Ο Δαμοκλής (αρχαία ελληνικά: Δαμοκλῆς, σύνθετη λέξη που αποτελείται από τα δῆμος και κλέος και σημαίνει «η δόξα του λαού») είναι μορφή που αναφέρεται σε ανέκδοτο με ηθικό δίδαγμα υπό τον τίτλο Δαμόκλειος Σπάθη. Πρόκειται για έναν υπαινιγμό για τον άμεσο και παντοτινό κίνδυνο που συναντάται σε άτομα μεγάλης εξουσίας.
Ο Δαμοκλής που αναφέρεται στο ανέκδοτο ήταν ένας δουλοπρεπής αυλικός και κόλακας στην αυλή του Διονυσίου Β’, ενός τυράννου των Συρακουσών της Σικελίας τον 4ο αιώνα π.Χ.
Το ανέκδοτο βρέθηκε στη χαμένη ιστοριογραφία της Σικελίας από τον Τιμαίο τον Ταυρομενίτη (356-260 π.Χ). Ο Ρωμαίος ρήτορας, Κικέρωνας, ίσως το διάβασε στον Διόδωρο Σικελιώτη, ο οποίος το χρησιμοποίησε στο «Ερωτήσεις Τυσκυλανές» (5, 61-62), πράγμα το οποίο σημαίνει πως έτσι πέρασε και στην ευρωπαϊκή κουλτούρα.
Δαμόκλειος Σπάθη
Μία ημέρα ο Διονύσιος προσεγγίζοντας τον Δαμοκλή, τον ρώτησε αν ήθελε ο ίδιος να πάρει τη θέση του απολαμβάνοντας, όλα τα προνόμια του άρχοντα, αλλά μόνο για μία ημέρα. Ο Δαμοκλής δέχθηκε με χαρά αυτήν την απρόσμενη πρόσκληση, απολαμβάνοντας όλα τα προνόμια. Με διαταγή του ίδιου του Διονυσίου του φόρεσαν τη βασιλική ενδυμασία και τον συνόδευσαν στη μεγάλη τραπεζαρία, όπου μπορούσε να απολαύσει όποιο είδος φαγητού επιθυμούσε. Ο Δαμοκλής απολάμβανε τη βασιλική μεταχείριση περιεργαζόμενος το χώρο γύρω του, όταν παρατήρησε επάνω από το κεφάλι του να κρέμεται ένα μεγάλο σπαθί, το οποίο συγκρατούσαν τρίχες αλόγου, οι οποίες θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να κοπούν με αποτέλεσμα το σπαθί να πέσει στο κεφάλι του.
Όταν ο Δαμοκλής εξέφρασε την απορία του σχετικά με το σπαθί στον Διονύσιο εκείνος του απάντησε: «Το σπαθί το τοποθέτησα εγώ ο ίδιος εκεί για να μου θυμίζει να παίρνω τις σωστές αποφάσεις για το λαό μου και σε πόσο μεγάλο κίνδυνο είναι η ζωή μου καθημερινά». Ο Δαμοκλής, όταν άκουσε την εξήγηση του Διονυσίου, πανικοβλήθηκε, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα πόσο διαφορετική είναι η ζωή ενός άρχοντα, συγκριτικά με αυτό που πίστευε. Για αυτό τον λόγο άφησε αμέσως τη ζωή του άρχοντα, αδιαφορώντας για τα μεγαλεία, τις αξιώσεις και τις τιμές και ζήτησε να μεταφερθεί στη παλαιά ταπεινή του θέση.
Συμβολισμός
Η φράση αυτή χρησιμοποιείται συμβολικά για να δηλώσει είτε μία επικείμενη μεγάλη καταστροφή, είτε την απειλή τιμωρίας μεγάλου μεγέθους. Η φράση χαρακτηρίζει τον συνεχή φοβερό και θανάσιμο κίνδυνο, που απειλεί τον άνθρωπο κάθε στιγμή, όταν αυτός θέτει ως προτεραιότητα της ζωής του την προσωπική ευημερία, τη ματαιοδοξία και τον υλισμό.
Όπως ο αυλοκόλακας Δαμοκλής, υπό το φόβο της τιμωρίας, άλλαξε και έγινε ταπεινός, έτσι και αυτή η φράση είναι και μια προειδοποίηση για αλλαγή, σε όσους ακολουθούν στη ζωή τους το δρόμο του εγωκεντρισμού, του υπερκαταναλωτισμού και αυτού της προσωπικής και εφήμερης απόλαυσης έναντι του κοινού καλού.