Με τίτλο «Θα καταστρέψει ο Τζο Μπάιντεν το ΝΑΤΟ κατευνάζοντας την Τουρκία για τη Σουηδία;» ο καταξιωμένος αναλυτής, πρώην αξιωματούχος του Πενταγώνου και ανώτερος συνεργάτης του American Enterprise Institute, Μάικλ Ρούμπιν, επικρίνει τη διάθεση των ΗΠΑ να τα δώσουν όλα στην Τουρκία μόνο και μόνο για να πει ο Ταγίπ Ερντογάν το «ναι» στην ένταξη της Σουηδίας στο NATO.
Στην ανάλυσή του στην ιστοσελίδα 19FortyFive, ο Ρούμπιν εκτιμά ότι η παροχή F-16 ή αναβαθμίσεων, στην Άγκυρα υπονομεύει και δεν ενισχύει τη συνοχή και την ικανότητα του ΝΑΤΟ.
Όπως υπενθυμίζει ο αναλυτής, ο Ερντογάν είναι «θυμωμένος» με τη Σουηδία «που ανέχτηκε τόσο τον κουρδικό πολιτικό ακτιβισμό, όσο και επειδή πρόσφερε καταφύγιο σε εκπατρισμένους Τούρκους δημοσιογράφους» και λόγω αυτών, ο Τούρκος Πρόεδρος χρησιμοποίησε το βέτο για να εμποδίσει την ένταξη της σκανδιναβικής χώρας στο ΝΑΤΟ, εκτός εάν η Σουηδία ικανοποιούσε ορισμένες απαιτήσεις του, που δεν σχετίζονται διόλου με την αποστολή του ΝΑΤΟ.
«Η κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί να πιστεύει ότι η ένταξη της Σουηδίας είναι πρωταρχικό συμφέρον για το ΝΑΤΟ, αλλά η πίεση του Λευκού Οίκου να συνεχίσει να διαπραγματεύεται με την Τουρκία για τη Σουηδία είναι τεράστιο λάθος», σχολιάζει ο Ρούμπιν.
Στην καλύτερη περίπτωση, προσθέτει, το παζάρι αναβαθμίσεων F-16 και μαχητικών F-16 στην Τουρκία με αντάλλαγμα την άρση του βέτο από τον Ερντογάν για τη Σουηδία, θα ήταν μια «πύρρειος νίκη».
Και εξηγεί ο Μάικλ Ρούμπιν ότι η ένταξη της Σουηδίας δεν έχει σχέση με το είδος της απειλής που θέτει σήμερα η Ρωσία, ειδικά εάν το ΝΑΤΟ και η Σουηδία συμφωνήσουν να ενεργήσουν από κοινού, ανεξάρτητα από την ένταξη.
«Υπαρξιακή απειλή για το ΝΑΤΟ» η προοπτική ενός ελληνοτουρκικού πολέμου
Μια πολύ μεγαλύτερη απειλή, επισημαίνεται στο άρθρο, είναι η προοπτική ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Μια τέτοια σύγκρουση δεν θα ήταν μόνο «μια πολύ πιο σοβαρή απειλή», αλλά θα αποτελούσε επίσης μια «υπαρξιακή απειλή για το ΝΑΤΟ».
Η συναίνεση στον εκβιασμό του Ερντογάν κατά της Σουηδίας είναι αρκετά κακή, όχι μόνο επειδή θα ενθάρρυνε τη συμπεριφορά του Τούρκου Προέδρου, αλλά, όπως γράφει ο Ρούμπιν, θα ενθάρρυνε επίσης «άλλα μέλη του ΝΑΤΟ να χρησιμοποιήσουν τις μελλοντικές προσχωρήσεις ως ευκαιρίες για να καρπωθούν διπλωματικές ανταμοιβές».
Αλλά η φιλοξενία Κούρδων και κυνηγημένων δημοσιογράφων από τη Σουηδία, είναι μόνο η «κορυφή του παγόβουνου» στη λίστα με τα κατασκευασμένα παράπονα του Ερντογάν κατά των μελών του ΝΑΤΟ.
«Τα τελευταία χρόνια, πρότεινε την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης που οριστικοποίησε τα σύνορα της σύγχρονης Τουρκίας, προκειμένου να επεκταθεί το έδαφος της Τουρκίας μεταξύ των νησιών του Αιγαίου και κατά μήκος των ευρύτερων συνόρων της. Για τον Ερντογάν, αυτό δεν ήταν απλώς ένα ρητορικό καύχημα: Αντί να αμυνθεί ενάντια στη Ρωσία, ολοένα και πιο σημαντικό εμπορικό εταίρο της Τουρκίας παρά τις μεταπολεμικές κυρώσεις της Ουκρανίας, ο Τούρκος χρησιμοποίησε τα F-16 και τον αυξανόμενο στόλο των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, για να πετάξει πάνω από ελληνικά νησιά», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Αμερικανός αναλυτής.
Και προσθέτει πως ενώ ο Λευκός Οίκος πιέζει τους συμμάχους του στο Κογκρέσο να επιτρέψουν την πώληση F-16 στην Τουρκία να προχωρήσει, «έχει κάνει ελάχιστα για να σταματήσει την πολύ πιο αποσταθεροποιητική και καταστροφική συμπεριφορά της Τουρκίας προς τους γείτονές της. Όχι μόνο ο Ερντογάν απειλεί ανοιχτά την Ελλάδα, αλλά η κατοχή της Κύπρου από την Τουρκία πλησιάζει τα 50 χρόνια της, οι τουρκικές δυνάμεις και τα τσιράκια τους καταλαμβάνουν κομμάτια της Συρίας και του Ιράκ και η Τουρκία συνεχίζει έναν αδικαιολόγητο αποκλεισμό κατά της Αρμενίας».
Σχολιάζοντας τη στρατηγική του Μπάιντεν με την Τουρκία για τη Σουηδία, ο Ρούμπν γράφει με έμφαση ότι «ισοδυναμεί με τη θεραπεία ενός νυχιού που έχει μπει μέσα στο πόδι, κόβοντας το πόδι. Η Σουηδία θα ενταχθεί τελικά στο ΝΑΤΟ. Ωστόσο, η επιτάχυνση αυτής της προσχώρησης, θέτοντας το ΝΑΤΟ στην πορεία προς έναν ενδοΝΑΤΟϊκό πόλεμο που θα διαλύσει τη συμμαχία εκ των έσω, είναι στρατηγική ανικανότητα στο άκρο».
Και καταλήγει με ένα εύλογο συμπέρασμα:
«Η παροχή μαχητικών F-16, ή αναβαθμίσεων στην Τουρκία του Ερντογάν, υπονομεύει, όχι ενισχύει, τη συνοχή και την ικανότητα του ΝΑΤΟ».