Λίγο πριν από τις εκλογές του 1993 κι ενώ το ΠΑΣΟΚ επανερχόταν υπό τον γηραιό Ανδρέα Παπανδρέου πλησίστιο στην εξουσία, μια μικρή παραφωνία ήταν αρκετή για να προκαλέσει ανησυχία και να σημάνει συναγερμό.
από τον Ανδρέα Καψαμπέλη
Η δήλωση του φέρελπι τότε υποψήφιου στην Α’ Αθηνών Παντελή Οικονόμου για τη φορολόγηση των repos ως μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης, όταν δεν φορολογούνταν τότε ούτε οι καταθέσεις, έκανε έξαλλο τον Παπανδρέου. Με δύο διαδοχικές ρητές και κατηγορηματικές δηλώσεις το απέκλεισε και αποκήρυξε «τον κ. Οικονόμου για τις προσωπικές απόψεις που διατύπωσε».
Στο μεταξύ ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, επί των ημερών του οποίου το δημόσιο χρέος είχε ήδη εκτιναχθεί στο 111,6% επί του ΑΕΠ, ζητούσε και τα ρέστα και θορυβούσε ότι «ο κ. Οικονόμου και το ΠΑΣΟΚ θα φορολογήσουν τα repos». Στις 10 Οκτωβρίου το ΠΑΣΟΚ θριάμβευσε με 46,88%, ο Π. Οικονόμου βούλιαξε και χρειάστηκε να περιμένει μια τριετία για να μπει στη Βουλή, και ο Κων. Μητσοτάκης παραιτήθηκε μετά την εκλογική του συντριβή…
Σχεδόν 30 χρόνια αργότερα, ο ΣΥΡΙΖΑ (που δεν θυμίζει με τίποτα ΠΑΣΟΚ του 1993 και παλεύει, τουναντίον, με νύχια και με δόντια να κρατηθεί πλέον στα επίπεδα του 20% χωρίς να μεγαλώσει κι άλλο το χάσμα από τη Ν.Δ.) και το ΠΑΣΟΚ (που πασχίζει να ξαναγίνει, από απόκομμα, κόμμα διψήφιου ποσοστού) καταφέρνουν να βάζουν τα χέρια τους και να βγάζουν μόνοι τα μάτια τους.
Τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία μάλιστα μαλώνουν και για το ποιο αποτελεί τον πιο αυθεντικό κληρονόμο του Ανδρέα Παπανδρέου, δεν διδάχθηκαν τελικά ούτε τα πιο στοιχειώδη από αυτόν. Αγνοώντας τον βασικό κανόνα πολιτικής επικοινωνίας ότι κατά την προεκλογική περίοδο δεν γίνεται συζήτηση για αύξηση φόρων, υπέπεσαν και σε ένα άλλο, πιο ολέθριο, σφάλμα τακτικής και στρατηγικής. Εδωσαν τον χώρο και το περιθώριο στον Κυριάκο Μητσοτάκη να αντιστρέψει τους ρόλους και ενώ, όπως όλα δείχνουν, ο ίδιος θα βρίσκεται εκ νέου στο Μέγαρο Μαξίμου μετά τις 25 Ιουνίου, να τους κατηγορεί για αυτά που θα «κάνουν» χωρίς να… γίνουν κυβέρνηση!
Θα μπορούσε να αντιτάξει -και εύλογα- κανείς ότι λίγους μήνες ύστερα από εκείνη τη διάψευση το μακρινό 1993 ακολούθησε -στις 19 Απριλίου 1994- η ανακοίνωση της φορολόγησης των repos από τον τότε υπουργό Οικονομικών Αλέκο Παπαδόπουλο. Τέσσερα χρόνια μετά υπήρξε πάλι απαλλαγή τους για να επανέλθει με 7% η φορολογία το 2002 από τον τότε υπουργό Εθνικής Οικονομίας και (πολιτικό τέκνο του Κ. Σημίτη) Νίκο Χριστοδουλάκη. Είναι ο ίδιος που έχει οριστεί τώρα από τον Ν. Ανδρουλάκη επικεφαλής του οικονομικού προγράμματος του ΠΑΣΟΚ, ξυπνώντας ευχάριστες μνήμες του (περισσότερο νεοφιλελεύθερου και λιγότερο κοινωνικού) «εκσυγχρονιστικού» παρελθόντος.
Τόσο η Κουμουνδούρου όσο και η Χαριλάου Τρικούπη προσπαθούν επίσης να αμυνθούν, υποστηρίζοντας ότι η Ν.Δ. καταφεύγει είτε σε fake news είτε στη χρήση «μονταζιέρας» για να διαστρεβλώσει τις θέσεις και τα προγράμματά τους. Αυτό όμως καταλογίζεται από τα έμπειρα στελέχη και των δύο χώρων ως ένα ακόμη σφάλμα των επιτελείων, που, γνωρίζοντας αυτή την κακή συνήθεια της οδού Πειραιώς, όφειλαν να είναι ακόμη πιο προσεκτικά στη διαχείριση της κατάστασης. Ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ τα παθήματα με τον Γ. Κατρούγκαλο και τη Θ. Φωτίου, παραμονές των εκλογών της 21ης Μαΐου, φαίνεται ότι δεν έγιναν -ούτε από επικοινωνιακής πλευράς- μαθήματα, ενώ στο ΠΑΣΟΚ ανέλαβαν να επικοινωνήσουν τέτοια δύσκολα θέματα νέα στελέχη που αποδείχθηκαν όμως εντελώς άπειρα σε βαθμό που ακόμη και ένα σαρδάμ, όπως με την Ελ. Χρονοπούλου, να αποδειχθεί καταστροφικό.
Και επειδή, αν μη τι άλλο, η Ν.Δ. έχει δείξει ότι κάνει με τους μηχανισμούς της σκληρό -και πολλές φορές εκτός κανόνων- παιχνίδι στο πολιτικό και το εκλογικό γήπεδο, αυτό που δεν έχει εξηγηθεί επαρκώς είναι γιατί τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ έσπευσαν να αναφερθούν σε αυξήσεις φορολογίας, την ώρα μάλιστα που τα κόμματά τους δεν διεκδικούν την κυβερνητική εξουσία. Αν δεν ήταν στις προθέσεις τους και έπεσαν σε παγίδες, ακόμη χειρότερα γι’ αυτούς…
Μια τέτοια συζήτηση προγραμματικού χαρακτήρα θα είχε νόημα ως στάση ευθύνης και ειλικρίνειας απέναντι στο εκλογικό σώμα εάν το διακύβευμα της 25ης Ιουνίου ήταν ο σχηματισμός μιας άλλης κυβέρνησης. Αυτό όμως έχει λήξει από τις 21 Μαΐου και πρακτικά το μόνο ζητούμενο για τις επόμενες κάλπες είναι το εύρος της αυτοδυναμίας που διεκδικεί ο Κ. Μητσοτάκης. Επομένως το δικό του κυβερνητικό πρόγραμμα θα έπρεπε να βρίσκεται στο εκλογικό μικροσκόπιο.
Άλλωστε, μετά την εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Τσίπρας παραδέχεται ότι η μάχη δίνεται για να είναι όσο γίνεται λιγότερο δυσμενείς οι συσχετισμοί της επόμενης ημέρας και να αποτραπεί η παντοδυναμία της Ν.Δ. Από τη δική του πλευρά, ο κ. Ανδρουλάκης έχει ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι δεν θα συγκυβερνήσει με τον κ. Μητσοτάκη, ακόμη κι αν του λείπουν δυο τρεις βουλευτές, επαναφέροντας μάλιστα στην τάξη νεοεκλεγείσα βουλευτή (τη Μιλ. Αποστολάκη) που είχε αφήσει ανοιχτό ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Επίσης, έχει καταστήσει σαφές ότι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι μέσα στην επόμενη τετραετία να ανακαταλάβει τον χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αυτό που δείχνουν παράλληλα να τους διαφεύγει τα στελέχη της αντιπολίτευσης είναι ότι ιδιαίτερα από την περίοδο των Μνημονίων η ελληνική κοινωνία έχει υποστεί αλλεπάλληλους οικονομικούς «βιασμούς», έχοντας χάσει πλήρως την εμπιστοσύνη της προς τα κόμματα εξουσίας, που συστηματικά άλλα λένε προεκλογικά και άλλα (χειρότερα) πράττουν μετεκλογικά.
Ετσι, όσο καλές και να είναι (αν είναι…) οι προθέσεις, κάθε συζήτηση ή και υπαινιγμός για φόρους ξυπνά εφιαλτικές μνήμες και τροφοδοτεί όλα τα ανακλαστικά της καχυποψίας. Αρκεί να αναφερθεί μόνο ότι, ενώ ο ΕΝΦΙΑ που αντικατέστησε το έκτακτο ειδικό τέλος ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών (ΕΕΤΗΔΕ) επιβλήθηκε σε συμφωνία με τους δανειστές ως… προσωρινός μνημονιακός φόρος, τώρα έρχεται (πάλι) το ΠΑΣΟΚ να προαναγγείλει τη μονιμοποίησή του και ενδεχομένως και την αύξησή του!
Αυτογκόλ ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ! Στο απυρόβλητο η Ν.Δ. για τον «Αρμαγεδδώνα» που έρχεται
Το μεγαλύτερο αυτογκόλ που κατάφεραν να βάλουν πάντως οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ είναι ότι επέτρεψαν στον κ. Μητσοτάκη να τις κατηγορεί για φορομπηχτικές πολιτικές που θέλουν να επαναφέρουν, μένοντας εκείνος στο απυρόβλητο για τον οικονομικό Αρμαγεδδώνα που έρχεται τους επόμενους μήνες. Οταν μάλιστα είναι σαφές πια ότι οι εκλογές της 21ης Μαΐου κερδήθηκαν σε μεγάλο βαθμό με τα επιδόματα, τις επιστρεπτέες προκαταβολές, τις επιδοτήσεις και γενικότερα το άφθονο χρήμα που μοιράστηκε, ο κ. Μητσοτάκης κινείται με ανάλογη τακτική και υποσχεσιολογία εν όψει της 25ης Ιουνίου.
Κόντρα σε αυτή τη μακαριότητα, όμως, τα σύννεφα στον οικονομικό ορίζοντα της Ευρώπης βαραίνουν ολοένα και περισσότερο, ενώ ήδη οι εντολές για χώρες όπως η δική μας περιλαμβάνουν νέα δημοσιονομική προσαρμογή, περικοπή δαπανών, τέλος των επιδοτήσεων, αυστηρά πρωτογενή πλεονάσματα, κατάργηση ευνοϊκών ρυθμίσεων, επιτάχυνση των πλειστηριασμών για τα κόκκινα δάνεια κ.λπ.
Κάτι σαν επικαιροποιημένο μνημόνιο, έστω κι αν δεν θα ονομάζεται έτσι. Θεωρείται λίαν πιθανόν -έως βέβαιο- μάλιστα ότι ο κ. Μητσοτάκης θα υποχρεωθεί -ως πρωθυπουργός και πάλι- να διαχειριστεί κατά τη νέα τετραετία την οικονομική μαυρίλα που έρχεται κατά τρόπο εντελώς αντίστροφο με τα μεγάλα λόγια που εξακολουθεί να μοιράζει για να επαυξήσει την αυτοδυναμία του. Και με τα συνεχή λάθη της η αντιπολίτευση τον έχει αφήσει να αλωνίζει μόνος…