Αυτοί που ποτέ δεν πεθαίνουν

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Φέρει μεγάλη ευθύνη για πολλές άγρυπνες νύχτες εκατομμυρίων αναγνωστών. Αν και οι βαμπιρικές ιστορίες κρατούν από αρχαιοτάτων χρόνων, ο Μπραμ Στόκερ ήταν εκείνος που σφράγισε τον μύθο του βρικόλακα. Ποτέ μετά τον «Δράκουλα» ο κόσμος δεν είδε ξανά το αίμα με τα ίδια μάτια. Για αρκετό καιρό πλέον θα ήταν σύμβολο ζωής για εκείνον που φέρνει τον θάνατο.

Ο Έιμπραμ «Μπραμ» Στόκερ γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1847 στο Δουβλίνο και ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά μιας αυστηρής προτεσταντικής οικογένειας. Ένα πρόβλημα στην υγεία του τον εμπόδιζε μέχρι τα επτά του χρόνια να περπατήσει. Δεν μπορούσε καν να σταθεί. Ωστόσο, ανάρρωσε ξαφνικά από την ασθένειά του, αφήνοντας άναυδους τους γιατρούς, που δεν κατάφεραν ποτέ να εξηγήσουν τι του είχε συμβεί. Έγραψε τον «Δράκουλα» σε ηλικία 50 ετών, το 1897. Μέχρι τότε δούλευε ως δημόσιος υπάλληλος στον Πύργο του Δουβλίνου, ενώ παράλληλα έγραφε θεατρικές κριτικές στην εφημερίδα Dublin Evening Mail, του γνωστού συγγραφέα ιστοριών τρόμου Τζόζεφ Σέρινταν λε Φανού, από το έργο του οποίου επηρεάστηκε βαθιά.

Μια κριτική του για την ερμηνεία του ηθοποιού Χένρι Ίρβινγκ στον «Άμλετ» στάθηκε η αιτία να ξεκινήσει η φιλία τους, η οποία κράτησε μια ολόκληρη ζωή και του πρόσφερε δουλειά ως διευθυντή θεάτρου στο περίφημο Lyceum Theatre. Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν «Το Πέρασμα του Φιδιού» το 1890. Μετά τον «Δράκουλα» έγραψε αρκετά μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα. Πιο γνωστά από αυτά είναι «Το Μυστήριο της Θάλασσας» (1902), «Το κόσμημα των επτά αστεριών» (1904), «Η κυρία με το σάβανο» (1909) και η «Φωλιά του λευκού σκουληκιού» (1911). Η υγεία του κλονίστηκε από τα εγκεφαλικά και πέθανε στις 20 Απριλίου 1912, σε ηλικία 64 ετών, στο Λονδίνο.

Ο μύθος του απέθαντου

Ο «Δράκουλας», το κλασικό μετα-γοτθικό μυθιστόρημα του Στόκερ είναι γραμμένο –στο μεγαλύτερο μέρος του- σε μορφή ημερολογίων, ακολουθώντας την παράδοση της επιστολικής λογοτεχνίας. Η υπόθεση αφορά το ταξίδι ενός βρικόλακα από την Τρανσυλβανία στο Λονδίνο και τους ανθρώπους που πέφτουν θύματα της ακόρεστης δίψας του για αίμα. Για το χτίσιμο του χαρακτήρα του ο Στόκερ χρησιμοποίησε στοιχεία από το θρύλο του Βλαντ Τέπες (του ηγεμόνα της Βλαχίας του 15ου αιώνα που είχε μείνει στην ιστορία ως ο Παλουκωτής, για ευνόητους λόγους) μπολιασμένα με βαμπιρικές δοξασίες του Μεσαίωνα και της σλαβικής παράδοσης. Ο «Δράκουλας» δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν δεν είχαν προηγηθεί άλλα σημαντικά έργα αντίστοιχης θεματολογίας, όπως ο κλασικός «Βρικόλακας» του Πολιντόρι, η «Καρμίλα» του λε Φανού και το «Transylvania Superstitions» της Έμιλι Γκέραρντ.

Ο Στόκερ χρησιμοποίησε το μοντέλο του γοτθικού μυθιστορήματος, όπως αυτό αναπτύχθηκε με το αρχετυπικό «Κάστρο του Οτράντο» του Ουόλπολ και καθιερώθηκε μέσα από αριστουργήματα όπως «Ο Καλόγερος» του Λιούις, ο «Φρανκενστάιν» της Σέλεϊ, ο «Μέλμοθ, ο Περιπλανώμενος» του Μάτσουριν και τα έργα του Γουίλκι Κόλινς και του Πόε. Σε αυτά τα έργα κυριαρχούν υποβλητικοί πύργοι και «ζωντανές» επαύλεις στις οποίες κατοικούν σκοτεινοί ήρωες, αραχνοειδείς ενσαρκώσεις του Κακού, που παρασέρνουν ανυποψίαστους ανθρώπους στα ασαφή σύνορα μεταξύ λογικής και παραλογισμού. Για τον Δράκουλα, ο αρχετυπικός πύργος δεν είναι απλώς το σπίτι του, είναι η προβολή στο χώρο της αρχαίας, ερεβώδους ψυχής του.

Κυνόδοντες, νυχτερίδες και μύγες

Ο Δράκουλας έχει χαρακτηριστικά ρομαντικού ήρωα. Η ψυχική του διάθεση επηρεάζει και επηρεάζεται από τα στοιχεία της φύσης. Αν και ο βαμπιρισμός τού είναι ανεπιθύμητος, χρησιμοποιεί προς όφελός του την ικανότητα της μεταμόρφωσης. Ο Στόκερ χρησιμοποιεί το όχημα του ζωομορφισμού για να εκφράσει τα συναισθήματα του ήρωά του. Μεγάλοι κυνόδοντες βγαίνουν όταν διψάει για αίμα, ενώ καταλαμβάνει σώματα ζώων για να αποκτήσει τις ιδιότητές τους. Η νυχτερίδα ταυτίστηκε για τόσες δεκαετίες με τον βρικόλακα, που έπρεπε να επέμβει ο Μπάτμαν στα μέσα του 20ού αιώνα, προκειμένου να αποκαταστήσει τη φήμη της.

Σα να μην έφταναν τα ζώα, ο συγγραφέας κατεβαίνει κατηγορία, στα έντομα, για να περιγράψει τους «υπηρέτες» του Κακού. Στην παράδοση που θέλει τις σκοτεινές οντότητες να χρησιμοποιούν άλλες, πιο αδύναμες ψυχές ως βοηθούς, το πνεύμα του Κακού καταλαμβάνει έναν σχιζοφρενή κλεισμένο σε άσυλο. Ο άνθρωπος αυτός τρέφεται με μύγες, ως παραπομπή στον αρχαίο δαίμονα Βεελζεβούβ, γνωστό και ως Άρχοντα των Μυγών, μια αναφορά που θα χρησιμοποιήσει αργότερα και ο Γουίλιαμ Γκόλντινγκ στο ομώνυμο αριστούργημά του.

Ξαναδιαβάζοντας τη βικτωριανή κοινωνία

Ο Στόκερ έζησε στην καρδιά της βικτωριανής εποχής, σε μια κοινωνία με πατριαρχική δομή όπου η ερωτική επιθυμία και ό,τι τη συνοδεύει ήταν απαγορευμένο και αμαρτωλό. Δεν είναι τυχαίο ότι όσες γυναίκες στον «Δράκουλα» δοκιμάζουν τον καρπό του έρωτα, είναι καταδικασμένες να μην πεθάνουν ποτέ. Για να θυμούνται στον αιώνα τον άπαντα ότι παρασύρθηκαν από τα ένστικτά τους. Ζουν τιμωρημένες στο σκοτάδι, μαζί με τον εραστή τους, σαν το υποσυνείδητο που ξυπνά τις νύχτες, διψώντας να ζήσει ό,τι δεν τόλμησε υπό το φως του ήλιου. Οι άλλοι ανδρικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι αντίζηλοι που πρέπει να εξοντωθούν. Η διαμονή του Τζόναθαν Χάρκερ στον πύργο τον κάνει αγνώριστο. Όσο παραμένει εκεί χάνει, μέρα με τη μέρα, τα βασικά χαρακτηριστικά που θα τον έκαναν ερωτεύσιμο: την αγνότητα, τα νιάτα και την ομορφιά του. Όσο ο Χάρκερ γερνάει τόσο αναγεννιέται ο Δράκουλας –λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Ο Στόκερ μέσα από το κορυφαίο έργο της ζωής του περιγράφει αυτό για το οποίο δεκαετίες αργότερα θα μιλούσε ο Φρόιντ, την αιώνια πάλη μεταξύ έρωτα και θανάτου.

Σε μια άλλη προσέγγιση, ο Δράκουλας θα μπορούσε να αναφέρεται στη σύγκρουση μεταξύ παλιού και νέου κόσμου. Μια περιγραφή της αγωνίας μιας εποχής που μετρούσε τις πληγές που της άφησε η Βιομηχανική Επανάσταση. Οι φριχτές συνθήκες διαβίωσης, τα πτωχοκομεία, η παιδική εργασία, οι ατελείωτες ώρες δουλειάς, οι ασθένειες από την αιθαλομίχλη ήταν ό,τι κόστισε το βιομηχανικό «θαύμα». Το Λονδίνο της εποχής εκείνης μύριζε θάνατο, μα δεν ήταν νεκρό ούτε όμως και ζωντανό. Οι άνθρωποι του βικτωριανού Λονδίνου ήταν τόσο σημαντικοί όσο ο άνθρακας. Χρήσιμοι μέχρι να κάνουν τη δουλειά τους, πιόνια σε ένα νοσηρό παιχνίδι θνητότητας και αθανασίας. Ο Ντίκενς είχε ήδη δώσει τη ρεαλιστική εικόνα της θλιβερής καθημερινότητας μέσα από το έργο του. Με σημερινά δεδομένα πάντως, το Λονδίνο της βικτωριανής εποχής θα αντιστοιχούσε στο σημερινό Πεκίνο.

Ανάσταση νεκρών

Στον Στόκερ πέρα από την καθιέρωση της βαμπιρικής φιλολογίας οφείλεται και εκείνη που αφορά την «κατάρα της μούμιας», μια θεματολογία που εισήγαγε με το έργο του «Το κόσμημα των επτά αστεριών». Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε το 1903 και απηχεί το πνεύμα της εποχής, μετά την αποκρυπτογράφηση της ιερογλυφικής γραφής που ήταν χαραγμένη στη Στήλη της Ροζέτας, από τον Ζαν Φρανσουά Σαμπολιόν. Περιγράφει τη βικτωριανή Αγγλία, του εκλεκτικισμού και της αναβίωσης του αιγυπτιακού μεγαλείου.

Η υπόθεση αναφέρεται στην «ανάσταση» μιας βασίλισσας που είναι νεκρή για τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Επανέρχεται στη ζωή με μια μαγική επίκληση. Μεταφυσικός τρόμος, ήρωες που χάνουν τα λογικά τους, κλειστοφοβικό περιβάλλον είναι τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος που προπόνησε το κοινό για το άνοιγμα του τάφου του Τουταγχαμών το 1923, από τον Χάουαρντ Κάρτερ. Η κεντρική ιδέα του «Κόσμηματος των επτά αστεριών» είναι βέβηλη για τη Δύση και γι’ αυτό τόσο αγαπητή. Αναφέρεται στην μη χριστιανική ανάσταση νεκρού απευθυνόμενο σε μια κατά βάσιν χριστιανική κοινωνία που αποδέχεται την επιστροφή από τον άλλο κόσμο μόνο όταν αφορά τον Χριστό ή τον Λάζαρο -την ανάσταση του οποίου επέτρεψε ο Χριστός.

Ο βρικόλακας και η μούμια ως σημεία αναφοράς

Ο Στόκερ με το έργο του επέβαλλε δια παντός δύο αρχετυπικά σύμβολα, τον βρικόλακα και τη μούμια, που «ζουν» στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Τα βιβλία του ενέπνευσαν δεκάδες συγγραφείς, μεταξύ των οποίων οι Δάφνη Ντι Μοριέ, Ρίτσαρντ Μάθεσον, Σίρλεϊ Τζάκσον, Τζόις Κάρολ Όουτς, Στίβεν Κινγκ, Γκράχαμ Μάστερτον, Κλάιβ Μπάρκερ. Πηγή έμπνευσης όμως στάθηκαν και για δεκάδες σεναριογράφους, σκηνοθέτες και ζωγράφους. Το Χόλιγουντ τον ευγνωμονεί, μεταξύ άλλων, για τις βαμπ και τον Νοσφεράτου, τον δράκουλα του Μπέλα Λουγκόζι που διψούσε για αγάπη, τον Κρίστοφερ Λι στις ταινίες της θρυλικής Hammer Films, την αριστουργηματική μεταφορά του 1992 από τον Κόπολα, καθώς και για τα σημερινά χιπστεροβαμπίρ που είναι βγαλμένα από την κουλτούρα των videogame, αλλά και τις άπειρες εκδοχές της Μούμιας από το ’30 και μετά.

Ίσως η διαχρονική γοητεία του Δράκουλα να οφείλεται στο ότι εκφράζει τον πανανθρώπινο φόβο της μοναξιάς και του θανάτου. Ακόμα και την αιώνια προσπάθεια για ισορροπία μεταξύ ενστίκτων και λογικής. Όπως και να ’χει, η ιστορία θα εξελίσσεται για πολύ καιρό ακόμα στα σκοτάδια της παγκόσμιας μυθολογίας.

Έμυ Ντούρου / Κόσμος / 19.04.16 ]

ΔΗΜΟΦΙΛΗ