Ο τομέας της Εθνικής Αμυνας και ειδικότερα τα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης για τον επανεξοπλισμό ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων αποτέλεσαν μεν πεδίο προεκλογικής διασταύρωσης επιχειρημάτων μεταξύ των κομμάτων, αλλά όχι θέμα ουσιαστικής συζήτησης. Εξ αντικειμένου, σε μια προεκλογική περίοδο, η αντιμετώπιση των συγκεκριμένων ζητημάτων δεν μπορεί να επεκταθεί σε βάθος, ενώ κατανοητή είναι και η τάση αξιοποίησής τους με γενικού περιεχομένου συνθηματολογία.
Του Περικλή Ζορζοβίλη
Ο νικητής των εκλογών της 21 Μαΐου 2023 Κυριάκος Μητσοτάκης, αφού πρώτα απαρίθμησε τα κατ’ αυτόν επιτεύγματα της κυβέρνησης, δεσμεύθηκε για συνέχιση της προσπάθειας επανεξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων. Μάλιστα, έκανε συγκεκριμένη αναφορά σε εμβληματικά προγράμματα, όπως αυτά της προμήθειας του μαχητικού πέμπτης γενιάς F-35A Lightning II για την Πολεμική Αεροπορία, της τελικής επιλογής του τύπου της κορβέτας για το Πολεμικό Ναυτικό, της προμήθειας νέων ελικοπτέρων και τεθωρακισμένων.
Η πολιτική αυτή απόφαση ως γενική κατεύθυνση είναι αδιαμφισβήτητα ορθή, καθώς όποια ύφεση παρουσιάστηκε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις από τους σεισμούς του Φεβρουαρίου και μετά ήταν άλλη μια φορά συγκυριακή. Σε κάθε περίπτωση, το μέλλον θα καθορίσουν οι επιθυμίες της Τουρκίας που έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ελάχιστα 24ωρα πριν από τις επαναληπτικές εκλογές στην Τουρκία οι Ερντογάν, Τσαβούσογλου, Ακάρ και Σοϊλού εξαπέλυσαν νέα λεκτικά πυρά και απειλές κατά της χώρας μας, επαναφέροντας στο προσκήνιο το σύνολο των διεκδικήσεων και θέτοντας απροσχημάτιστα θέμα του διαμοιρασμού του πλούτου του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου. Την ίδια χρονική πεδίο η Τουρκία πραγματοποίησε και δεύτερη δοκιμαστική εκτόξευση του βαλλιστικού βλήματος TAYFUN, κατασκευής της εταιρίας Roketsan, ενώ διατυπώθηκε και η επιθυμία ναυπήγησης νέου, μεγαλύτερου αεροπλανοφόρου.
Οι εξελίξεις δεν αφήνουν κανένα περιθώριο εφησυχασμού στην ελληνική πλευρά και η συνέχιση της προσπάθειας ενίσχυσης των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων θα πρέπει να συνεχιστεί.
Ομως για τη μεγιστοποίηση της επιστροφής της επένδυσης και την επίτευξη βιώσιμης εθνικής άμυνας είναι εξαιρετικά σημαντικό να αρχίσει ουσιαστική δημόσια συζήτηση τόσο για τα κριτήρια επιλογής των πλατφορμών όσο και για το κόστος των επιλογών. Το ίδιο ισχύει και για τη συμμετοχή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Πολλοί έχουν αναγάγει την ίδρυση υφυπουργείου Αμυντικής Βιομηχανίας ή γενικής γραμματείας σε καταλύτη για την ουσιαστική αναγέννηση και την ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας, αλλά το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό.
Απούσα είναι επίσης οποιαδήποτε ουσιαστική συζήτηση που αφορά ποιες πρέπει να είναι οι ορθολογικές εξοπλιστικές προτεραιότητες, με στόχο να μεγιστοποιηθεί το αποτέλεσμα στο επίπεδο της ενίσχυσης της εθνικής αποτρεπτικής ικανότητας έναντι της Τουρκίας. Ενα αποτέλεσμα που περιλαμβάνει τόσο το καθαρά επιχειρησιακό επίπεδο -ποιες επιπλέον δυνατότητες με ποιο κόστος- όσο και αυτό της εικόνας. Το δεύτερο διερμηνεύεται με όρους άσκησης επιρροής στον αντίπαλο. Εάν και σε ποιον βαθμό επηρεάζεται η αντίληψη της ηγεσίας του, περί του εφικτού και της εν γένει αποτελεσματικότητας της στρατηγικής του στρατιωτικού καταναγκασμού, καθώς επίσης και η εξ αντανακλάσεως επήρεια στο ηθικό της κοινωνίας του αντιπάλου. Πρόκειται για δύο παράγοντες που έχουν μεγαλύτερη σημασία όταν ο αντίπαλος έχει τα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της Τουρκίας.
Επιπρόσθετα, είναι εξαιρετικά κρίσιμο η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου να εκκινήσει άμεσα διαδικασία αντίστοιχης της Αμυντικής Στρατηγικής Αναθεώρησης του 2001. Σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα μετά, ουδεμία αντίστοιχη διαδικασία σε στρατηγικό και επιχειρησιακό επίπεδο έχει αναληφθεί και δυστυχώς είναι εμφανής η ένδεια ελληνικής πρωτότυπης στρατιωτικής σκέψης. Η αναπαραγωγή – κακέκτυπη αντιγραφή οργανωτικών δομών και επιχειρησιακών δογμάτων που ήδη βρίσκονται σε ταχεία αποδρομή, ο υπερσυγκεντρωτισμός, η εντυπωσιακά επίμονη τάση σε πολυεπίπεδες δομές διοίκησης και ο εξίσου εντυπωσιακός υπερπληθυσμός ανώτατων αξιωματικών είναι μερικά από τα πιο ισχυρά εμπόδια που αντιμετωπίζει η μετεξέλιξη των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Με δεδομένη λοιπόν τη σαφή δέσμευση του πρωθυπουργού περί συνέχισης των εξοπλιστικών προγραμμάτων, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας, με ονομαστική αναφορά σε συγκεκριμένα προγράμματα, αξίζει να εξεταστούν οι εξελίξεις και κάποιες ειδικές παράμετροι αυτών.
Η στρατηγική σημασία των F-35 και το υπέρογκο κόστος τους
Το F-35A Lightning II της αμερικανικής Lockheed Martin, το αποτέλεσμα ενός κολοσσιαίου προγράμματος ανάπτυξης και παραγωγής που εκτείνεται σε δεκαετίες, εξελίσσεται στο μαχητικό αεροσκάφος που θα αποτελέσει την αιχμή του δόρατος των δυνάμεων του ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας. Τα ιδιαίτερα επιχειρησιακά και τεχνικά χαρακτηριστικά του αιτιολογούν τη διαρκή αύξηση της ζήτησης, αλλά εξίσου πολύ καθοριστικό είναι και το γεωπολιτικό αποτύπωμά του. Καθεμία από τις 17 χώρες που έχουν ήδη αποκτήσει το F-35 δεν έχει αποκτήσει μόνο την πλατφόρμα που μετουσιώνει στην πράξη τη διαλειτουργικότητα στην αεροπορική ισχύ του NATO, αλλά ταυτόχρονα και την επιβεβαίωση του ρόλου του στρατηγικού εταίρου – συμμάχου των ΗΠΑ. Αφήνοντας κατά μέρος όποιες ενστάσεις στο επιχειρησιακό επίπεδο μπορεί να προβάλλονται από διάφορες πλευρές, η εξέταση της προμήθειας θα πρέπει να γίνει από τη γεωπολιτική και την οικονομική οπτική γωνία. Στο πρώτο σκέλος, προφανώς η προαναφερθείσα υιοθέτηση του μαχητικού από πολύ μεγάλο αριθμό συμμαχικών αεροπορικών δυνάμεων διαμορφώνει μια «αεροπορική ελίτ» στο επίπεδο του ΝΑΤΟ, από την οποία καλό θα ήταν η Ελλάδα να μην απουσιάζει, ενώ και η επιβεβαίωση του ρόλου ως στρατηγικού εταίρου – συμμάχου των ΗΠΑ αποτελεί παράμετρο η οποία δεν μπορεί να υποτιμηθεί.
Ωστόσο, πρόκειται για ένα αεροσκάφος το κόστος κύκλου ζωής του οποίου είναι ιδιαίτερα αυξημένο. Επί χρόνια η κατασκευάστρια εταιρία δηλώνει ότι βρίσκεται σε προσπάθεια για τη δραστική μείωση του κόστους ανά ώρα πτήσης, σε συνεργασία με υπουργείο Αμυνας των ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, ενώ στο μοναδιαίο κόστος προμήθειας έχει επέλθει μείωση της τιμής, εντούτοις τα ίδια αποτελέσματα δεν έχουν επιτευχθεί στην υποστήριξη και τη συντήρηση. Η προηγούμενη κυβέρνηση Μητσοτάκη απέρριψε μεν με κατηγορηματικό τρόπο τα προγράμματα ασφάλειας εφοδιασμού και πληροφοριών (SSI) για τις υποδομές και την εγχώρια βιομηχανική συμμετοχή, όμως πριν υπογράψει την επιστολή προσφοράς και αποδοχής (LOA) η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου οφείλει να απευθυνθεί σε χώρες χρήστες του μαχητικού, ώστε να διαπιστώσει την άμεση σχέση μεταξύ συντήρησης, υποστήριξης και εγχώριας βιομηχανικής συμμετοχής.
Το πρόγραμμα των κορβετών και η τέταρτη φρεγάτα FDI-HN
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα των νέων κορβετών, η δήλωση της ιταλικής πλευράς για το μέλλον του αγωγού φυσικού αερίου EastMed με την οποία η υλοποίηση του σχεδίου ετέθη υπό την προϋπόθεση επίτευξης συμφωνίας με την Τουρκία μπορεί βάσιμα να εκτιμηθεί ότι δυσχεραίνει την προσπάθεια προώθησης των FCX-30 Doha της Fincantieri στο Πολεμικό Ναυτικό. Οι νέες κορβέτες αποτελούν εμβληματικής σημασίας πρόγραμμα και η προοπτική επιλογής της ιταλικής πρότασης είχε συνδεθεί με την υπογραφή παρεμφερούς συμφώνου στρατηγικής συνεργασίας στην άμυνα και την ασφάλεια με το ελληνογαλλικό.
Η κυβέρνηση, που δεν έχει κρύψει την ιδιαίτερη στάθμιση που έχει στις εξοπλιστικές της αποφάσεις ο γεωπολιτικός παράγοντας, επιθυμούσε τη σύμπηξη μιας «ευρωπαϊκής συμμαχίας του Νότου», στόχο τον οποίο υιοθετούσε και επιδίωκε και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. Με δεδομένο το έντονο ενδιαφέρον της γαλλικής πλευράς που έπαιξε δυνατά το γεωπολιτικό χαρτί όπως επιθυμούσε η Ελλάδα, θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι αποκτά προβάδισμα, δεδομένου και του βάσιμου επιχειρήματος περί ομοιοτυπίας των κορβετών Gowind της Group Naval με τις φρεγάτες FDI HN (Belharra). Από την άλλη πλευρά, όμως, και στο επίπεδο της βιομηχανικής συνεργασίας έχει αρχίσει να εκδηλώνεται μεταξύ ελληνικών εταιριών δυσαρέσκεια κατά της Naval Group, είτε για τη μη συνέχιση ανάθεσης συμβάσεων είτε για την ανάθεση συμβάσεων πολύ μικρότερου όγκου έργου και οικονομικού μεγέθους σε σχέση αυτά που είχαν αρχικά συζητηθεί.
Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι, μετά τις ανακοινώσεις κατά τη διάρκεια της πρόσφατης διεθνούς έκθεσης αμυντικών συστημάτων DEFEA, έχουν διαμορφωθεί δύο διακριτά ανταγωνιστικά «στρατόπεδα», των Naval Group και Ναυπηγείων Σκαραμαγκά (Προκοπίου), από τη μία, και των Fincantieri και ONEX (Ναυπηγεία Ελευσίνας), από την άλλη. Γίνεται δε εύκολα αντιληπτό ότι η επιλογή της σχεδίασης θα έχει σημαντικές συνέπειες στη διαμόρφωση του εγχώριου σκηνικού της ναυπηγικής βιομηχανίας.
Καταφανώς αρνητική εξέλιξη για το Πολεμικό Ναυτικό μπορεί να θεωρηθεί η εξαφάνιση από τη δημόσια ρητορική για τα μελλοντικά προγράμματα του δικαιώματος προαίρεσης για την τέταρτη φρεγάτα FDI-HN, με τον υπουργό Εθνικής Αμυνας να ομολογεί ότι η άσκησή του είναι δύσκολη για οικονομικούς λόγους. Δυστυχώς, όπως συμβαίνει και στο πρόγραμμα των νέων κορβετών, που η αρχική απαίτηση ήταν για τρεις με επιπλέον μία ως δικαίωμα προαίρεσης, η δυνατότητα της εθνικής οικονομίας να υποστηρίξει τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων αποδεικνύει, άλλη μια φορά, τον καθοριστικό της ρόλο. Η ανάπτυξη ισχυρής αμυντικής ικανότητας που να μπορεί να ανταποκριθεί σε απειλές, κινδύνους και προκλήσεις του περιβάλλοντος ασφαλείας της χώρας δεν είναι δρόμος ταχύτητας αλλά μαραθώνιος, και η βιωσιμότητα του εγχειρήματος εξαρτάται άμεσα από την οικονομική και την κοινωνική ευμάρεια, καθώς και τη μεγιστοποίηση της εγχώριας συμμετοχής σε κάθε επίπεδο.
Νέα ελικόπτερα και τεθωρακισμένα
Πρόκειται για δύο εξοπλιστικά προγράμματα που κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για τις εκλογές της 21ης Μαΐου αναφέρθηκαν ονομαστικά από τον απερχόμενο πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Το πρώτο αφορά τη χωρίς διαγωνιστική διαδικασία (δηλαδή ουσιαστικά με απευθείας ανάθεση) προμήθεια νέων ελικοπτέρων γενικής χρήσης UH-60M Blackhawk για τις ανάγκες του Στρατού Ξηράς και της Πολεμικής Αεροπορίας μέσω διακρατικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ. Περί τις αρχές του περασμένου Απριλίου απεστάλη στις αρμόδιες αμερικανικές Αρχές η μη δεσμευτική ελληνική επιστολή αιτήματος (LOR) που αφορά την προμήθεια 35 ελικοπτέρων UH-60M για τον Στρατό Ξηράς (24+11 ως δικαίωμα προαίρεσης) και επιπλέον 25 ελικοπτέρων του ιδίου τύπου ως επιπρόσθετο (!) δικαίωμα προαίρεσης, με δικαίωμα άσκησης 18 μηνών από την υπογραφή της Επιστολής Προσφοράς και Αποδοχής (LOA). Η προμήθεια προκάλεσε ισχυρότατες τριβές μεταξύ των Γενικών Επιτελείων Εθνικής Αμυνας (ΓΕΕΘΑ) και Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας (ΓΕΑ), καθώς το δεύτερο έκρινε ότι το UH-60M δεν ικανοποιεί τις επιχειρησιακές και τεχνικές απαιτήσεις και αναζητεί άλλου τύπου ελικόπτερο για τις αποστολές έρευνας και διάσωσης (SAR) και έρευνας και διάσωσης μάχης (CSAR).
Tο πρόγραμμα προμήθειας των UH-60M προωθείται με ταχείς ρυθμούς, ενώ άλλα προγράμματα πολύ μικρότερου κόστους που μπορούν να αποκαταστήσουν τις διαθεσιμότητες ελικοπτέρων που ήδη βρίσκονται σε υπηρεσία απλώς… καρκινοβατούν. Οπως παραδείγματος χάριν η ύψους περίπου 50.000.000 ευρώ σύμβαση Εν Συνεχεία Υποστήριξης (ΕΣΥ) των ελικοπτέρων τακτικής μεταφοράς NH-90 που θα αποκαταστήσει τις διαθεσιμότητες όσων ελικοπτέρων του Στόλου δεν έχουν καθηλωθεί. Δυστυχώς, για την αποκαθήλωση του υπόλοιπου, σημαντικού μέρους του Στόλου, απόρροια μακροχρόνιας εγκατάλειψης, απαιτούνται πρόσθετες πιστώσεις. Ας αναφερθεί εδώ ότι από τις 7 Ιουνίου 2011 που τα δύο πρώτα ελικόπτερα του τύπου αφίχθησαν στην Ελλάδα μέχρι σήμερα για την υποστήριξη του Στόλου των NH-90 έχει διατεθεί το ποσό των 24.000.000 ευρώ. Παράλληλα, εκκρεμεί η παράδοση των τελευταίων τεσσάρων ελικοπτέρων του τύπου (20 χρόνια μετά την υπογραφή της σύμβασης προμήθειας), ενώ την παρούσα περίοδο, δηλαδή 12 χρόνια μετά την άφιξη των πρώτων ελικοπτέρων στη χώρα, ακόμα κατασκευάζονται τα υπόστεγα που θα τα φιλοξενήσουν!
Σε ό,τι αφορά τα τεθωρακισμένα, και ειδικότερα τα τεθωρακισμένα οχήματα μάχης (ΤΟΜΑ), κατά τη διάρκεια της πρόσφατης διεθνούς έκθεσης αμυντικών συστημάτων DEFEA έγινε γνωστό ότι το προσεχές φθινόπωρο δύο πιθανοί ανταγωνιστές, το σουηδικής προέλευσης CV-90 Mk. IV και το γερμανικής Lynx KF41, πρόκειται να υποβληθούν σε δοκιμές πεδίου στην Ελλάδα. Αραγε, πρόκειται για μία εξέλιξη που σηματοδοτεί την υλοποίηση του προγράμματος μέσω μίας τυπικής διαγωνιστικής διαδικασίας;
Είναι βέβαιο ότι το ερώτημα θα απαντηθεί στο μέλλον, αλλά θα πρέπει να επισημανθεί ότι η εξέλιξη έπεται της αποτυχημένης απόπειρας του περασμένου Οκτωβρίου για τη με συνοπτικές διαδικασίες απευθείας ανάθεση της σύμβασης στη γερμανική εταιρία Rheinmetall. Οπως είχε τότε αποκαλύψει η «δημοκρατία», η γερμανική προσφορά ανερχόταν σε 2,2 δισ. ευρώ και αφορούσε την προμήθεια 205 ΤΟΜΑ Lynx KF41 (ενδεικτική μοναδιαία τιμή: 10.730.000 ευρώ), των αναγκαίων πυρομαχικών, αρχική υποστήριξη διαρκείας ενός έτους και εν συνεχεία υποστήριξη (ΕΣΥ) για διάστημα τεσσάρων ετών. Ας σημειωθεί επίσης ότι στις 24 Μαΐου 2023 ανακοινώθηκε η σύναψη διακρατικής συμφωνίας μεταξύ Τσεχίας και Σουηδίας για την προμήθεια 246 ΤΟΜΑ CV-90 Mk. IV σε επτά εκδόσεις, αντί 22 δισ. σουηδικών κορονών (με την τρέχουσα ισοτιμία 1.904.574.563,32 ευρώ), με ενδεικτική μοναδιαία τιμή 7.740.000 ευρώ). Στο πλαίσιο της συμφωνίας οι Τσέχοι βιομηχανικοί εταίροι θα παραδώσουν το 40% (μη συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ) της αξίας της μέσω συμβάσεων ανάπτυξης, παραγωγής και συναρμολόγησης που θα τους ανατεθούν.
Η επιστροφή στη λιτότητα και η αναγκαία αλλαγή πορείας
Η από τον Ιανουάριο του 2024, λόγω της απενεργοποίησης της ρήτρας διαφυγής, επαναφορά στην ευρωπαϊκή αυστηρή δημοσιονομική «καθημερινότητα» είναι αυτονόητο ότι θα ασκήσει ισχυρές πιέσεις στους οικονομικούς πόρους που διατίθενται για την Εθνική Αμυνα και συγκεκριμένα το μέρος του Προϋπολογισμού που αφορά την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων. Εκ των πραγμάτων λοιπόν η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου θα πρέπει να αλλάξει δραματικά την προσέγγισή της. Οι με συνοπτικές διαδικασίες, κατ’ ουσία απευθείας αναθέσεις, που μέχρι σήμερα μάλλον αποτελούσαν τον κανόνα, θα πρέπει να αντικατασταθούν από διαγωνιστικές διαδικασίες ώστε μέσω ισχυρού ανταγωνισμού να επιτευχθούν η μεγαλύτερη δυνατή συμπίεση του κόστους και η μεγιστοποίηση των βιομηχανικών ανταλλαγμάτων.
Εμφαση θα πρέπει επίσης να αποδοθεί στην αποκατάσταση της διαθεσιμότητας, στην υποστήριξη και τη στοχευμένη αναβάθμιση οπλικών συστημάτων και μέσων που ήδη βρίσκονται σε υπηρεσία με ρητή υποχρέωση του αναδόχου για συνεργασία με την εγχώρια βιομηχανία, την προμήθεια προηγμένων όπλων και πυρομαχικών, και τη χρηματοδότηση επιλεγμένων προγραμμάτων έρευνας, ανάπτυξης και παραγωγής, σε τομείς όπου η εγχώρια τεχνολογική και η βιομηχανική βάση έχει αναπτύξει δυνατότητες δραστηριοποίησης και το επιχειρησιακό αποτύπωμα είναι σημαντικό.