Έξι άνδρες με άδοξο τέλος. Πώς έφυγαν από τη ζωή Μιλτιάδης, Θεμιστοκλής, Παυσανίας, Φειδίας, Θουκυδίδης και Πύρρος;
Μπορεί σήμερα να τους θεωρούμε ήρωες και σπουδαίους, να υποκλινόμαστε στα κατορθώματά τους και το μεγαλείο τους, μπορεί κάποιοι απ’ αυτούς (Μιλτιάδης, Θεμιστοκλής, Παυσανίας), να ηγήθηκαν των Ελλήνων στους (ελληνο)περσικούς πολέμους και να έχουν τεράστια συμβολή στις νίκες στον Μαραθώνα, τη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές, μπορεί ο Θουκυδίδης να θεωρείται ο μεγαλύτερος ιστορικός και ο Φειδίας, ο μεγαλύτερος γλύπτης της αρχαιότητας.
Μπορεί ο Πύρρος να είχε περάσει όλη σχεδόν τη ζωή του πολεμώντας, συχνά στη πρώτη γραμμή. Μετά τον θρίαμβο και την αποθέωση όμως, ήρθαν η αμφισβήτηση, ο φθόνος, οι αποτυχίες, η εξορία και το άδοξο τέλος. Ο μόνος απ’ όλους που δεν αντιμετώπισε κάποια κατηγορία, αλλά σκοτώθηκε σε μάχη στο Άργος, όχι όμως από εχθρικό χτύπημα αλλά από κεραμίδι που του πέταξε μια γυναίκα, ήταν ο Πύρρος…
Με το άδοξο και τραγικό σε κάποιες περιπτώσεις, τέλος έξι μεγάλων ανδρών της αρχαιότητας, θα ασχοληθούμε σήμερα.
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΡΙΑΜΒΟ ΣΤΟΝ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟ – Η ΔΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ
Ο Μιλτιάδης γεννήθηκε το 554 π. Χ. περίπου, ήταν Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός και, όπως ξέρουμε, ο βασικός συντελεστής της νίκης των Ελλήνων στον Μαραθώνα, το 490 π. Χ. Μετά τη μεγάλη αυτή επιτυχία, τιμήθηκε ιδιαίτερα από τους συμπολίτες του και, έχοντας τη συναίνεση του Δήμου, ανέλαβε την άνοιξη του 489 π. Χ. επικεφαλής μιας εκστρατείας για εκκαθάριση των νησιών των Κυκλάδων από τις περσικές φρουρές που είχαν απομείνει και να τιμωρήσει όσα νησιά είχαν συμμαχήσει με τους Πέρσες. Οι πληροφορίες για την εκστρατεία αυτή, είναι συγκεχυμένες.
Τόσο οι αρχαίοι συγγραφείς (Ηρόδοτος, Έφορος, Διόδωρος, Κορνήλιος, Νέπως, Πλούταρχος), όσο και οι νεότεροι ιστορικοί (Λεγκράν, Γκλοτς, Μπέλοχ, Μπέρβε), δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Υπάρχει μάλιστα μια άποψη, ότι ζήτησε από τους Αθηναίους 70 πλοία και στρατό, χωρίς να τους πει εναντίον ποιων θα εκστρατεύσει. Τους υποσχέθηκε απλά ότι αν τον ακολουθούσαν, θα τους γέμιζε με πλούτη. Ενθουσιασμένοι οι Αθηναίοι και έχοντάς του τυφλή εμπιστοσύνη μετά τον θρίαμβο στον Μαραθώνα, τον ακολούθησαν.
Φαίνεται ότι αφού οι Αθηναίοι αποβιβάστηκαν σε πολλά κυκλαδονήσια και έδιωξαν τις περσικές φρουρές έπλευσαν προς την Πάρο, με πρόσχημα ότι με μία τριήρη είχε βοηθήσει τους Πέρσες στον Μαραθώνα. Πολιόρκησαν το νησί και ο Μιλτιάδης ζήτησε από τους Παριανούς 100 τάλαντα για να λύσει την πολιορκία. Οι νησιώτες δεν δέχτηκαν, κλείστηκαν στην ακρόπολή τους και αντιστάθηκαν γενναία για 26 μέρες. Τότε ο Μιλτιάδης πληγώθηκε στο γόνατο και αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία. Επέστρεψε άπραγος στην Αθήνα, χωρίς να φέρει τα πλούτη που είχε υποσχεθεί. Αυτό δυσαρέστησε τους συμπολίτες του. Βρήκαν μάλιστα ευκαιρία οι Αλκμεωνίδες, αντίπαλοι του Μιλτιάδη, με επικεφαλής τον Ξάνθιππο, πατέρα του Περικλή, να τον κατηγορήσουν ότι έλυσε την πολιορκία της Πάρου γιατί δωροδοκήθηκε από τους Πέρσες.
Στη δίκη που ακολούθησε, ο Μιλτιάδης δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του καθώς το τραύμα στον μηρό είχε εξελιχθεί σε γάγγραινα και ήταν κατάκοιτος. Οι φίλοι του που ανέλαβαν να τον υπερασπιστούν, ανέφεραν τόσο τη μάχη του Μαραθώνα όσο και την κατάληψη της Λήμνου από αθηναϊκά στρατεύματα, με επικεφαλής τον Μιλτιάδη. Ο μεγάλος στρατηγός, απέφυγε τη θανατική καταδίκη, αλλά τιμωρήθηκε με πρόστιμο 50 ταλάντων. Τόσα φαίνεται ότι ήταν τα έξοδα της εκστρατείας.
Ο Μιλτιάδης, πέθανε σύντομα από γάγγραινα (489 π. Χ.). Το πρόστιμο, πληρώθηκε από τον γιο του Κίμωνα (Ηρόδοτος), ενώ άλλες πηγές, αναφέρουν ότι πληρώθηκε από τον Καλλία, πλούσιο Αθηναίο που παντρεύτηκε την κόρη του Μιλτιάδη και αδελφή του Κίμωνα Ελπινίκη. Παρά την καταδίκη του, ο Μιλτιάδης τιμήθηκε από τους Αθηναίους. Τάφηκε στο πεδίο της μάχης του Μαραθώνα σε ξεχωριστό τάφο, του έστησαν πολλά αγάλματα, ενώ και στην απεικόνιση της μάχης του Μαραθώνα στην Ποικίλη Στοά, η μορφή του κατείχε περίοπτη θέση.
ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΡΙΑΜΒΟ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΑΡΤΑΞΕΡΞΗ – Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ
Ο Θεμιστοκλής, γεννήθηκε το 526 π. Χ. περίπου. Είναι γνωστές η συμβολή του στην ανάδειξη της Αθήνας σε κυρίαρχη δύναμη στην Ελλάδα και, φυσικά, η ευφυής στρατηγική του κατά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, που οδήγησε στον ελληνικό θρίαμβο.
Το εντυπωσιακό στοιχείο είναι, ότι τιμήθηκε λιγότερο από τους ίδιους τους συμπολίτες του, απ’ ότι από τους υπόλοιπους Έλληνες! Στη Σπάρτη του επιφυλάχθηκε θριαμβευτική υποδοχή ενώ διακόπηκε η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων (μοναδικό γεγονός στα χρονικά), για να τον αποθεώσει το πλήθος, καθώς θεωρήθηκε ότι σ’ αυτόν, ουσιαστικά, οφείλεται η νίκη στη Σαλαμίνα. Αντίθετα, οι Αθηναίοι δεν τον τίμησαν ούτε με τα «πρωτεία» ούτε με τα «δευτερεία» και κατά την εκλογή του 479 π. Χ. οι αντίπαλοί του Ξάνθιππος και Αριστείδης κατάφεραν να τον νικήσουν.
Το 478 π. Χ. επέστρεψε στην ενεργό πολιτική και ασχολήθηκε με την οχύρωση της Αθήνας και του Πειραιά, γεγονός που θορύβησε τους Αιγινήτες, τους Κορίνθιους και τους Σπαρτιάτες που έσπευσαν να διαμαρτυρηθούν.
Σιγά σιγά, η δημοτικότητα του Θεμιστοκλή, άρχισε να πέφτει. Κατηγορήθηκε για αυταρχισμό, περιφρόνηση των δημοκρατικών θεσμών, φιλοχρηματία και υπερφίαλη εγωπάθεια. Υπήρχε κάποια βάση σε αυτά, ωστόσο μεθοδεύονταν κυρίως από την αριστοκρατική μερίδα που δεν του συγχώρεσε τις πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις εναντίον της. Το 471 π. Χ. παρά την κατάρρευση των κατηγοριών για συνεργασία με τους Πέρσες εξοστρακίστηκε. Ενώ έμενε στο Άργος, οι Σπαρτιάτες επιχείρησαν να τον συλλάβουν. Κατόρθωσε όμως να διαφύγει στην Κέρκυρα, από εκεί στο βασίλειο των Μολοσσών (Ήπειρος) και στη συνέχεια στη Θεσσαλία. Στη συνέχεια, βρέθηκε στην Κύμη της Μικράς Ασίας, τις Αιγές, την Έφεσο και τα Σούσα όπου με επιστολή του, ζητούσε την προστασία του βασιλιά Αρταξέρξη Α’ (γιου του Ξέρξη).
Ο Αρταξέρξης, τον δέχτηκε με προθυμία και του παραχώρησε την ηγεμονία μιας μεγάλης περιοχής στη Μικρά Ασία. Ο Θεμιστοκλής έζησε σαν Πέρσης σατράπης, δείχνοντας ιδιαίτερες διοικητικές ικανότητες κυρίως στον χειρισμό οικονομικών θεμάτων. Για τον θάνατό του υπάρχουν δύο εκδοχές. Είτε ότι πέθανε από φυσικά αίτια (Θουκυδίδης), είτε ότι αυτοκτόνησε με δηλητήριο («ταύρειον αίμα»), για να μην αναγκαστεί να πάρει μέρος σε εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας. Πάντως, πέθανε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας το 461 π. Χ. Τα οστά του, μεταφέρθηκαν αργότερα κρυφά στην Αθήνα.
ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ: Ο ΝΙΚΗΤΗΣ ΤΩΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΑΠΟ ΑΣΙΤΙΑ ΣΕ ΝΑΟ
Άδοξο ήταν το τέλος και του νικητή της μάχης των Πλαταιών (479 π. Χ.), Παυσανία.
Είναι άγνωστο πότε ακριβώς γεννήθηκε, πιθανότατα όμως, μεταξύ 515 π. Χ. και 510 π. Χ. Μετά τη νίκη στις Πλαταιές, οδήγησε τον ελληνικό στόλο πρώτα στην Κύπρο, της οποίας κατέλαβε ένα μεγάλο μέρος και στη συνέχεια στο Βυζάντιο, οχυρότατη και πλούσια σε εφόδια περσική βάση. Η επιτυχία που σημείωσε εκεί ήταν εύκολη. Παράλληλα, αποκόμισε πολλούς θησαυρούς και αιχμαλώτισε επιφανείς Πέρσες.
Έτσι όμως, έγινε αλαζόνας και υπερβολικά φιλόδοξος. Θέλησε να ζει ως Πέρσης μεγιστάνας, εγκατέστησε γύρω του σωματοφυλακή από Αιγύπτιους και Πέρσες, φορούσε βαρύτιμα περσικά ρούχα και ζούσε μέσα στη χλιδή. Έστειλε επιστολή στον Ξέρξη, την οποία διασώζει ο Θουκυδίδης, και του ζητούσε να τον παντρέψει με την κόρη του. Του έδινε παράλληλα την υπόσχεση ότι θα μετέβαλε τη Σπάρτη και την υπόλοιπη Ελλάδα σε περσική επαρχία. Ο Ξέρξης δέχτηκε ασμένως τις προτάσεις του Παυσανία, ο οποίος μεταμορφώθηκε σε τύραννο. Αυτό ενόχλησε πολύ τους Έλληνες συμμάχους και οι Σπαρτιάτες έφοροι ανακάλεσαν τον Παυσανία. Παράλληλα, οι Ίωνες της Μικράς Ασίας εγκατέλειψαν τη Σπάρτη και πρόσφεραν την ηγεσία των ενωμένων δυνάμεών τους στην Αθήνα, κάτι που αποτέλεσε την απαρχή της κατοπινής ναυτικής αθηναϊκής ηγεμονίας.
Στην πατρίδα του, ο Παυσανίας κατηγορήθηκε ως προδότης. Βρέθηκε ένοχος για ορισμένα μικρά παραπτώματα, ωστόσο απαλλάχτηκε από την κατηγορία της προδοσίας, είτε γιατί δωροδόκησε τους δικαστές με χρυσάφι, είτε γιατί έγιναν πιστευτά τα επιχειρήματά του, ότι οι επαφές του με τον Ξέρξη ήταν ένα πολεμικό τέχνασμα, παρόμοιο μ’ εκείνο του Θεμιστοκλή στη Σαλαμίνα.
Αργότερα, ο Παυσανίας πήγε πάλι στο Βυζάντιο, ως ιδιώτης αυτή τη φορά και συνέχισε τις συνεννοήσεις του με τον Ξέρξη. Οι Αθηναίοι τον υποχρέωσαν να καταφύγει στις Κολωνές της Τροίας. Από εκεί, ανακλήθηκε πάλι στη Σπάρτη, καθώς οι συμπολίτες του είχαν πληροφορηθεί τις ενέργειές του. Οι έφοροι είχαν ισχυρές ενδείξεις εναντίον του αλλά καμία απόδειξη. Τον κατηγόρησαν επίσης ότι προσπάθησε να υποκινήσει επανάσταση των ειλώτων, στους οποίους υποσχέθηκε την ελευθερία τους και πολιτικά δικαιώματα. Η μαρτυρία ενός είλωτα, ήταν δύσκολο να γίνει αποδεκτή, σε βάρος μάλιστα ενός διακεκριμένου Σπαρτιάτη. Ο Παυσανίας θα αθωωνόταν ξανά, αν ένας δούλος του, που εκτελούσε χρέη αγγελιοφόρου στις επαφές του με τον Αρτάβαζο, δεν παρουσίαζε μία επιστολή του Παυσανία που θα παρέδιδε στον Πέρση σατράπη. Και πάλι, οι έφοροι διατήρησαν τις επιφυλάξεις τους, μέχρι που άκουσαν τη συνομιλία του Παυσανία με τον αγγελιοφόρο του, κρυμμένοι στο ιερό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο.
Από αυτή, προέκυπτε η σαφής ενοχή του στρατηγού. Αποφάσισαν να τον συλλάβουν. Όμως εκείνος ξέφυγε και ζήτησε άσυλο στο ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς. Οι πόρτες του ιερού χτίστηκαν για να πεθάνει ο Παυσανίας από ασιτία. Για να μην βεβηλωθεί ο ναός από τον θάνατό του, γκρέμισαν τη στέγη του και έβγαλαν από αυτή τον νικητή των Πλαταιών λίγο πριν ξεψυχήσει. Ο Ηρόδοτος που αναφέρει τα γεγονότα, αμφιβάλλει για την ενοχή του Παυσανία ενώ αντίθετα ο Θουκυδίδης την θεωρεί δεδομένη. Νεότερες έρευνες, έδειξαν ότι όντως ο Παυσανίας είχε παρεκτραπεί αλλά πλήρωσε ουσιαστικά την απώλεια της ηγεμονίας της Σπάρτης στον ελλαδικό χώρο.
ΦΕΙΔΙΑΣ: Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΓΛΥΠΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΘΛΙΒΕΡΟ ΤΕΛΟΣ
Ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της αρχαιότητας, ήταν αναμφίβολα ο Φειδίας. Γεννήθηκε στα τέλη του 6ου π. Χ. αιώνα ή στις αρχές του 5ου π. Χ. αιώνα. Το όνομά του είναι στενά συνδεδεμένο με εκείνο του Περικλή. Ο Περικλής του ανέθεσε τη γενική επιστασία της καλλιτεχνικής διακόσμησης των κτισμάτων της Ακρόπολης και κυρίως του Παρθενώνα. «Πάντα διείπε και πάντων επίσκοπος ήταν αυτώ» [τω Περικλεί].
Ο Φειδίας φιλοτέχνησε και το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Παρθένου Αθηνάς (438 π. Χ.). Όμως, πολιτικοί αντίπαλοι του Περικλή κατηγόρησαν τον Φειδία ότι είχε υπεξαιρέσει μέρος του ελεφαντοστού και του χρυσού του αγάλματος. Ο Φειδίας όμως, αποσπώντας χωρίς να προκαλέσει καμία ζημιά, τον χρυσό χιτώνα του αγάλματος και ζυγίζοντάς τον, απέδειξε τη συκοφαντία. Οι εχθροί του όμως, τον μήνυσαν και για ασέβεια, θεωρώντας πως απεικόνισε τον Περικλή και τον εαυτό του, ως «πρεσβύτη θαλερό» μάλιστα, στην ασπίδα της Θεάς. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, φυλακίστηκε και πέθανε στη φυλακή από ασθένεια ή από δηλητήριο που του έδωσαν ύπουλα οι εχθροί του Περικλή.
Σύμφωνα όμως με άλλη εκδοχή, δεν φυλακίστηκε αλλά φυγαδεύτηκε και πήγε στην Ηλεία, όπου κατασκεύασε το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Ολυμπίου Διός και σκοτώθηκε από τους Ηλείους αφού καταδικάστηκε σε θάνατο για δεύτερη φορά για παρόμοια αιτία.
Και πάλι δημιουργούνται προβλήματα σχετικά με το ποιο από τα δύο αγάλματα (του Δία ή της Αθηνάς) φιλοτεχνήθηκε νωρίτερα. Ο ναός του Ολυμπίου Δία, ολοκληρώθηκε το 456 π. Χ. Πιθανότατα ο Φειδίας εργάστηκε στην Ηλεία, επέστρεψε στην Αθήνα μετά από πρόσκληση του Περικλή και τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Ηλεία. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι το άγαλμα του Ολυμπίου Διός έφερε την υπογραφή του Φειδία και οι Ηλείοι τίμησαν τους απογόνους του με το αξίωμα των Φαιδρυντών, των καθαριστών του αγάλματος του Δία.
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ: Η ΕΙΚΟΣΑΕΤΗΣ (ΑΥΤΟ)ΕΞΟΡΙΑ
Ο μεγαλύτερος ιστορικός όλων των εποχών κατά πολλούς, ο Θουκυδίδης, γεννήθηκε στον Άλιμο της Αττικής γύρω στο 460 π. Χ. και ήταν γιος του Όλορου. Η οικογένειά του πρέπει να είχε θρακικό αίμα. Αυτό προκύπτει από το (θρακικό) όνομα του πατέρα του και τις μεγάλες εκτάσεις γης με μεταλλεύματα που είχε ο ιστορικός στη Σκαπτή Ύλη (αρχαία πόλη της Θράκης κοντά στη θάλασσα, απέναντι από τη Θάσο, περιοχή του νομού Καβάλας σήμερα).
Το 424 π. Χ. ο Θουκυδίδης ανέλαβε το αξίωμα του στρατηγού. Ως στρατηγός, στάλθηκε να υπερασπιστεί την Αμφίπολη από τον Λακεδαιμόνιο στρατηγό Βρασίδα. Δεν τα κατάφερε όμως και έσωσε μόνο το επίνειο της Αμφίπολης, την Ηιόνα. Κατηγορήθηκε τότε για προδοσία και καταδικάστηκε σε θάνατο. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στα κτήματά του στη Σκαπτή Ύλη. Στην εξορία έμεινε για 20 χρόνια και ταξίδεψε στη Μακεδονία, την Πελοπόννησο και πιθανότατα σε όλους τους τόπους όπου είχε διεξαχθεί ο Πελοποννησιακός Πόλεμος. Με την 20ετή παραμονή του στην εξορία, μπόρεσε να δει αποστασιοποιημένος και ανεξάρτητος τα γεγονότα και να κρίνει το αθηναϊκό κράτος αντικειμενικά.
Το 404 π. Χ. δόθηκε γενική αμνηστία στους εξόριστους και ο Θουκυδίδης επέστρεψε στην Αθήνα. Σύμφωνα με μία εκδοχή, έμεινε στην πόλη ως τον θάνατό του (μεταξύ 399 π. Χ. και 396 π. Χ.), ενώ σύμφωνα με άλλη, απογοητευμένος απ’ όσα αντιμετώπισε επέστρεψε στη Σκαπτή Ύλη όπου και πέθανε.
ΠΥΡΡΟΣ: Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΑΡΓΟΣ
Ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος, γεννήθηκε το 319 π. Χ. Βασίλεψε δύο φορές (307 π. Χ. – 303 π. Χ. και 297 π. Χ. – 272 π. Χ.). Επέκτεινε σημαντικά το βασίλειό του και εκστράτευσε στην Ιταλία. Το 275 π. Χ. επέστρεψε στην Ελλάδα. Το 272 π.Χ. εκστράτευσε στη Σπάρτη καθώς ο βασιλιάς της Αρεύς έλειπε στην Κρήτη, δεν μπόρεσε όμως να την καταλάβει. Εγκατέλειψε την πολιορκία όταν έμαθε ότι κατευθυνόταν εναντίον του ο Αντίγονος Γονατάς και μπήκε αιφνιδιαστικά στο Άργος. Υπήρξε όμως μεγάλη σύγχυση στο στράτευμά του. Βλέποντας την απελπιστική κατάσταση, αφαίρεσε τα διακριτικά από το κράνος του και έφιππος όρμησε εναντίον των εχθρών. Τότε δέχτηκε χτύπημα από ένα ακόντιο που του τρύπησε την πανοπλία στον θώρακα.
Το τραύμα δεν ήταν σοβαρό και ο Πύρρος στράφηκε εναντίον αυτού που του επιτέθηκε. Ήταν ένας Αργείος, γιος μιας φτωχής, ηλικιωμένης γυναίκας που είχε καταφύγει στη στέγη ενός οικήματος για να έχει θέα της μάχης. Βλέποντας τον γιο της να κινδυνεύει άμεσα σήκωσε ένα κεραμίδι και το εκσφενδόνισε εναντίον του Πύρρου, ο οποίος δέχτηκε το χτύπημα κάτω από το κράνος με αποτέλεσμα να σπάσουν οι σπόνδυλοι στη βάση του τραχήλου. Ο Ηπειρώτης βασιλιάς έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε από το άλογο. Ένας από τους στρατιώτες του Αντίγονου, ο Ζώπυρος, μαζί με δυο – τρεις ακόμα, τον αναγνώρισαν και τον έσυραν στο κατώφλι ενός σπιτιού, ενώ είχε αρχίσει να βρίσκει τις αισθήσεις του. Ο Ζώπυρος, αδίστακτα, τον αποκεφάλισε. Ο γιος του Αντίγονου Αλκυονέας, αφού βεβαιώθηκε για την ταυτότητα του νεκρού, πήρε ο ίδιος το κεφάλι του Πύρρου και το έφερε, θριαμβευτικά, μπροστά στον πατέρα του.
Έξαλλος ο Αντίγονος, άρχισε να ραβδίζει έξαλλος τον γιο του, αποκαλώντας τον άξεστο και βάρβαρο. Διέταξε να προετοιμαστούν τα λείψανα του Πύρρου για την τελετή της ταφής και της καύσης. Σε λίγο, ο Αλκυονέας, βρήκε εξουθενωμένο τον γιο του Πύρρου Έλενο και τον έφερε στον πατέρα του. Ο Αντίγονος, φρόντισε τον Έλενο, του έδωσε τα λείψανα του πατέρα του για να τα μεταφέρει στην Ήπειρο και φέρθηκε με επιείκεια στους άνδρες του.
Αυτό ήταν το άδοξο τέλος ενός από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς ηγέτες της αρχαιότητας, του Πύρρου. Είδαμε παραπάνω και το άσχημο τέλος πέντε ακόμα σπουδαίων ανδρών της αρχαιότητας.
Δυστυχώς, δεν ήταν οι μοναδικοί. Η ιστορία αυτού του τόπου, είναι γεμάτη από ιστορίες σπουδαίων ανθρώπων που έφυγαν από τη ζωή δολοφονημένοι, κυνηγημένοι ή πάμφτωχοι, έχοντας συχνά δώσει για την πατρίδα τα πάντα…