Η κορινθιακή σταφίδα καλλιεργείται στον ελλαδικό χώρο από τους ομηρικούς χρόνους, ενώ γραπτές αναφορές για το εμπόριό της υπάρχουν από τον 12ο αιώνα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα οι εξαγωγές σταφίδας αποτελούσαν έως και το 75% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών, γεγονός που συνέβαλε, τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, στην ανασυγκρότηση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, στη δημιουργία των πρώτων βιομηχανικών πυρήνων, καθώς και στον αστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας την ίδια περίοδο.
Θεωρείται παγκοσμίως μοναδικό προϊόν, δεδομένου ότι στην Ελλάδα παράγεται άνω του 80%, είναι δε ποικιλία διπλής χρήσης, δηλαδή μπορεί να αποξηρανθεί ή να οδηγηθεί στην οινοποίηση.
Η σουλτανίνα καλλιεργείται κυρίως στην Κρήτη από το 1922 και ως καλλιεργούμενη ποικιλία είναι τριπλής χρήσης, δηλαδή μπορεί να διατεθεί ως νωπό προϊόν (επιτραπέζιο σταφύλι), να αποξηρανθεί ή να οδηγηθεί στην οινοποίηση. Κατάγεται από την περιφέρεια Σουλτάνε του Ιράκ, από την οποία πήρε και το όνομά της. Από εκεί μεταφέρθηκε αρχικά στη Μικρά Ασία, από όπου η καλλιέργειά της μεταδόθηκε και στις άλλες χώρες.
Η ουσιαστική επέκταση της καλλιέργειας στην Ελλάδα άρχισε μετά τον διωγμό του ελληνικού στοιχείου της Ιωνίας (1912-24), οπότε κατέφυγαν στην Ελλάδα πολλοί έμποροι και καλλιεργητές σουλτανίνας, ενώ νέα ώθηση δόθηκε το 1923. Κατά την περίοδο αυτή η καλλιέργειά της αναπτύχθηκε ραγδαία στην Κρήτη. Στη συνέχεια γνώρισε ανάπτυξη και στην Κορινθία, όπου βρήκε κατάλληλες συνθήκες κλίματος και εδάφους και τέλος επεκτάθηκε σε άλλες περιοχές της χώρας.
Η ελληνική παραγόμενη σταφίδα (κορινθιακή και σουλτανίνα) ανταγωνίζεται σε μια παγκόσμια αγορά όπου διακινείται συνολική ποσότητα περίπου 1.050.000 τόνων, και στην οποία προσφέρονται 260.000-300.000 τόνοι σουλτανίνας παραγωγής Τουρκίας, περίπου 300.000-350.000 τόνοι αποξηραμένων σταφυλιών παραγωγής της Καλιφόρνιας (ΗΠΑ), περίπου 200.000 τόνοι σταφίδας διαφόρων τύπων από την Κίνα, 4.000-7.000 τόνοι μαύρης σταφίδας (currants) από ΗΠΑ και Αυστραλία, καθώς και ποσότητες που παράγονται σε Ιράν, Αφγανιστάν, Ουζμπεκιστάν, Νότιο Αφρική, Αυστραλία, Χιλή και αλλού.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση καταναλώνονται ετησίως περίπου 250.000-280.000 τόνοι σταφίδας (κορινθιακή και σουλτανίνα) και αποτελεί τον κύριο αποδέκτη της ελληνικής σταφίδας (κυρίως της κορινθιακής). Η συνολική ζήτηση της Ε.Ε. καλύπτεται με εισαγωγές από τρίτες χώρες, κυρίως από Τουρκία, ΗΠΑ, Ιράν, Ν. Αφρική και Χιλή.
Δύο είδη κορινθιακής σταφίδας έχουν κατοχυρωθεί ως προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ). Πρόκειται για την «Κορινθιακή Σταφίδα Βοστίτσα» που παράγεται στην περιοχή της Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας και τη «Σταφίδα Ζακύνθου» που παράγεται στον νομό Ζακύνθου. Η «Σταφίδα Ηλείας» είναι τύπος κορινθιακής σταφίδας που έχει αναγνωρισθεί ως προϊόν Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ενδειξης (ΠΓΕ), ενώ ΠΓΕ είναι και η «Σταφίδα Σουλτανίνα Κρήτης».
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΝΙΦΑΒΑ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ