Το διασημότερο αμερικανικό άγαλμα του 19ου αιώνα απεικονίζει μία γυμνή Ελληνίδα σκλάβα. Ήταν ένα πρωτοποριακό έργο τέχνης που από την πρώτη στιγμή ξεσήκωσε αντιδράσεις, αλλά τελικά αγαπήθηκε όσο λίγα.
Ο Χάιραμ Πάουερς θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς γλύπτες όλων των εποχών. Γεννημένος το 1805, μεγάλωσε σε μία εποχή που οι δομές της κοινωνίας ήταν ακόμα βαθιά συντηρητικές. Η δουλεία, ο θεσμικός ρατσισμός, ο πουριτανισμός και η πολιτική αστάθεια αποτελούσαν μερικά από τα χαρακτηριστικά που περιέγραφαν την αμερικανική πραγματικότητα κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα.
Ωστόσο, η τέχνη του Πάουερς δεν επηρεαζόταν κατά κύριο λόγο από αυτά. Ο Αμερικανός καλλιτέχνης κατέτασσε τον εαυτό του στη νεοκλασική σχολή. Θαύμαζε βαθύτατα τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και αντλούσε έμπνευση από τους αρχαίους γλύπτες. Μάλιστα, το 1837 πήρε την απόφαση να μετοικήσει μόνιμα στη Φλωρεντία.
Εκείνη την εποχή η κατάσταση στη μετεπαναστατική Ελλάδα ήταν ακόμη ταραχώδης και οι αιματηρές μνήμες του αγώνα νωπές. Οι ελληνοτουρκικές συγκρούσεις δεν είχαν σταματήσει, ενώ Έλληνες που ζούσαν σε αλύτρωτα εδάφη υπέφεραν από τον τουρκικό ζυγό. Ο Πάουερς είχε παρακολουθήσει ανελλιπώς την εξέλιξη της Ελληνικής επανάστασης από τις ειδήσεις που έφταναν στην πατρίδα του. Οι ηρωικοί αγώνες των Ελλήνων τον είχαν συγκινήσει και αυτό αποτέλεσε πηγή έμπνευσης.
Το 1843, όντας πλέον τόσο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα, άρχισε να σκαλίζει το άγαλμα που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως το σπουδαιότερο έργο του. Η «Ελληνίδα Σκλάβα» απεικονίζει μία γυμνή νεαρή γυναίκα, με αλυσίδες στα χέρια. Ανάμεσα στα δεσμά της, κρατά ένα μικρό σταυρουδάκι, ενώ παράλληλα στηρίζεται σε έναν κιονίσκο.
Σύμφωνα με τον Πάουερς: «οι Τούρκοι απήγαγαν τη σκλάβα από ένα ελληνικό νησί, κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Ο πατέρας της, η μητέρα της και πιθανόν όλα τα αγαπημένα της πρόσωπα είχαν εξολοθρευτεί από τον εχθρό. Η ίδια κρατήθηκε ζωντανή ως πολύτιμο λάφυρο πολέμου. Τώρα βρίσκεται ανάμεσα σε βάρβαρους ξένους, έχοντας τη δυστυχία να θυμάται κάθε λεπτομέρεια από τα καταστροφικά γεγονότα που την οδήγησαν σ’ αυτή την κατάσταση. Στέκει εκτεθειμένη στα βλέμματα των ανθρώπων που απεχθάνεται και αναμένει τη μοίρα της με έντονο άγχος, το οποίο μετριάζεται από την πίστη της στην καλοσύνη του Θεού. Συγκεντρώστε όλα αυτά τα βάσανα μαζί, και προσθέσετε σε αυτά το σθένος και την υποταγή που αισθάνεται ένας Χριστιανός. Δεν περισσεύει χώρος για ντροπή».
Το γλυπτό του Χάιραμ Πάουερς αποτελεί ένα κράμα αρχαίας και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ο συμβολισμός πίσω από την «Ελληνίδα Σκλάβα» πηγάζει από τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες και από τα δεινά που πέρασαν οι Έλληνες-σύγχρονοι του Πάουερς στα χέρια των Τούρκων. Παράλληλα, η τεχνοτροπία θυμίζει σε μεγάλο βαθμό γνωστά αρχαιοελληνικά αγάλματα της ελληνιστικής περιόδου, όπως η Αφροδίτη της Κνίδου και η Αφροδίτη των Μεδίκων. Ο καλλιτέχνης επιχείρησε να ενώσει παρόν και παρελθόν με σκοπό το μήνυμα του να ηχήσει πιο δυνατά.
Αντιδράσεις
Όταν ο Χάιραμ Πάουερς εξέθεσε για πρώτη φορά τη «Σκλάβα», η κοινή γνώμη δεν ήταν ιδιαίτερα ένθερμη. Η εικόνα της απόλυτης γύμνιας ξένιζε τους ανθρώπους της εποχής του, οι οποίοι έτειναν να ταυτίζουν το γυμνό με το άσεμνο. Η Αμερική του 19ου αιώνα ήταν μία χώρα συντηρητική, προσκολλημένη σε αυστηρά ήθη και παρωχημένες αντιλήψεις. Αυτό αντανακλούνταν και στην τέχνη. Οι καλλιτέχνες απέφευγαν να απεικονίζουν αποκαλυπτικές σκηνές που ενδέχετο να σκανδαλίσουν τους θεατές. Για τον λόγο αυτό, ο Πάουερς θεωρήθηκε πρωτοπόρος.
Η «Ελληνίδα Σκλάβα» αποτέλεσε το πρώτο άγαλμα Αμερικανού γλύπτη το οποίο απεικόνιζε μία γυναίκα σε κανονικές διαστάσεις και χωρίς καθόλου ρουχισμό.
Προτού οι αντιδράσεις αρχίσουν να γίνονται μαζικές, ο μεγάλος γλύπτης έσπευσε να δικαιολογηθεί, επεξηγώντας τον συμβολισμό του αγάλματός του. Η νεαρή γυναίκα αναπαριστά ένα τέλειο πρότυπο χριστιανικής αγνότητας. Η στάση του σώματός της και η έκφραση του προσώπου της μαρτυρά ότι επιθυμεί να προστατευτεί από τα αδιάκριτα βλέμματα των επιτήδειων περαστικών. Επιπλέον, η γύμνια της είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού κι όχι επιλογής. Έχει αρπαχτεί από τους Τούρκους και εκτίθεται παρά τη θέλησή της στο σκλαβοπάζαρο της Πόλης.
Τα λόγια του Χάιραμ Πάουερς κατόρθωσαν να πείσουν πολλούς Αμερικανούς ιερείς, οι οποίοι αναγνώρισαν τον απώτερο χριστιανικό συμβολισμό του γλυπτού. Έτσι, υπό την καθοδήγηση των πνευματικών πατέρων, όλο και περισσότεροι πιστοί, αλλά και άνθρωποι που αρχικά το χλεύαζαν θέλησαν να θαυμάσουν το περίφημο έργο τέχνης. Σύντομα, οι εκθέσεις του Αμερικανού γλύπτη έγιναν ανάρπαστες. Λέγεται ότι σε μία από αυτές παρευρέθηκαν 50.000 επισκέπτες, οι οποίοι περίμεναν ώρες έξω από τον χώρο προκειμένου να κόψουν εισιτήριο.
Εν τω μεταξύ, στον Τύπο έφταναν επιστολές και γράφονταν πυρετωδώς άρθρα για την «Ελληνίδα Σκλάβα». Πολλοί την ταύτιζαν με τις έγχρωμες γυναίκες που επίσης βίωναν τον εξευτελισμό στα αντίστοιχα σκλαβοπάζαρα των ΗΠΑ. Άλλοι ενδιαφέρθηκαν να μάθουν περισσότερα για την Ελληνική Επανάσταση. Παράλληλα, αρκετοί ήταν οι καλλιτέχνες ―ζωγράφοι, ποιητές, συγγραφείς― που εμπνεύστηκαν με τη σειρά τους από το έργο του Πάουερς και επιχείρησαν να το «διασκευάσουν» στην δική τους τέχνη.
Επιφανείς συλλέκτες ζήτησαν από τον Χάιραμ Πάουερς να τους πουλήσει αντίγραφα της «Σκλάβας». Το αρχικό έργο ήταν φτιαγμένο από πηλό. Έτσι, το πρώτο μαρμάρινο αντίγραφο παράχθηκε στο εργαστήριο του Πάουερς το 1844. Ακολούθησε η κατασκευή άλλων πέντε γλυπτών από μάρμαρο, πανομοιότυπων με το αρχικό.
Σήμερα σώζονται και τα έξι. Μάλιστα, εκτίθενται σε περίοπτες θέσεις μεγάλων μουσείων ανά τον κόσμο, όπως η Εθνική Πινακοθήκη στην Ουάσιγκτον, το “Smithsonian American Art Museum” και το μεσαιωνικό κάστρο “Raby” στη βόρεια Αγγλία.
Η «Ελληνίδα Σκλάβα» αποτελεί έργο-σταθμό για την αμερικανική τέχνη. Μετατράπηκε ακούσια σε σύμβολο κατά της δουλείας σε μια εποχή που οι σκλάβοι στην Αμερική ανέρχονταν σε εκατομμύρια. Ταυτόχρονα, έσπασε το συντηρητικό στερεότυπο της γύμνιας, ενώ ανέδειξε κι ένα από τα διαχρονικότερα κοινωνικά ζητήματα παγκοσμίως. Η καταπίεση της γυναίκας και το εμπόριο λευκής σαρκός ήταν θέματα για τα οποία δεν γινόταν συχνά λόγος, πόσο μάλλον δημόσια. Με αφορμή το άγαλμα του Χάιραμ Πάουερς, τα φεμινιστικά κινήματα βρήκαν πάτημα για να ανοίξουν ένα δημόσιο διάλογο σχετικά με τα δικαιώματα της γυναίκας και τη συστηματική καταπίεση που αυτή υφίστατο από την κοινωνία.