Βασίλης Βιλιάρδος
Η βασική διαφορά μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων είναι το ότι, οι επιχειρήσεις μπορούν να αποφασίσουν να αυξήσουν τα κέρδη τους (αν και σε περιορισμένο βαθμό), ενώ οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να αποφασίσουν μόνοι τους να αυξήσουν τους μισθούς τους – εκτός ίσως μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων ή απεργιών. Η συγκεκριμένη δε «ανισορροπία ισχύος», έχει γίνει πλέον ορατή σε όλους, μέσω του πληθωρισμού – όπου οι μεγάλες εταιρίες φαίνεται πως μπορούν πια να αυξάνουν τις τιμές τους κατά βούληση.
Στην Ευρώπη συνολικά, πάνω από το 50% της ανόδου του πληθωρισμού οφειλόταν στο 2ο εξάμηνο του 2022, στην αύξηση των εταιρικών κερδών – ενώ στην Ολλανδία, για ολόκληρο το 2022, τα υπερβάλλοντα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων ήταν υπεύθυνα για το 1/5 περίπου του πληθωρισμού. Σύμφωνα δε με στοιχεία της ολλανδικής στατιστικής υπηρεσίας (CBS), ο λόγος των μισθών προς τα κέρδη των ολλανδικών εισηγμένων εταιριών, μειώθηκε κατά 30% μεταξύ των ετών 1995 και 2020 – γεγονός που σημαίνει πως εάν μία εταιρία είχε υποθετικά το 1995 κέρδη 100 € και μισθούς 100 €, το 2020 με κέρδη ξανά στα 100 €, οι μισθοί μειώθηκαν στα 70 €.
Κατά την ίδια χρονική περίοδο τώρα, ο αριθμός των ωρών εργασίας στην Ολλανδία αυξήθηκε κατά 33% περίπου – οπότε οι εργαζόμενοι δουλεύουν πια περισσότερο, με ακόμη πιο χαμηλούς μισθούς ανά ώρα εργασίας, με την υπεραξία που προέκυψε από την επί πλέον εργασία να έχει εισρεύσει σε υψηλότερα εταιρικά κέρδη. Εκτός αυτού, τα κέρδη των ολλανδικών εισηγμένων εταιριών αυξήθηκαν τρεις φορές πιο γρήγορα από το κόστος εργασίας, κατά την περίοδο 2019/2022 – κατά 36%, έναντι 12%. Επί πλέον, τα μερίσματα τους είναι πια πέντε φορές υψηλότερα σήμερα (+500%), σε σχέση με το 2000, ενώ οι μισθοί μισή φορά (+50%) – με 4 στους 10 εργαζόμενους να απασχολούνται σε «ευέλικτες» θέσεις εργασίας.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το 25% των ολλανδικών νοικοκυριών έχει ανεπαρκείς αποταμιεύσεις ασφαλείας, το 33% ληξιπρόθεσμες οφειλές, οι πελάτες των συσσιτίων αυξήθηκαν κατά 30% το 2022 και ο αριθμός των φτωχών θα αυξηθεί στους 915.000 έως το 2024 – όταν ο αριθμός των μη κερδοφόρων εταιριών αυξήθηκε μόλις στο 22%, από 20% το 2019.
Συμπερασματικά λοιπόν, ένα σημαντικό μέρος του πληθωρισμού οφείλεται στην (κερδοσκοπική) ισχύ των μεγάλων επιχειρήσεων, ως αποτέλεσμα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού με τις ιδιωτικοποιήσεις των πάντων – ενώ οι εισοδηματικές ανισότητες, όπως επίσης τα υπερβολικά κέρδη που παράγονται από την «ολιγοπωλιακή» ισχύ των εταιριών, είναι επιζήμια για την οικονομική ανάπτυξη. Η πτώση δε των πραγματικών μισθών (=σε όρους αγοραστικής αξίας) και οι επισφαλείς θέσεις εργασίας, οδηγούν σε απώλειες παραγωγικότητας και σε οικονομικό άγχος, με εξαιρετικά υψηλό κοινωνικό κόστος – ενώ τροφοδοτούν τη δυσαρέσκεια και κατά συνέπεια τον πολιτικό κατακερματισμό.
Οι ανάλογες συνθήκες στην Ελλάδα είναι βέβαια κατά πολύ χειρότερες, συγκριτικά με την Ολλανδία – επίσης με τους μέσους όρους της ΕΕ. Το γεγονός αυτό φαίνεται από το ότι, μόνο στο πρώτο 4μηνο του 2023 τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς την εφορία αυξήθηκαν κατά 2,45 δις € – με τους Έλληνες να είναι τρίτοι από το τέλος στην ΕΕ, στο κατά κεφαλήν εισόδημα, με το ιδιωτικό χρέος πάνω από τα 410 δις €!. «Success story» της κυβέρνησης;