Η δίκη των τόνων και ο «πατριωτισμός της περισπωμένης»

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η παραπομπή του Ι. Κακριδή κατά τη διάρκεια της κατοχής επειδή προωθούσε το μονοτονικό και τη δημοτική

Φθινόπωρο 1941. Στους δρόμους της υποδουλωμένης Αθήνας, οι άνθρωποι ζούσαν υπό τον φόβο των κατακτητών, των συλλήψεων και των εκτελέσεων, τα πρώτα θύματα από την πείνα έπεφταν στους δρόμους ενώ οι αντιστασιακοί μόλις είχαν αρχίσει να οργανώνονται.

Την ίδια περίοδο η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών κατέθετε μήνυση εναντίον ενός από τους καθηγητές της φιλοσοφικής σχολής. Ο φιλόλογος που παραπέμφθηκε σε δίκη κατά τη διάρκεια της κατοχής, αρνούνταν να χρησιμοποιεί πνεύματα και περισπωμένες.

Ο Ιωάννης Κακριδής είχε εκλεχθεί ως διδάκτωρ στη Φιλοσοφική Σχολή το 1939. Ο 38χρονος τότε καθηγητής αφού ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές του σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συνέχισε με μεταπτυχιακά στη Βιέννη, στο Βερολίνο και τη Λειψία και μέχρι το 1938 διετέλεσε έκτακτος καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.

Λόγω της πολύχρονης τριβής του με τη δυτικοευρωπαϊκή κουλτούρα, αλλά και της θητείας του στην «προοδευτική» φιλοσοφική σχολή της Θεσσαλονίκης, είχε αναπτύξει κι ο ίδιος έναν προοδευτικό τρόπο σκέψης και διδασκαλίας. Ήταν γνωστός δημοτικιστής και υπέρμαχος της απλούστευσης του γραπτού λόγου έτσι ώστε αυτός να συμβαδίζει με την καθημερινή ομιλία.

Ωστόσο, το κλίμα στην πρωτεύουσα ήταν πολύ διαφορετικό. Τα ηνία της φιλοσοφικής σχολής Αθηνών κατείχε μία ομάδα διανοούμενων με επικεφαλής τον πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών, Νικόλαο Εξαρχόπουλο. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι καθηγητές του τμήματος ήταν εξαρχής αρνητικοί με την άφιξη του Κακριδή. Πέραν όμως της προσωπικής αντιπάθειας και των διαφορετικών ιδεολογικών καταβολών, δεν είχαν κάποιο πραγματικό ή ακαδημαϊκό λόγο να εισηγηθούν την απομάκρυνσή του.

Το 1941 επανεκδόθηκαν δύο βιβλία του Κακριδή με τίτλο «Ελληνική Κλασσική Παιδεία» και «Σχόλια στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη», τα οποία προτείνονταν από τον καθηγητή ως εγχειρίδια για τα πανεπιστημιακά του μαθήματα. Και τα δύο συγγράμματα ήταν γραμμένα στη δημοτική, με μονοτονικό σύστημα και απλοποιημένη ορθογραφία. Η αφορμή που έψαχναν οι συνάδελφοί του είχε δοθεί.

Με πρωτοβουλία αρχικά του καθηγητή Πεζόπουλου συγκλήθηκε συνεδρίαση της σχολής στις 14 Νοεμβρίου του 1941. Ακολούθησαν άλλες δύο, στις 17 και στις 19 Νοεμβρίου. Το μοναδικό θέμα των απανωτών ημερησίων διατάξεων ήταν η «συζήτησις περί του ζητήματος της μεταβολής του ορθογραφικού συστήματος υπό καθηγητού της σχολής».

Η τελική απόφαση της Συγκλήτου ήταν κατηγορηματική. Ο Κακριδής έπρεπε να παραπεμφθεί στο Πειθαρχικό Συμβούλιο και μία έγγραφη καταγγελία με την προτροπή της απόλυσης θα διαβιβαζόταν στον Υπουργό Παιδείας.

Προς υπεράσπιση του εαυτού του, ο Κακριδής επισήμανε ότι η Σύγκλητος δεν είχε το δικαίωμα να κρίνει τις επιστημονικές απόψεις των μελών της και διαμαρτυρήθηκε για καταπάτηση της ακαδημαϊκής του ελευθερίας. Η επιστημονική έρευνα όφειλε να είναι ελεύθερη και να προστατεύεται από το Σύνταγμα. Το να επιχειρεί κανείς να αποσιωπά αντίθετες επιστημονικές απόψεις και να προβαίνει σε προσωπικές αιχμές κατά συναδέλφων με τους οποίους διαφωνεί ήταν κάτι το αδιανόητο για τον ίδιο.

Όταν το θέμα άρχισε να παίρνει διαστάσεις και να δημοσιεύεται στον Τύπο, πλήθος πνευματικών ανθρώπων της εποχής έσπευσαν να ταχθούν στο πλευρό του. Μεταξύ αυτών βρίσκονταν ο Άγγελος Σικελιανός, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Δημαράς, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο Πέτρος Κόκκαλης.

Πολλοί από εκείνους που τον υποστήριξαν δεν ήταν καν δημοτικιστές. Σέβονταν όμως τη διαφορετική άποψη και υπερασπίζονταν το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση και έρευνα.

kakridis ioannis
Ο Ιωάννης Κακριδής, φοιτητής το 1920

Η δίκη των τόνων και ο «πατριωτισμός της περισπωμένης»

Παρά τις αντιδράσεις, ο Κακριδής παραπέμφθηκε σε δίκη.

Τον Ιούνιο του 1942 παρατάχθηκαν στο δικαστήριο οι δύο αντίπαλες πλευρές. Το βασικό επιχείρημα των κατηγόρων ήταν ότι ο Κακριδής, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του καθηγητή αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, επεδίωκε να επιβάλει τις γλωσσικές του απόψεις στους φοιτητές του. Η χρήση μιας υπεραπλουστευμένης δημοτικής στη συγγραφή σοβαρών επιστημονικών δοκιμίων «εκχυδάιζε και διέβαλλε τη χρηστή γλώσσα των προγόνων μας», κλόνιζε τις αξίες του αρχαίου πολιτισμού και καταδείκνυε το αντεθνικό πνεύμα του διδάκτορα.

Η υπερασπιστική γραμμή παρέμεινε η ίδια. Επικεντρώθηκε στην ελευθερία της έκφρασης και της έρευνας. Μάλιστα, μερικοί από τους μάρτυρες επιχείρησαν να ανοίξουν διάλογο για το ενδιαφέρον των γλωσσικών απόψεων του Κακριδή. Πολλοί προέβαλλαν το επιχείρημα ότι το μονοτονικό δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως διαστρέβλωση της γλώσσας και αποκοπή από τις ρίζες μας διότι οι αρχαίοι στα γραπτά τους δεν χρησιμοποιούσαν καθόλου τόνους. Αν μη τι άλλο, το σύστημα του Κακριδή μας έφερνε πιο κοντά στην αυθεντική αρχαιοελληνική γραμματεία.

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, από τους προέδρους του Συμβουλίου Επικρατείας, του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Ακαδημίας Αθηνών και τον πρύτανη του Πανεπιστημίου, δεν πείσθηκε από τα επιχειρήματα του Κακριδή. Η απόφαση που εξέδωσε εις βάρος του τον Ιούλιο του 1942 ήταν καταδικαστική, αλλά χαρακτηρίστηκε ως «επιεικής». Ο Εξαρχόπουλος αρχικά είχε προτείνει να απολυθεί για ένα έτος, ενώ η Πανεπιστημιακή Σύγκλητος είχε εισηγηθεί η απόλυση να είναι οριστική. Τελικά, η επίσημη απόφαση διέταζε την δίμηνη απόλυση του φιλολόγου.

Αυτή βασίστηκε κατά κύριο λόγο στο άρθρο του Συντάγματος που όριζε ότι «η επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η γλώσσα των νόμων», δηλαδή η καθαρεύουσα. Σύμφωνα με το Συμβούλιο, ο πανεπιστημιακός δεν είχε το δικαίωμα να εισάγει νεωτερισμούς, παρά όφειλε να ακολουθεί την επίσημη γλώσσα και να μη διδάσκει απόψεις που την υπονόμευαν και έθεταν σε κίνδυνο τη νεολαία.

Ο Ιωάννης Κακριδής προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο όμως απλώς επικύρωσε την απόφαση του Πειθαρχικού. Ο διακεκριμένος καθηγητής δεν είχε άλλη επιλογή από το να δεχθεί την ποινή.

Έτσι, εν μέσω κατοχής, η μάχη που έδωσαν διακεκριμένοι Αθηναίοι πανεπιστημιακοί δεν ήταν εναντίον των Ιταλών. Ήταν άλλο ένα επεισόδιο στον διαχρονικό «πόλεμο» για το γλωσσικό ζήτημα. Ένα ζήτημα που κατά τα μεταπολεμικά χρόνια έμελλε να αναζωπυρωθεί ακόμα πιο πολύ. Όπως πολύ εύστοχα χαρακτήρισε τη διαμάχη ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, επρόκειτο για έναν «πατριωτισμό της περισπωμένης».

mixanitouxronou

ΔΗΜΟΦΙΛΗ