Από την ενότητα «ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΚΑ»
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Α´
Ἡ Μουσικὴ καὶ τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια
…Διὰ τῆς πατροπαραδότου Ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς ὄχι μόνον τὰ ἱερὰ ᾄσματα ἔγιναν προσφιλῆ καὶ οἰκεῖα εἰς τὴν ἀκοήν, καὶ ἡ γλῶσσα εἰς ἣν ταῦτα εἶναι γεγραμμένα καταληπτή, ὡς ἔγγιστα, καὶ εἰς τοὺς ἀγραμμάτους, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τῶν θείων Εὐαγγελίων τὰ ρήματα διὰ τῆς αὐτῆς Μουσικῆς καὶ τοῦ λογαοιδικοῦ αὐτῆς τρόπου κατέστησαν οἰκειότερα εἰς τὴν ἀκοήν, καὶ βαθύτερον πάντοτε εἰσδύουσιν εἰς τῶν ἀκροατῶν τὰς καρδίας.
Ὅθεν ἡ γλῶσσα αὕτη, εἰς ἣν εἶναι γεγραμμένα τό τε Εὐαγγέλιον καὶ τὰ ἱερὰ ᾄσματα, ἔχει τὸ μοναδικὸν εἰς τὸν κόσμον προνόμιον νὰ ἐξακολουθῇ καὶ μετὰ εἴκοσι αἰῶνας νὰ εἶναι ζωντανή, εἰς τὴν ἀκοὴν τοὐλάχιστον. Ἂς δοκιμάσῃ τις νὰ μεταφράσῃ ἓν τροπάριον εἰς τὴν δημώδη, καὶ τότε θὰ ἴδῃ ὅτι ἡ γλῶσσα ἥτις εἶναι ζωντανὴ εἰς τὰ ἡρωικὰ καὶ ἐρωτικὰ ᾄσματα τοῦ λαοῦ, εἶναι ψυχρὰ μέχρι νεκροφανείας διὰ τὰ τροπάρια. Π.χ. «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται πνεύματος…» Θ᾿ ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ θὰ γεμίσῃ πνέμμα (ἢ πλέμμα, ἢ καὶ πλέγμα)· καὶ λόγο θὰ βγάλω (διότι πῶς ἄλλως θ᾿ ἀποδοθῇ ἡ μεταφορὰ ἢ ἡ μετωνυμία τοῦ ἐρεύξομαι;). «Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον…» Ἀξίζει ἀληθινὰ νὰ σὲ καλοτυχίζουμε σένα τὴ Θεοτόκο, ποὺ εἶσαι πάντα καλότυχη, καὶ καθαρώτατη, καὶ μάννα τοῦ Θεοῦ μας…
Πλὴν θὰ εἴπῃ τις, ἀντὶ νὰ μεταφρασθῶσι τὰ ὑπάρχοντα, ἂς ποιηθῶσι νέα ἐκκλησιαστικὰ ᾄσματα ὑπὸ τῶν δοκίμων ποιητῶν μας.
– Ναί, βέβαια, λέγομεν ἡμεῖς, καὶ εἶναι τόσον εὔκολον τὸ πρᾶγμα!… νὰ ἐμφυσηθῇ ζωὴ χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ, νὰ δοθῇ ἔμπνευσις ἐκεῖ ὅπου λείπει ἡ ψυχή!… Καὶ ποῦ εἶναι οἱ δόκιμοι ποιηταί μας;… Καὶ ἂν τοιοῦτοι ὑπάρχουν, αὐτοὶ ἐνδιαφέρονται περισσότερον διὰ τὸν Νὶτς καὶ τὸν Ἴψεν παρὰ διὰ τὰ κατ᾿ αὐτοὺς σκουργιασμένα ᾿ντόπια πράγματα!…
Ἄλλως, διὰ νὰ γίνουν νέα θρησκευτικὰ ᾄσματα, πρέπει νὰ γίνῃ πρῶτα καὶ νέα θρησκεία… Ἂς δοκιμάσουν λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ὀνειροπολοῦν αὐτὰ νὰ κάμουν θρησκείαν χειροποίητον, θρησκείαν γιὰ τὰ κέφια τους, καὶ τότε θὰ καταλάβουν καὶ οἱ ἴδιοι πόσον εἶναι μωροὶ καὶ τυφλοί.
Εἴπομεν ὅτι διὰ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καὶ τοῦ λογαοιδικοῦ αὐτῆς τρόπου κατέστησαν γνωριμώτερα εἰς τὰς ἀκοὰς καὶ τὰ λόγια τῶν θείων Εὐαγγελίων, ὡς καὶ τοῦ Ἀποστόλου. Ὁ λογαοιδικὸς οὗτος τρόπος τῆς ἀπαγγελίας, εἶναι ἀρχαιότατος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ εἶναι γνησίως Ἑλληνικός, ὅπως φαίνεται καὶ εἰς τὰ παλαιὰ δράματα. Ἐκ τούτου παρέλαβον καὶ οἱ Δυτικοὶ τὸ παρ᾿ αὐτοῖς plain – chant.
Ὁ τρόπος οὗτος τῆς ἀπαγγελίας, διὰ τῆς παρατάσεως ὅλων μὲν τῶν συλλαβῶν, ἀλλὰ μάλιστα τῆς καταλήξεως ἑκάστης περιόδου ἢ ἑκάστου κώλου, σημαίνει καὶ μιμεῖται τὸ κήρυγμα, ἤτοι τὴν φωνὴν τοῦ κήρυκος, καὶ ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει».
Εἶναι ἄρα τὸ λογαοιδικὸν τοῦτο μέλος κανονικώτατον ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ ἀνήκει εἰς τὸν πλ. δ´ ἢ τὸν βαρὺν ἦχον. Ἐθίζεται δὲ ν᾿ ἀπαγγέλληται ὁ μὲν Ἀπόστολος μετά τινος ποικιλίας τόων καὶ φθόγγων, τὸ δὲ Εὐαγγέλιον ἁπλούστερον καὶ ὅλως ἀπερίττως.
Οἱ περὶ πάντα ἐπιπόλαιοι καὶ ἀταλαίπωροι νεωτερισταὶ κατέκριναν καὶ τὸ λογαοιδικὸν τοῦτο μέλος καὶ εἶπαν ὅτι τοῦτο εἶναι «ἐπίρρινον» δῆθεν καὶ κακόζηλον. Εὗρον δὲ καί τινας καινοτόμους ἱερεῖς, οἵτινες πεισθέντες εἰς τὰς εἰσηγήσεις τῶν ξενοφρόνων ἐκείνων, κατήργησαν αὐθαιρέτως τὸν λογαοιδικὸν τρόπον καὶ ἀπαγγέλλουσι τὰς περικοπὰς τῶν θείων ρημάτων δι᾿ ἁπλῆς ἀναγνώσεως. Εἰς τοὺς τοιούτους ἱερεῖς πρέπει ν᾿ ἀπαγορευθῇ ἁρμοδίως ἡ καινοτομία αὕτη.
Β´
Ὁ ἐθνικὸς χορὸς καὶ ἡ Μουσικὴ
Ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ περισωθῇ ἐκ στοματικῆς παραδόσεως ἡ Μουσικὴ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων· ἄρα ἡ Βυζαντινὴ εἶναι μεσαιωνικὴ καὶ ἀφόρητος εἰς τὰ ἀριστοκρατικὰ ὦτα τῶν παρ᾿ ἡμῖν νεοπλούτων.
Ἀλλὰ δὲν ἐσώθη ἐπὶ ἀρχαίων ἀγγείων τὸ σχῆμα καὶ ὁ τρόπος τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς ὀρχήσεως; Δὲν φαίνεται ὅτι ὁ τσάμικος καὶ ὁ συρτὸς καὶ ὁ καλαματιανὸς εἶναι ὅμοιοι μὲ τὸν κύκλιον καὶ τὸν πυρρίχιον τῶν παλαιῶν μας προγόνων; Διατί τότε ἀπορρίπτουσι τὸν ἐντόπιον, τὸν ἐν κύκλῳ καὶ γραφικότητι καὶ πλαστικότητι σωμάτων χορόν, καὶ ἀσπάζονται τὸν ξενικόν, τὸν κατὰ ζεύγη;
Ἁπλούστατα· διότι τοὺς ἀρέσει ὁ πολιτισμὸς τῶν Ἑσπερίων, καὶ μόνον πρὸς τὸ θεαθῆναι ἐπιτηδεύονται ὅτι εἶναι θαυμασταὶ δῆθεν τοῦ ἀρχαίου περικαλλοῦς κόσμου.
Εἶναι ἴδιον τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ἡ ἐν μέτρῳ καὶ λογικῇ προσέγγισις τῶν δύο φύλων, ὁ δὲ ἄγαν συγχρωτισμός, ὅπως φαίνεται εἰς τὴν κατὰ ζεύγη ὄρχησιν, ἰδιάζει εἰς τὸν πολιτισμὸν τῆς Δύσεως. Εἰς πανηγυρικὸν δεῖπνον ἐν ἑλληνικῇ οἰκίᾳ, φέρ᾿ εἰπεῖν, καθέζονται ἄνδρες καὶ γυναῖκες εἰς δύο ἡμικύκλια ἀπέναντι ἀλλήλων. Μόνον παρ᾿ Ἀσιανοῖς, αἱ γυναῖκες ζῶσαι περιωρισμέναι δὲν ἐμφανίζονται πρὸ τῶν ἀνδρῶν, συνηθίζονται δὲ δικτυωτὰ καὶ καλύπτραι. Ταῦτα εἶναι τὸ ἓν ἄκρον. Τὸ ἄλλο ἄκρον ἀπαντᾷ εἰς τὰ ἤθη τῶν Ἑσπερίων. Εἰς γεῦμα ἐν εὐρωπαϊκῇ οἰκίᾳ, ἕκαστος τῶν ἀνδρῶν ὁδηγεῖ μίαν γυναῖκα (ὄχι ποτὲ τὴν ἰδικήν του, πρὸς Θεοῦ!) εἰς τὴν τράπεζαν, ὅπου παρακαθίζουσιν οἱ δαιτυμόνες ἐναλλάξ, εἷς ἀνήρ, μία γυνή, καθότι οὕτω ἀποτελεῖται, λέγουσι, σωστὴ ἀνθοδέσμη. Ὁποῖον φραγκικὸν ἄρωμα ἀναδίδει αὕτη, καὶ πόσον χαρακτηριστικὸν εἶναι, πράγματι, τὸ ἀέναον τοῦτο ζευγάρωμα καὶ ἀναζευγάρωμα!
Ἀφ᾿ ἑτέρου, ὁ Ἑλληνικὸς πολιτισμός, ὅπως καὶ ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμὸς καὶ αὐτὸ τὸ πρέπον καὶ ὁ ὀρθὸς λόγος, θέλουσι τὴν ἐν μέτρῳ προσπέλασιν καὶ παρρησίαν τῶν δύο φύλων· ὄχι τὸ ἄγριον καὶ ἀπρόσιτον τῶν Ἀσιανῶν, ὅπερ εἶναι μᾶλλον ἐπικίνδυνον, ἀλλὰ τὴν μετὰ συστολῆς καὶ σεβασμοῦ ἐπικοινωνίαν. Διὰ τοῦτο ἐφυλάχθη παρ᾿ Ἕλλησιν ὁ ἁγνότερος οἰκογενειακὸς βίος καὶ ἡ τιμὴ τῆς γυναικός, ἔμεινε δὲ ἀσφαλὴς καὶ ἄσυλος μέχρις ὀγδόου βαθμοῦ ἡ συγγενικὴ στοργή, ὅπως καὶ ἡ κοινωνικὴ καὶ
οἰκογενειακὴ ἀλληλεγγύη, ἐνῷ ἔξω τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλληνικῶν κοινωνιῶν, ἐπισήμως καθιερωθείσης τῆς αἱμομειξίας, μεγάλη σύγχυσις ἐπῆλθε, καὶ διαφθορὰ ἠθῶν· ἐντεῦθεν ἐκφυλισμὸς καὶ βαθεῖα κοινωνικὴ νόσος.
Αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἤθη πρὸ πολλοῦ ἤρχισαν, καὶ ἐξακολουθοῦν ἀκόμη διαρκῶς νὰ μᾶς εἰσάγωσιν εἰς τὰς Ἀθήνας. Ὅπως δὲν ἀσπάζονται τὸν Ἐθνικὸν χορόν, ἴσως διότι δὲν εἶναι ἀρκετὰ συγχρωτιστικὸς τῶν μελῶν, οὕτω ἀπορρίπτουσι καὶ τὴν Ἐθνικὴν μουσικήν, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἀρκετὰ γαργαλιστικὴ τῶν ὤτων. Καὶ ἂν ἦτο δυνατὸν ἐπιστημονικῶς ν᾿ ἀποδειχθῇ ὅτι ἡ Βυζαντινὴ εἶναι αὐτούσιος ἡ μουσικὴ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, πάλιν οἱ Λεβαντῖνοι θὰ τὴν ἀπέρριπτον, τάχα ὡς ἀπηρχαιωμένην καὶ ἔξω τῆς μόδας. Διότι, ὅπως εἶναί τις ἱκανὸς νὰ αἰσθανθῇ καὶ ἐκτιμήσῃ πρᾶγμα τόσον ἁβρόν, ὅσον ἡ Βυζαντινὴ μουσική, πρέπει νὰ ἔχῃ ἢ ἁπλότητα ἢ λεπτότητα. Ἀλλ᾿ ἡ παρ᾿ ἡμῖν ψευδοαριστοκρατία τὴν μὲν ἁπλότητα, δυστυχῶς, ἀπώλεσε πρὸ πολλοῦ, εἰς βαθμὸν δέ τινα λεπτότητος οὐδέποτε κατώρθωσε νὰ φθάσῃ.
Ἄλλως, ἡ Βυζαντινὴ μουσικὴ εἶναι τόσον Ἑλληνικὴ ὅσον πρέπει νὰ εἶναι. Οὔτε ἡμεῖς τὴν θέλομεν, οὔτε τὴν φανταζόμεθα, ὡς αὐτὴν τὴν μουσικὴν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ἀλλ᾿ εἶναι ἡ μόνη γνησία καὶ ἡ μόνη ὑπάρχουσα. Καὶ δι᾿ ἡμᾶς, ἐὰν δὲν εἶναι ἡ μουσικὴ τῶν Ἑλλήνων, εἶναι ἡ μουσικὴ τῶν Ἀγγέλων.
(1903)
http://www.papadiamantis.org/works/88-epiloipa/470-6-moysikologika