Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως Ἕλλην προκαλεῖ μέχρι σήμερα συζητήσεις. Ἡ ἐπικρατέστερη ἄποψη εἶναι ὅτι προέρχεται ἀπό τούς Σελλούς (< θ. σέλ- = φωτίζω), τό ἑλληνικό φύλο τῆς Ἠπείρου πού ἦταν οἱ ἱερεῖς τῆς Δωδώνης καί μέρος τῶν ὁποίων μετανάστευσε στή Φθία.
Σύμφωνα μέ τήν ἑλληνική μυθολογία, ὁ Ἕλλην, ὁ ὁποῖος ἦταν γιός τοῦ Δευκαλίωνα καί τῆς Πύρρας, ἀπέκτησε τρεῖς γιούς, τόν Αἴολο, τόν Δῶρο καί τόν Ξάνθο. Ὁ Αἴολος καί ὁ Δῶρος μαζί μέ τούς γιούς τοῦ Ξάνθου, τόν Ἀχαιό καί τόν Ἴωνα, ἀποτέλεσαν τούς γενάρχες τῶν τριῶν κυριότερων ἑλληνικῶν φυλῶν πού ἦταν οἱ Ἀχαιοί, οἱ Δωριεῖς, οἱ Αἰολεῖς καί οἱ Ἴωνες. Τό ὄνομα Ἕλληνες στά ὁμηρικά χρόνια δέν ἀντιστοιχοῦσε παρά μόνο σ’ ἕνα ἑλληνικό φύλο, πού κατοικοῦσε στήν περιοχή γύρω ἀπό τόν Σπερχειό ποταμό στή σημερινή Φθιώτιδα, τό ὁποῖο εἶχε ὡς ἡγέτη του τόν μυθικό Ἀχιλλέα.
Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως Ἕλλην προκαλεῖ μέχρι σήμερα συζητήσεις. Ἡ ἐπικρατέστερη ἄποψη εἶναι ὅτι προέρχεται ἀπό τούς Σελλούς (< θ. σέλ- = φωτίζω), τό ἑλληνικό φύλο τῆς Ἠπείρου πού ἦταν οἱ ἱερεῖς τῆς Δωδώνης καί μέρος τῶν ὁποίων μετανάστευσε στή Φθία. Ἄλλες ἀπόψεις σχετίζουν τό ὄνομα Ἕλλην μέ τό θέμα ἕλλ- πού σημαίνει ὀρεινός ἤ μέ τή λέξη ἔλλοψ πού σημαίνει ἄφωνος, ἄφθογγος.
Ἤδη τόν 7ο π.Χ. αἰώνα εἶχε ἐπικρατήσει ἡ ὀνομασία Πανέλληνες καί ἀπό ἐκεῖ ἀποσπάστηκε καί γενικεύτηκε ἡ ὀνομασία Ἕλληνες, ἐξ οὗ καί ὁ τονισμός, Ἕλλην ἀντί Ἑλλήν.
Ἀργότερα, μέ τήν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ ὅρος Ἕλλην σήμαινε τόν εἰδωλολάτρη ἤ τόν μή χριστιανό, ἐνῶ οἱ κάτοικοι τῆς Ἑλλάδας λέγονταν Ἑλλαδίτες. Ὅταν ὁ Χριστιανισμός ἔπαψε νά ἀπειλεῖται ἀπό τίς παγανιστικές θρησκεῖες, ὁ ὅρος Ἕλλην ἄρχισε νά χρησιμοποιεῖται δειλά δηλώνοντας τήν καταγωγή ἐνῶ μετά τήν ἀνακήρυξη τῆς ἀνεξαρτησίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἡ ὀνομασία ἐπανῆλθε ὡς ἐπίσημη. Τό ἐπίσημο ὄνομα τῆς Ἑλλάδας στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση εἶναι Hellas.
Γραικοί
Τό ὄνομα Γραικός εἶναι ἀρχαιότερό τοῦ ὀνόματος Ἕλληνας. Σέ μία ἐπιγραφή τοῦ 4ου π.Χ. αἰώνα ἀναφέρεται ὅτι Ἕλληνες ὀνομάσθηκαν αὐτοί πού ἀποκαλοῦνταν πρίν Γραικοί, ἐνῶ ὁ Ἀριστοτέλης στά «Μετεωρολογικά» του σημειώνει ὅτι «στήν περιοχή τῆς Δωδώνης στήν Ἤπειρο κατοικοῦσαν οἱ Σελλοί πού ἀποκαλοῦνταν τότε Γραικοί καί τώρα Ἕλληνες».
Κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι τά φύλα τῆς Ἰταλίας ἐξαιτίας τῆς ἐπαφῆς πού εἶχαν μέ τήν Ἤπειρο, γνώρισαν τούς Γραικούς καί ἀποκαλοῦσαν ἔτσι ὅλους τοὺς Ἕλληνες ἐνῶ κάποιοι ἄλλοι ὅτι τό φύλο τῶν Γραικῶν ἴσως νά μετανάστευσε στήν Βοιωτία, ἀπό ὅπου μετακινήθηκε καί ἵδρυσε ἀποικία στή Νότια Ἰταλία τόν 8ο αἰώνα π.Χ. (ἡ ἄλλη ἐκδοχή εἶναι ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης Γραία τῆς Βοιωτίας ἵδρυσαν τήν ἀποικία Κύμη στήν Ἰταλία καί ἀπό τό ὄνομα τῆς πόλης ὀνομάστηκαν Γραικοί). Ἐκεῖ οἱ γηγενεῖς της Ἰταλίας γενίκευσαν τήν ὀνομασία Γραικοί (Λατινική: Graeci) γιά ὅλους τοὺς Ἕλληνες καί αὐτή μετά ἐξαπλώθηκε σέ ὅλες τίς γλῶσσες τίς Δυτικῆς Εὐρώπης, στίς ὁποῖες τά ὀνόματα Ἕλληνες καί Ἑλλάδα εἶναι ἀντίστοιχα: στήν Ἀγγλική – Greeks καί Greece, στήν Γαλλική – Grecs καί Grece, στήν Γερμανική – Griechen καί Griechenland, στήν Ἰταλική – Greci καί Grecia, στήν Ἱσπανική Griegos καί Grecia.
Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ λέξη Γραικός ἄρχισε νά σημαίνει τόν ἐπιπόλαιο καί τόν τυχοδιώκτη, ἐνῶ στόν Μεσαίωνα πῆρε τήν σημασία τοῦ ἑλληνορθοδόξου. Ἔνθερμος ὑποστηρικτής τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἦταν ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής ἐπειδή ὅπως τόνιζε «ἔτσι μᾶς ὀνόμαζαν τά φωτισμένα ἔθνη τῆς Εὐρώπης».
Ρωμιοί
Ἐνῶ ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία ἐκχριστιανιζόταν, οἱ Ἕλληνες αὐτοαποκαλοῦνταν, ἀφοῦ ἡ ὀνομασία Ἕλλην σήμαινε πλέον τόν εἰδωλολάτρη, Ρωμαῖοι ἤ Ρωμιοί ἕνα ὄνομα τό ὁποῖο εἶχε πολιτικές προεκτάσεις ἀφοῦ δήλωνε ὅλους τοὺς ἐλεύθερους πολίτες τῆς Αὐτοκρατορίας καί ὄχι τήν καταγωγή τους. Σημειωτέον ὅτι οἱ ἴδιοι ὀνόμαζαν τό κράτος τους Ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία καί ὄχι Βυζαντινή, ἐνῶ ἡ Κωνσταντινούπολη ἀρχικά ὀνομάστηκε Νέα Ρώμη.
Κατά τή δύση τῆς Αὐτοκρατορίας καί τήν ἀποκοπή περιοχῶν πού κατοικοῦνταν ἀπό ἀλλοεθνεῖς, ταυτίζεται μέ τό ὅ,τι σήμερα ὀνομάζουμε Ἕλληνα, ἀποκτᾶ δηλαδή ἕνα ἐθνικό χαρακτήρα.
Ἡ ὀνομασία Ρωμιός χάνει ἐπί τουρκοκρατίας τήν αἴγλη τοῦ «αὐτοκρατορικοῦ» Ρωμαῖος καί μέ τίς σκληρές συνθῆκες τῆς ὑπό ζυγόν διαβίωσης ἀποκτᾶ τήν χροιά τοῦ καταφερτζῆ, τοῦ καπάτσου, τοῦ ξύπνιου.
Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα τό «Ρωμιός» χρησιμοποιήθηκε ὡς ἀντίθεση πρός τόν μιμητισμό τῆς Εὐρώπης, τή λαϊκή χριστιανική βυζαντινή ἀνατολική (ἀλλά ὄχι ἀνατολίτικη) φυσιογνωμία τοῦ Νεοέλληνα. Οἱ Λατίνοι συνέχισαν νά χαρακτηρίζουν τούς Ἕλληνες μέ τό ὄνομα Γραικός. Ἡ ὀνομασία Ρωμιός συνηθίζεται νά χρησιμοποιεῖται ἀκόμα στήν Ἑλλάδα καί εἰδικά στήν Τουρκία (Rum – Ρούμ).
Γιουνὰν (Ἴωνες) (Yunan)
Γιουνὰν (Yunan), πού σημαίνει Ἴωνες, ὀνομάζουν οἱ λαοί τῆς Ἀνατολῆς τούς Ἕλληνες. Προέρχεται ἀπό τήν περσική λέξη Yauna, ἀπό τό ὄνομα Ἰωνία, ἀφοῦ οἱ Πέρσες ἦρθαν σέ ἐπαφή μέ τούς Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί συγκεκριμένα μέ τούς Ἴωνες τόν 6ο αἰώνα π.Χ., τούς ὁποίους καί κατέκτησαν καί ἔτσι ὀνόμαζαν ὅλους τοὺς Ἕλληνες ἀνεξαιρέτως. Ἔτσι, ἡ χρήση τῆς ὀνομασίας αὐτῆς ἐπεκτάθηκε σέ ὅλους τοὺς λαούς πού βρίσκονταν ὑπό περσική κατοχή καί γενικά σέ ὁλόκληρη τήν Ἀνατολή.
Γιαβᾶν (Yavan ἤ Javan)
Μέ αὐτή τήν ὀνομασία εἶναι γνωστοί οἱ Ἕλληνες στούς λαούς τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου ἀπό τήν βιβλική ἐποχή, πού ἀναφέρονται ὡς ὁ λαός πού ἐγκαταστάθηκε στά Βαλκάνια. Ἡ ὀνομασία Γιαβὰν εἶναι συγγενική του Γιουνάν.
Ἀχαιοί. Δαναοί, Ἀργεῖοι
Μέ τίς ὀνομασίες αὐτές ἀναφέρονται οἱ Ἕλληνες ἀπό τόν Ὅμηρο. Οἱ Ἀχαιοί ἦταν ἡ πρώτη ἑλληνική φυλή πού μετακινήθηκε καί κυριάρχησε στήν Ἑλλάδα. Τό ὄνομα Ἀργεῖοι προέρχεται ἀπό τό Ἄργος πού ἦταν ἡ ἀρχική πρωτεύουσα τῶν Ἀχαιῶν ἐνῶ ἡ ὀνομασία Δαναοί προέρχεται ἀπό τό ὁμώνυμο φύλο πού ἐξουσίαζε ἀρχικά τήν περιοχή κοντά στό Ἄργος.
[agiazoni.gr/article.php?id=97036318977407116170]