Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος (Μαγνησία Μικράς Ασίας, Ιούνιος 1914 – Αθήνα, 6 Ιουνίου 1995) ήταν πρωτοπόρος και μοναδικός στο ύφος Έλληνας ζωγράφος της μεσοπολεμικής γενιάς.
Φωτογραφία: Εύλογη χρήση, https://el.wikipedia.org/w/index.php?curid=65757
Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος γεννήθηκε στην Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Η οικογένειά του, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Από μικρός έδειξε το καλλιτεχνικό του ταλέντο δημοσιεύοντας και εκθέτοντας πολλά έργα του.
Από το 1929 δημοσίευε σκίτσα στην Διάπλαση των Παίδων, τα οποία υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Ακάμας». Το 1930, παρουσίασε στην αθηναϊκή «Αίθουσα Καλλιτεχνικών Ατελιέ» τέμπερες κυβιστικής τεχνοτροπίας, οι οποίες τράβηξαν την προσοχή πολλών ανθρώπων της τέχνης. Το 1931, εξέθεσε έργα του και στο «Άσυλο Τέχνης» του Βελγίου.
Από το 1931 έως το 1936, σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, με δασκάλους τον Δημήτρη Μπισκίνη και τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Την ίδια περίοδο, ταξίδεψε στην Ελλάδα για να μελετήσει την βυζαντινή και λαϊκή τέχνη, και έκανε σκηνογραφίες για την θεατρική παράσταση Άλκηστις που παίχθηκε στην Λαϊκή Σκηνή του Καρόλου Κουν. Λέγεται επίσης ότι επισκέφθηκε μουσεία και άλλους καλλιτεχνικούς χώρους στην Γαλλία και την Ιταλία, χωρίς ωστόσο να κάνει εκεί συστηματικές σπουδές.
Από τα εφηβικά του χρόνια ήταν φίλος με τον συγγραφέα Τάσο Αθανασιάδη και τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη. Αργότερα ήρθε σε σύγκρουση με τον τελευταίο και έκτοτε έπαψαν να είναι φίλοι. Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Διαμαντόπουλος πίστευε ότι ο Τσαρούχης τον είχε «κλέψει», αν και τα έργα των δύο ζωγράφων διαφέρουν τόσο ως προς την θεματογραφία όσο και και ως προς την τεχνοτροπία.
Το 1940 παρουσίασε έργα του στην Βασιλική Ακαδημία Τεχνών (Royal Academy of Arts) του Λονδίνου. Το 1947, συμμετείχε σε ομαδική έκθεση που έγινε στην αίθουσα «Ρόμβος» μαζί με πολλούς άλλους γνωστούς συναδέλφους του (Γουναρόπουλος, Μόραλης, Αστεριάδης, κ.ά.). Το 1950 συνεργάστηκε ως καθηγητής τεχνικών στο «Ελληνικό Σπίτι» της Αγγελικής Χατζημιχάλη. Την ίδια χρονιά αποφάσισε να απομονωθεί στο σπίτι-ατελιέ του στην Δάφνη, για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο έργο του, αλλά και να πάψει να εκθέτει και να πουλάει έργα του, επειδή διαφωνούσε με την εμπορευματοποίηση της τέχνης. Την σιωπή του την διέκοψε μόνον το 1964 συμμετέχοντας σε μεγάλη ομαδική έκθεση στην Κύπρο, αλλά με ένα μόνον έργο του που το είχε ήδη εκθέσει στην αίθουσα «Ρόμβος» το 1947.
Το 1975, ο Ασαντούρ Μπαχαριάν τον έπεισε να ξαναγυρίσει στον κόσμο των εκθέσεων, να παρουσιάσει έργα του στο καλλιτεχνικό και πνευματικό κέντρο «Ώρα» στην Αθήνα, και να καταγράψει τις απόψεις του στο Χρονικό της «Ώρας». Η έκθεση αυτή έκανε και πάλι γνωστό τον ζωγράφο στο ευρύ κοινό. Το 1977, συμμετείχε σε δύο ομαδικές εκθέσεις στο Βελιγράδι και το Βουκουρέστι. Την επόμενη χρονιά (1978), η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση στην οποία παρουσιάστηκαν 311 έργα του. Ακολούθησαν άλλη μία έκθεση στο Δουβλίνο (1979) και δύο εκθέσεις πάλι στο κέντρο «Ώρα» (1980 και 1982).
Μία σειρά έργων με τίτλο Οικοδόμοι, την παραχώρησε στην εφημερίδα Αυγή για ημερολόγιο που εξέδωσε η εφημερίδα το έτος 1981. Το 1982 συμμετείχε στην έκθεση Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες, και το 1983 συμμετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας. Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).
Πέθανε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου του 1995.
Κηδεύτηκε την επομένη στο Νεκροταφείο του Βύρωνα, συνοδευόμενος στο στερνό του ταξίδι από ελάχιστους φίλους. Λίγα χρόνια αργότερα, η Ακαδημία Αθηνών τίμησε τον ζωγράφο με έκθεση τριάντα έργων του (2001). Το 2007, έγινε στην Αθήνα έκθεση έργων του Διαμαντόπουλου που συμπεριλαμβάνονται στην συλλογή Πορταλάκη.
Το έργο του
Ο Διαμαντόπουλος θεωρείται πιο «Ευρωπαίος» στο έργο του από τους Έλληνες ζωγράφους της εποχής του, αν και πολλοί τον κατατάσσουν στην ελληνοκεντρική «Γενιά του Τριάντα». Στο έργο του απεικόνισε την ανθρώπινη φιγούρα — κυρίως τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου — με σχήματα αδρά, σχεδόν πρωτόγονα, και χρώματα άλλοτε πιο σκοτεινά και άλλοτε πιο φωτεινά.
Οι πίνακες του Διαμαντόπουλου διακρίνονται για την αποποίηση κάθε κλασικής έκφρασης και την παρουσίαση της ανθρώπινης μορφής με μια ξεχωριστή ποιητικότητα και μουσικότητα. Λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας στο ύφος, ορισμένοι Έλληνες τεχνοκριτικοί έφθασαν στο σημείο να συγκρίνουν τον Διαμαντόπουλο με άλλους πολύ σημαντικούς ζωγράφους σαν τον Σεζάν, τον Πικάσσο, τον Κλέε, κ.ά. Έστω κι αν αυτή η σύγκριση θεωρηθεί κάπως υπερβολική, σίγουρα στον ελληνικό χώρο, μπορεί κανείς να μιλά για την μοναδική «περίπτωση Διαμαντόπουλου».