Πως βρέθηκε η χαμένη σημαία με το μονόγραμμα της Μεγάλης Αικατερίνης
Στο Μουσείο Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη εντοπίστηκε το ξεχασμένο λάβαρο του Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού, που έδρασε την περίοδο αμέσως μετά τα Ορλωφικά, δηλαδή την πρώτη ελληνική επανάσταση κατά των Τούρκων. Μετά τον εντοπισμό της η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία ανέλαβε δράση και σήμερα ένα πιστό αντίγραφο της σημαίας εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στο κτίριο της παλαιάς Βουλής.
Η επανάσταση των Ελλήνων εναντίον των Οθωμανών το 1770, υποκινήθηκε από τους Ρώσους και οι εχθροπραξίες έλαβαν την ονομασία Ορλωφικά από το όνομα των επικεφαλής που ήταν οι Ρώσοι αξιωματούχοι αδελφοί Ορλώφ. Το κίνημα ανεξαρτησίας ξέσπασε κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-74). Τότε η Αικατερίνη Β’ προσπάθησε να εξεγείρει όλους τους χριστιανούς των Βαλκανίων δίνοντας στον πόλεμο το χαρακτήρα σταυροφορίας κατά του ισλαμισμού.
Οι Έλληνες που νόμισαν ότι πλησίαζε το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας εξεγέρθηκαν στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα και κυρίως στην Πελοπόννησο. Παράλληλα ναυτικές επιχειρήσεις σημειώθηκαν στη νότια Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου και στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας. Όλες είχαν οδυνηρές συνέπειες για τους εξεγερθέντες.
Η στρατιωτική έφοδος κατά της Τριπολιτσάς αποδείχτηκε καταστροφική και μετά την ήττα από τους Τούρκους οι εναπομείναντες Ρώσοι επιβιβάσθηκαν στα πλοία τους και εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο. Ακολούθησε τρομερή σφαγή του ελληνικού πληθυσμού.
Αμέσως μετά την αποχώρηση των Ρώσων, μέλη της οθωμανικής κυβέρνησης πρότειναν την γενική σφαγή των Ελλήνων, αδιακρίτως φύλου κι ηλικίας. Όλοι συμφώνησαν εκτός από τον αρχιναύαρχο Χασάν Τζεζαϊρλή, ο οποίος ανέτρεψε την απόφαση με το αποστομωτικό επιχείρημα «Εάν φονευθώσιν όλοι οι Έλληνες, ποίος θα πληρώνη το χαράτσι;».
Μετά την ήττα στα Ορλωφικά, δημιουργήθηκε ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης Ελλήνων στη Ρωσία. Αρκετοί από αυτούς εντάχθηκαν στον ρωσικό στρατό και σχημάτισαν διάφορα στρατιωτικά σώματα, τα οποία έδρασαν κυρίως στην Κριμαία. Ένα από αυτά ήταν το Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο συνέβαλε στην οριστική εκδίωξη των Οθωμανών από την περιοχή και κατέστειλε την εξέγερση των Τατάρων (1777-1778).
Η δράση του Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού
Τα επόμενα χρόνια οι δυνάμεις του ανέλαβαν χρέη ακτοφυλακής στα χωρικά ύδατα της Μαύρης Θάλασσας, από τη Σεβαστούπολη μέχρι και τη Θεοδοσία, με σκοπό τη στρατιωτική και ναυτική θωράκιση και τη δίωξη του λαθρεμπορίου. Με διάταγμα της 18ης Φεβρουαρίου του 1784, ως έδρα του Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού ορίστηκε η Μπαλακλάβα. Βρίσκεται στους πρόποδες υψηλών βουνών, ενώ ο όρμος της έχει μια στενή δίοδο προς τη θάλασσα και κατοικείται κυρίως από Έλληνες που προέρχονται κατά βάση από νησιά. Το 1797, με νέο διάταγμα, το στρατιωτικό σώμα μετονομάστηκε σε Ελληνικό Τάγμα της Μπαλακλάβας και υπαγόταν πλέον στο υπουργείο Πολέμου.
Οι ελληνικής καταγωγής στρατιώτες αναγνωρίστηκαν και τιμήθηκαν από το ρωσικό κράτος για τη δράση τους. Το 1820 η ρωσική κυβέρνηση έδωσε το δικαίωμα στους αξιωματικούς του τάγματος να εγγραφούν στην πρώτη και δεύτερη τάξη των εμπόρων, ενώ στους κατώτερους βαθμοφόρους επιτράπηκε να ασχολούνται με το εμπόριο. Παράλληλα, άλλο οικονομικό μέτρο του ρωσικού κράτους, που βελτίωσε την οικονομική κατάσταση των υπηρετούντων στο τάγμα και των κατοίκων της Μπαλακλάβας, ήταν η διανομή γης σε ακτήμονες στρατιώτες.
Η σημαία και ο συμβολισμός της
Το Ελληνικό Τάγμα Πεζικού είχε δικό του διακριτό εικονιστικό έμβλημα, ενώ οι άνδρες του φορούσαν ομοιόμορφη πορφυροπράσινη στρατιωτική στολή και κοινό τύπο οπλισμού, τα οποία διατηρήθηκαν έως και το 1883. Οι ελληνικής καταγωγής στρατιώτες που πολεμούσαν με το τάγμα είχαν τη δική τους σημαία, την οποία ύψωναν σε διάφορες μάχες. Η πρωτότυπη σημαία δημιουργήθηκε στη Ρωσία στα τέλη του 18ου αιώνα και παραδόθηκε στον διοικητή του τάγματος. Διοικητές του Ελληνικού Τάγματος, μεταξύ άλλων, είχαν διατελέσει ο λοχαγός Στέφανος Μπέης Μαυρομιχάλης (1775-1779, 1794-1801), ο ταγματάρχης Κωνσταντίνος Ζαπόνης (1790-1794), ο στρατηγός Θεοδόσης Ρεβελιώτης (1809-1831) και ο αντισυνταγματάρχης Λυκούργος Κατσώνης (1831-1859).
Η παράδοση της σημαίας, όπως συνηθιζόταν, έγινε από την Αικατερίνη Β’. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που στη μία πλευρά του λάβαρου αποτυπώνεται ζωγραφικά το αυτοκρατορικό μονόγραμμα της Αικατερίνης Β΄ της Ρωσίας. Το γράμμα «Ε» περιβάλλεται από φυτικό στεφάνι με μπλε κορδέλα στην οποία αναγράφεται, στα ρωσικά, η φράση ЗА ВЕРУ И ВОЛЬНОСТЬ «Υπέρ πίστεως και Ελευθερίας». Σύμφωνα με την Επιμελήτρια Συλλογών του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, Νατάσα Καστρίτη, που μίλησε στη «Μηχανή του Χρόνου», το αυτοκρατορικό μονόγραμμα επιβεβαιώνει την ενσωμάτωση του στρατιωτικού αυτού σώματος στον αυτοκρατορικό ρώσικο στρατό.
Στην άλλη πλευρά του λάβαρου αποτυπώνεται χρυσός ρωσικός σταυρός, ο οποίος περιβάλλεται από ασημένια δόξα. Στις απολήξεις της κυρίας δοκού αναγράφονται τα αρχικά I.H.S.V. (In Hoc Signo Vinces), λατινική απόδοση του «Εν τούτω νίκα». Το κάτω μέρος του σταυρού περιβάλλει η φράση «ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ» με ελληνικούς χαρακτήρες. Σύμφωνα με την κ. Νατάσα Καστρίτη, τα σύμβολα αυτής της όψης παραπέμπουν στο όραμα που, κατά την παράδοση, είδε ο Μέγας Κωνσταντίνος πριν από τη μάχη της Μουλβίας Γέφυρας και τη νίκη του επί του Μαξεντίου το 312.
Η πρωτότυπη σημαία εντοπίστηκε από ερευνητές ελληνικής καταγωγής οι οποίοι μελετούσαν τη δράση του τάγματος της Μπαλακλάβα και βρίσκεται στη συλλογή σημαιών του Μουσείου του Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη. Είναι η μοναδική σημαία από τα ελληνικά τάγματα στη Ρωσία, που σώζεται σήμερα.
Με πρωτοβουλία της Ένωσης Πολιτιστικής και Επιχειρηματικής Συνεργασίας και Φιλίας με τους λαούς της Ελλάδος και της Κύπρου «Φιλία», δημιουργήθηκε πιστό αντίγραφο του λάβαρου.
Αφορμή υπήρξε η επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στη Μόσχα στις 7 Δεκεμβρίου 2018. Το ύφασμα του μοναδικού πιστού αντίγραφου της σημαίας είναι μεταξωτό, υφάνθηκε σε αργαλειό του 18ου αιώνα, ενώ είναι ζωγραφισμένο στο χέρι σε ειδικά εργαστήρια του Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη.
Το πιστό αντίγραφο του λάβαρου βρίσκεται πλέον στη συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.