Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Απο τα νησιώτικα έθιμα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Φιλολογικά απομνημονεύματα

ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ

«Σῦρε, Μητέρα μ᾿, στὸ καλὸ καὶ στὴν καλὴν τὴν ὥρα,
κ᾿ ἐμένα νὰ μὲ καρτερῇς τὸ Σάββατο τὸ βράδυ·
ὅταν σημαίνουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ ψέλνουν οἱ παπάδες,
τότες καὶ σύ, Μαννούλα μου, νά ᾿χῃς χαρὲς μεγάλες.»

Οὕτω πως προανήγγειλε, κατὰ τὴν λαϊκὴν Μοῦσαν, τὴν ἰδίαν Ἀνάστασίν του ὁ Χριστός, ὁμιλῶν ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ πρὸς τὴν Παναγίαν Μητέρα του. Εἰς αὐτὴν οἱ Ἀπόστολοι εἶχον δείξει πρὸ ὀλίγου μακρόθεν τὸν Γολγοθᾶν, ὅπου ἐτελεῖτο τὸ φρικτὸν μυστήριον.

«Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνί, μὲ κόκκινην παντέρα;
Ἐκεῖ σταυρῶσαν τὸ Χριστό, τὸν πάντων Βασιλέα».

Τί ἀλησμόνητοι ἐκεῖνοι οἱ χρόνοι! Ὅταν ἤμεθα παιδία, τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, ἐτρέχαμεν ὅλοι εἰς τοὺς ἀγρούς, ἀπὸ τὴν ἑσπέραν τῆς Μεγάλης Τετάρτης, διὰ νὰ δρέψωμεν ἄνθη, κατακόκκινες παπαροῦνες, ὀλίγα ἴα καὶ κρίνους, κ᾿ ἐκλέπταμεν ἀπὸ τοὺς ἀκανθωτοὺς φράκτας τῶν κήπων τὰ πρῶτα μπουμπούκια τῶν ρόδων τοῦ Ἀπριλίου. Κατεσκευάζομεν καλάμινον Σταυρόν, τὸν ἀρματώναμεν, ἐξεκολλούσαμεν ἀπὸ τὸ Χτωήχι τὴν Σταύρωσιν, καὶ λίαν πρωὶ τῆς Πέμπτης ἐγυρίζαμεν εἰς τὰ σπίτια, κ᾿ ἐτραγῳδούσαμεν τὸ ἀνωτέρω ᾆσμα. Αἱ εὐσεβεῖς οἰκοκυράδες μᾶς ἐφόρτωναν «καλὲς χρονιές», καὶ μᾶς ἐφίλευαν, ζεστὰ ἀκόμη, τὰ μόλις βαφέντα κόκκινα αὐγά. Μὲ τὶς ὀλίγες πεντάρες ποὺ μᾶς ἔδιδαν πότε πότε, ἀγοράζαμεν σπίρτα, καψύλια, καὶ πυροκρόταλα, διὰ νὰ ἑορτάσωμεν ἐν κρότῳ τὴν Ἀνάστασιν.

Τί χαρές, τί συγκινήσεις ἦσαν ἐκεῖναι; Ὅταν ἀνέτελλεν ἡ Μεγάλη Παρασκευή, κορίτσια, γυναῖκες, παιδιά, μὲ κοφίνας καὶ φορτώματα ἀνθέων, ἔτρεχαν εἰς τὸν Ναόν, διὰ νὰ στολίσουν τὸν Ἐπιτάφιον. «Ἀνεδήσω γὰρ στέφανον ὕβρεως, ὁ τὴν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἄνθεσιν». Ὁ στέφανος μὲ τὸν ὁποῖον ἐστεφάνωσε τὸν Χριστὸν ἡ ἀκανθηφόρος Συναγωγή, ἔπρεπε νὰ ἐξαλειφθῇ, νὰ ταφῇ ὑπὸ βουνὰ ἀνθέων, τὰ ὁποῖα προσέφερε χαίρουσα καὶ φρίσσουσα ἡ γῆ, εἰς ἐκεῖνον ὅστις δι᾿ αὐτῶν τὴν ἐζωγράφησε. Καὶ τί θαῦμα χάριτος, κομψότητος, καλλονῆς ἦτον ὁ στολισμὸς ἐκεῖνος τοῦ ἱεροῦ Κουβουκλίου! Αὐτοφυὲς ὅπως τὰ ἄνθη τοῦ ἀγροῦ καὶ τὸ καλλιτεχνικὸν αἴσθημα τῶν γυναικῶν καὶ κορασίδων, ἁμιλλωμένων ποία νὰ ὑπερβῇ εἰς τὴν φιλοκαλίαν τὴν ἄλλην.

Τὸ ἀπομεσήμερον, ἀφοῦ ἐψάλησαν αἱ Ὧραι καὶ ὁ ἑσπερινός, καὶ ἀφοῦ ἠσπάσθησαν τὸν Ἐπιτάφιον, ἔπρεπεν ὅλα τὰ παιδία, μεγάλα καὶ μικρά, νὰ περάσουν τρεῖς φορὲς ἀποκάτω ἀπὸ τὸ ἱερὸν Κουβούκλιον. Καὶ ὅταν εἶχε νυκτώσει, ἂν καὶ ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου ὤφειλε νὰ ψαλῇ, κατὰ τὸ τοπικὸν ἔθιμον, πρὸς τὸ πρωί, μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ὁ Ναὸς ἔμενεν ἀνοικτός, καὶ κορίτσια ἀνέβγαλτα, κοπάδια – κοπάδια, ἤρχοντο, μετὰ τὴν ἀμφιλύκην, νὰ προσκυνήσουν τὸν Ἐπιτάφιον. Καὶ ὀλίγαι γυναῖκες, προνομιοῦχοι χῆραι καὶ γραῖαι, ἔμενον τὴν νύκτα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ «ξενυχτίσουν τὸν Χριστόν»! Ἦσαν αὗται αἱ νεώτεραι Μυροφόροι.

Τέλος, μεγάλη κλαγγὴ κωδώνων μᾶς ἐξύπνα, τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα. Ὅλοι εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἐψάλλετο ἡ Ἀκολουθία. Περὶ ὥραν τετάρτην, ἐγίνετο ἡ ἔξοδος τῆς ἱερᾶς λιτανείας. Οἱ κρότοι τῶν κωδώνων μᾶς προέπεμπον, ἡ σελήνη, φθίνουσα, μᾶς προϋπήντα ἐξ ἀνατολῶν, ὁ φλοῖσβος τῶν κυμάτων ἐχαιρέτιζε τὴν ἱερὰν πομπὴν ἀπὸ τοὺς αἰγιαλούς μας. Τὸ λαμπρὸν ὀρθογώνιον Κουβούκλιον, σελαγίζον ἀπὸ σειρὰν λαμπάδων, πάμφωτον, ἐκρατεῖτο ἀπὸ ἓξ ρωμαλέους ναυτικούς, ὁ λαὸς ἠκολούθει λαμπαδηφορῶν, *** οἱ ἄνδρες, εἶτα αἱ γυναῖκες. Τὸ ἱερὸν Ἐπιτάφιον ὑφίστατο ἐνίοτε κυματοειδεῖς λικνισμούς, ὡς μυστηριῶδες πλοῖον, τὸ ὁποῖον «σκαμπανεβάζει» εἰς τὰς ἀνωφερείας καὶ κατωφερείας τοῦ δρόμου, καὶ ἦτο μακρόθεν ἔκλαμπρον θέαμα. Εἰς ὅλα τὰ παράθυρα καὶ τὰς πεζούλας τῶν οἰκιῶν, πήλινα θυμιατήρια καί τινες μεγάλαι κεραμίδες ἐκάπνιζον, διαχέοντα εὐωδίαν. Ἀπὸ ἡμίκλειστα παράθυρα, καί τινας ἐξώστας, γυναῖκες μαυροφοροῦσαι, λυσίκομοι – ὤ! δὲν ἔλειπον καὶ αὐτὰ – προέκυπτον μεγαλοφώνως θρηνῳδοῦσαι. Εἶχον θάψει προσφάτως γονεῖς, συζύγους, ἢ τέκνα, κ᾿ ἐλάμβανον τὸ θάρρος νὰ ἐκφράσωσι πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ πρὸς τὸν κόσμον, δημοσίᾳ, τὸν πόνον των!…

Τέλος, ἐπεστρέφομεν εἰς τὸν ναόν. Τώρα κατὰ τὰ νησιωτικά μας ἔθιμα, ἔμελλε νὰ διαδραματισθῇ μεγάλη ἐπικὴ σκηνὴ – ἡ διαρπαγὴ τῶν λαμπάδων. Αἱ λαμπάδες, αἱ ἀνημμέναι ἐπὶ τοῦ Ἐπιταφίου, εἶναι ἐξόχως θαυματουργοὶ καὶ μάλιστα ἐν ὥρᾳ τρικυμίας, εἰς τὴν θάλασσαν. Ὅθεν οἱ ναυτικοί, ὅσοι τυχὸν ἐπεδήμουν εἰς τὸ χωρίον, ἐφιλοτιμοῦντο νὰ τὰς ἁρπάσωσιν ὅλας, ζηλοτύπως δὲ ἀπηγόρευον εἰς γεωργοὺς ἢ χειρώνακτας νὰ τολμήσουν νὰ βάλωσι χεῖρα. Πρὶν τὸ Κουβούκλιον φθάσῃ εἰς τὴν θύραν τοῦ ναοῦ, καὶ πρὶν ἐκφωνηθῇ τὸ «Ἄρατε πύλας» ἐκ τρίτου, οἱ βαστάζοντες ὕψωνον τὸ ἱερὸν κενοτάφιον ὑψηλὰ ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς ἕως ὅπου ἔφθανον οἱ βραχίονές των, ἐτεντώνοντο πατῶντες ἐπ᾿ ἄκρων ὀνύχων· διότι μερικοὶ τολμητίαι ἐκ δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, ἐπεχείρουν ν᾿ ἁρπάσωσι τὰς λαμπάδας πρὸ τῆς ὥρας. Τέλος ὑψιτενὲς τὸ Ἐπιτάφιον εἰσήρχετο εἰς τὸν ναόν, ἐνῷ τὰ τουφέκια τῶν πολιτοφυλάκων ὑψωμένα ἐπροσπάθουν νὰ ἐμποδίσωσι τὰς ἀνατεινομένας χεῖρας. Ἐκεῖ ἄλλοι ἐπάτουν ἐπάνω εἰς τὸ παγκάρι, ἄλλοι ἐκαβαλίκευαν ὑψηλὰ εἰς τὰς κορυφὰς τῶν στασιδίων, καὶ ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἐγίνετο ἡ διαρπαγὴ τῶν λαμπάδων. Καὶ ὅπως εἰς ὅλα τὰ πράγματα, ἡ ἀνισότης ἐπεκράτει κ᾿ ἐδῶ. Ἄλλος ἔπαιρνε δύο ἢ τρεῖς, ἄλλος μίαν, καὶ ἄλλος καμμίαν.

Εἶτα, ἀφοῦ ἀνέτελλε τὸ Μέγα Σάββατον, ἐψάλλετο τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεὸς» κ᾿ ἐγέμιζεν ὁ ναὸς ἀπὸ πέταλα ἀνθέων, ὅλη ἡ ἡμέρα, ὅπου πρέπει νὰ «σιγᾷ πᾶσα σάρξ», ἀφιερώνετο εἰς τὰς ἑτοιμασίας τοῦ Πάσχα. Βελάσματα ἀρνίων, κοπαδίων, κωδωνισμοί, σοῦβλες, σφάγια, Ἀνάστασις…

(1905)

http://www.papadiamantis.org/works/88-epiloipa/471-7-filologika

ΔΗΜΟΦΙΛΗ