν να δημιουργήσωσιν ανυπερβλήτου τελειότητος τύπους εφήβου, ανδρός, πρεσβύτου, παρθένου, γυναικός, εργάτου ή αθλητού, οίτινες αποθεωθέντες ωνομάσθησαν Απόλλων, Ήρα, Ήβη, Ήφαιστος ή Ηρακλής.
Εφάμιλλοι των αρχαίων όχι μόνον κατά τον έρωτα, αλλά και την αίσθησιν του κάλλους απεδείχθησαν της ιταλικής αναγεννήσεως οι τεχνίται. Δύσκολον όμως ήτο εις αυτούς να εγκύψωσιν εις την μελέτην της γυμνότητος μεθ’ όσης οι Έλληνες ακριβείας. Τα άκαμπτα πτώματα των ανατομείων και οι αχθοφόροι τους οποίους εγύμνωναν εν τω σπουδαστηρίω των ήσαν βεβαίως πρότυπα πολύ κατώτερα των εν Ολυμπία παλαιστών και δισκοβόλων. Και όχι μόνον δυσχερής, αλλά και ολίγον χρήσιμος ήτο εις αυτούς της γυμνότητος η μελέτη, αφού επέβαλλεν η εκκλησιαστική παράδοσις να ενδύωσι με μακρούς πέπλους και ποδήρεις χιτώνας τας παρθένους και τους αγίους. Προς αντιστάθμισιν του μειονεκτήματος τούτου ηναγκάσθησαν οι Ιταλοί γλύπται να καταφύγωσιν εις νεωτερισμούς και τεχνάσματα τελείως άγνωστα εις τους αρχαίους. Εις μεν τα ανάγλυφα ετοποθέτησαν ως ζωγράφοι τα πρόσωπα εν μέσω ποικίλης σκηνογραφίας και εις διαφόρους από του θεατού αποστάσεις κατά τους κανόνας της προοπτικής, εις δε τα αγάλματα ηγωνίσθησαν να διατάξωσι γραφικώτερον τας πτυχάς του ενδύματος και να μεταδώσωσιν εις τα πρόσωπα ποσόν εκδράσεως ανώτερον του θεωρουμένου επαρκούς υπό των αρχαίων. Κατά τούτο πιθανόν είναι ότι αντί να ζημιώνη υπεβοήθει τους καλούς γλύπτας η υποχρέωσις να σκεπάζωσι το σώμα, του οποίου η γυμνότης δυσκολώτερον συμβιβάζεται προς την εκ σφοδράς συγκινήσεως υπερβάλλουσαν αλλοίωσιν της φυσιογνωμίας.
Εφ’ όσον τω όντι δεν προκαλεί η οξύτης του άλγους νοσηράν συστολήν των νεύρων, τα σημεία της ψυχικής συγκινήσεως δεν είναι βεβαίως εξ ίσου ευδιάκριτα εις το λοιπόν σώμα, όσον και εις τους χαρακτήρας του προσώπου. Εκ τούτου συμβαίνει ότι κεφαλή υπέρ το μέτρον εκφραστική φαίνεται επί γυμνού σώματος ανάρμοστος η αρμόζουσα μόνον εις Μαινάδας, Ερινύας και Σατύρους. Η τοιαύτη εντύπωσις δυσαρμοστίας ενδέχεται να ήναι εν μέρει αποτέλεσμα της μακράς ημών έξεως να συνδυάζωμεν την γυμνότητα μετά της απαθεστέρας φυσιογνωμίας των αρχαίων έργων· και τούτο όμως αν δεχθώμεν, βέβαιον πάλιν απομένει ότι δύναται ο τεχνίτης άνευ προσκρούσεως εις το αίσθημα ή και την πρόληψιν του θεατού να μεταδώση εις άγαλμα πεπλοφόρον ποσόν εκφράσεως πολύ ανώτερον παρά εις γυμνόν.
Συνοψίζοντες τα ανωτέρα δυνάμεθα να είπωμεν ότι κατ’ αντίθεσιν προς τους αρχαίους ήχθησαν υπό την επίδρασιν όλως αλλοίων περιστάσεων οι νεώτεροι ν’ αναζητήσωσιν αντί των κοινών χαρακτήρων, των δυναμένων να χρησιμεύσωσι προς καταρτισμόν ωρισμένου τινός και σταθερού τύπου, τους διακρίνοντας τούτον ή εκείνον τον άνθρωπον διατελούντα υπό το κράτος αισθήματος αλλοιούντος την συνήθη αυτού φυσιογνωμίαν. Όλοι οι Απόλλωνες, όλοι οι Ποσειδώνες και όλοι οι Ηρακλείς τοσούτον ομοιάζουσιν αλλήλους, ώστε και άνευ λύρας, τριαίνης ή κεφαλής αν ανεσκάπτοντο, δεν θα ήτο αδύνατον εις έμπειρον αρχαιολόγον ν’ ανεύρη τίνος θεού είναι το ηκρωτηριασμένον είδωλον, ενώ δυσκολώτατον είναι ν’ ανευρεθή πλην του ακτινωτού στεφάνου άλλο τι κοινόν μεταξύ των ομοιωμάτων του αυτού προφήτου ή αγίου, όπως τον παρέστησαν αυτόν ο Ορκανίας, ο Βερόκιος ή ο Δονατέλλος.
Και τοιαύτη μεν είναι η μεταξύ της αρχαίας και της ιταλικής τέχνης διαφορά, περί δε της αξίας εκατέρας τούτων, αποφεύγοντες ν’ αναμασσήγσωμεν τας πασιγνώστους τεχνοκριτικάς κοινοτοπίας, περιοριζόμεθα εις τούτο μόνον, ότι η θέα του ‘Μωυσέως’ του Μιχαήλ Αγγέλου ή των αναγλύφων του Γιβέρτη εκπλήττει και συγκινεί και αυτούς τους αιγοβοσκούς των Απεννίνων και τους Ζουάβους της Αφρικής, ενώ προς εκτίμησιν της τελειότητος των ηκρωτηριασμένων έργων του Φειδίου απαιτείται αναπλαστική ικανότης και περίσσεια γνώσεων, των οποίων δύσκολον είναι να υποθέσωμεν κάτοχον την πλειονοψηφίαν των επαγγελλομένων ότι θαυμάζουσι ταύτα. Το αυτό δυνάμεθα να είπωμεν και περί παντός άλλου λειψάνου της αρχαίας τέχνης, μη εξαιρουμένου ουδέ του Παρθενώνος, προ του οποίου τα εννέα τουλάχιστον δέκατα των προσκυνητών αποκρύπτουσι την ενδόμυχον αυτών αδιαφορίαν υπό στερεότυπα επιφωνήματα θαυμασμού. Τας αρχαίας γλαύκας αντικαθιστώσι σήμερον επί της Ακροπόλεως οι ψιττακοί.
[wikisource]