Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Χριστιανισμός απέκτησε το επίσημο δικαίωμα να υπάρχει και να αναπτύσσεται. Το πρώτο διάταγμα που ευνοούσε τον Χριστιανισμό, εκδόθηκε το 311 από τον Γαλέριο, που υπήρξε ένας από τους πιο άγριους διώκτες του.
Το διάταγμα αυτό συγχωρούσε τους Χριστιανούς για την αντίστασή τους στις διαταγές της κυβέρνησης να επιστρέψουν στην ειδωλολατρία και αναγνώριζε το νόμιμο δικαίωμά τους να υπάρχουν. «Οι Χριστιανοί», έγραφε το διάταγμα, «μπορούν και πάλι να έχουν τις συναντήσεις τους, εφόσον δεν κάνουν τίποτε το αντίθετο προς το κοινό καλό και υποχρεώνονται να προσεύχονται στον Θεό τους για το καλό μας και το καλό της πολιτείας».[1]
Δύο χρόνια αργότερα, μετά τη νίκη του εναντίον του Μαξεντίου και τη συμφωνία του με τον Λικίνιο στο Μιλάνο, εξέδωσαν το εξαιρετικά ενδιαφέρον έγγραφο, που, λανθασμένα, ονομάζεται Έδικτο του Μιλάνου. Το πρωτότυπο του εγγράφου δεν έχει διασωθεί, αλλά ένα λατινικό διάταγμα, που έστειλε ο Λικίνιος στο νομάρχη της Νικομήδειας, έχει διασωθεί από τον Λακτάντιο. Μια ελληνική μετάφραση του λατινικού πρωτοτύπου υπάρχει στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου.
Σύμφωνα με αυτό το διάταγμα οι Χριστιανοί και όσοι πίστευαν σε άλλες θρησκείες, είχαν πλήρη ελευθερία να ακολουθούν οποιαδήποτε θρησκεία ήθελαν. Όλα τα εναντίον των Χριστιανών μέτρα θεωρούνταν άκυρα.[2]
Το 1891 ο Γερμανός λόγιος O. Seeck διατύπωσε τη θεωρία ότι ποτέ δεν εκδόθηκε το Έδικτο του Μιλάνου. Το μόνο Έδικτο που εκδόθηκε, γράφει, είναι το Έδικτο της ανεκτικότητας του Γαλέριου, που κυκλοφόρησε το 311.[3] Η σύγχρονη όμως ιστορική επιστήμη, δεν δέχεται καθόλου την άποψη αυτή.
Το συμπέρασμα πάντως είναι ότι ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος έδωσαν στον Χριστιανισμό τα δικαιώματα που είχαν οι ειδωλολάτρες και οι άλλες θρησκείες. Είναι πρόωρο να μιλάει κανείς για θρίαμβο του Χριστιανισμού την εποχή του Κωνσταντίνου, ο οποίος νόμιζε ότι ο Χριστιανισμός μπορούσε να συμβιβαστεί με την ειδωλολατρία.
Το σημαντικότερο γεγονός είναι ότι όχι μόνον έδωσε στους Χριστιανούς το δικαίωμα να υπάρχουν, αλλά και τους έβαλε κάτω από την προστασία του κράτους. Το γεγονός αυτό αποτελεί έναν εξαιρετικής σημασίας σταθμό για την ιστορία του Χριστιανισμού. Οπωσδήποτε όμως το Έδικτο της Νικομήδειας δεν αποτελεί βάση για την άποψη ορισμένων ιστορικών ότι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου ο Χριστιανισμός είχε τοποθετηθεί πάνω από όλες τις θρησκείες, ότι οι άλλες θρησκείες ήταν απλώς ανεκτές[4] και ότι το Έδικτο του Μιλάνου δεν διακήρυσσε μια τακτική ανεκτικότητας, αλλά την υπεροχή του Χριστιανισμού.[5]
Όταν προκύπτει το ζήτημα της εκλογής μεταξύ της υπεροχής ή των ίσων δικαιωμάτων του Χριστιανισμού, πρέπει ασφαλώς να κλίνουμε προς τα ίσα δικαιώματα. Παρ’ όλα αυτά, η σημασία του Εδίκτου της Νικομήδειας είναι μεγάλη. Όπως λέει ένας ιστορικός, «στην πραγματικότητα, χωρίς υπερβολές η σημασία του Εδίκτου του Μιλάνου παραμένει ασυζήτητα μεγάλη, γιατί αποτελεί μια πράξη που έθεσε τέρμα στην (εκτός Νόμου) θέση των Χριστιανών, ενώ συγχρόνως αναγνώρισε πλήρη θρησκευτική ελευθερία, υποβιβάζοντας έτσι την ειδωλολατρία, de jure, από την προηγούμενή της θέση, ως της μόνης επίσημης θρησκείας, στην ίδια θέση που είχαν και οι άλλες θρησκείες».[6]
Η στάση του Κωνσταντίνου απέναντι στην Εκκλησία
Ο Κωνσταντίνος έκανε κάτι παραπάνω από την απλή παραχώρηση δικαιωμάτων στον Χριστιανισμό. Έδωσε στους Χριστιανούς κληρικούς όλα τα δικαιώματα που είχαν οι ειδωλολάτρες ιερείς. Τους απάλλαξε από τους κρατικούς φόρους, καθώς και από άλλες υποχρεώσεις που θα μπορούσαν να τους αποσπάσουν από τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να κληρονομήσει την ιδιοκτησία του στην Εκκλησία, η οποία πάλι αποκτούσε το δικαίωμα της κληρονομιάς. Έτσι, μαζί με τη διακήρυξη της θρησκευτικής ελευθερίας, αναγνωριζόταν και η νομική υπόσταση κάθε χριστιανικής κοινότητας. Από νομικής πλευράς, ο Χριστιανισμός αποκτούσε μια τελείως νέα θέση.
Πολύ αξιόλογα προνόμια δόθηκαν στα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Κάθε άνθρωπος είχε το δικαίωμα, αν συμφωνούσε ο αντίπαλός του, να συζητήσει μια αγωγή, έστω και μη εκκλησιαστικής φύσης, στο εκκλησιαστικό δικαστήριο, έστω κι αν η συζήτηση της υπόθεσης είχε ήδη αρχίσει σε άλλο, μη εκκλησιαστικό δικαστήριο.
Προς το τέλος της βασιλείας του Κωνσταντίνου, τα δικαιώματα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο:
1) Οι αποφάσεις ενός Επισκόπου έπρεπε να γίνουν δεκτές ως τελικές για περιπτώσεις σχετικές με ανθρώπους οποιασδήποτε ηλικίας.
2) Οποιαδήποτε περίπτωση – που δεν αφορούσε το εκκλησιαστικό δικαστήριο – μπορούσε να διαβιβαστεί σ’ αυτό, σε οποιαδήποτε στιγμή, έστω και αν ο αντίπαλος δε συμφωνούσε.
3) Οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων έπρεπε να επικυρωθούν από τα πολιτικά δικαστήρια.
Όλα αυτά τα προνόμια αύξησαν την εξουσιαστική δύναμη των Επισκόπων μέσα στην κοινωνία, αλλά συγχρόνως πρόσθεσαν ένα βαρύ φορτίο στις ευθύνες τους και δημιούργησαν πολλές περιπλοκές. Εκείνοι που έχαναν μια δίκη, μη έχοντας το δικαίωμα της έφεσης, έστω κι αν η απόφαση του Επισκόπου δεν ήταν σωστή, έμεναν συχνά ανικανοποίητοι και ερεθισμένοι. Επιπλέον, τα νέα αυτά καθήκοντα των Επισκόπων έκαναν τη ζωή τους πολύ πιο πολύπλοκη.
Η Εκκλησία συγχρόνως πλούτιζε χάρη στις δωρεές που έπαιρνε από διάφορες πηγές, με τη μορφή κτημάτων, χρημάτων ή σταριού. Οι Χριστιανοί δεν ήταν υποχρεωμένοι να συμμετέχουν σε ειδωλολατρικές γιορτές. Συγχρόνως, η χριστιανική επίδραση έφερε κάποιο μετριασμό στην τιμωρία των εγκληματιών.
Επιπλέον, το όνομα του Κωνσταντίνου συνδέεται με την ανέγερση πολλών ναών σε όλα τα μέρη της τεράστιας αυτοκρατορίας του. Η βασιλική του Αγίου Πέτρου και η βασιλική του Λατερανού της Ρώμης, αποδίδονται σ’ αυτόν. Ιδιαιτέρως ενδιαφέρθηκε για την Παλαιστίνη, όπου η μητέρα του Ελένη, όπως πιστεύεται, βρήκε τον αληθινό Σταυρό. Στην Ιερουσαλήμ, εκεί όπου είχαν θάψει τον Χριστό, κτίσθηκε ο ναός του Αγίου Τάφου, ενώ στο Όρος των Ελαιών, ο Κωνσταντίνος έχτισε το ναό της Ανάληψης και στη Βηθλεέμ το ναό της Γέννησης.
Η νέα πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, και τα περίχωρά της επίσης πλουτίσθηκαν με πολλούς ναούς, κυριότεροι από τους οποίους είναι ο ναός των Αγίων Αποστόλων και ο ναός της Αγίας Ειρήνης. Είναι δυνατόν επίσης ο Κωνσταντίνος να έχει θεμελιώσει την Αγία Σοφία, που συμπληρώθηκε από το διάδοχό του Κωνστάντιο. Πολλοί άλλοι ναοί κατασκευάστηκαν σε διάφορα μέρη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου στην Αντιόχεια, τη Νικομήδεια και τη Βόρεια Αφρική.
Μετά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου, αναπτύχθηκαν τρία αξιόλογα χριστιανικά κέντρα: Η χριστιανική Ρώμη, στην Ιταλία – αν και η συμπάθεια προς την ειδωλολατρία εξακολούθησε να υπάρχει εκεί για αρκετό διάστημα – η χριστιανική Κωνσταντινούπολη, που σύντομα έγινε για τους Χριστιανούς της Ανατολής μια δεύτερη Ρώμη και, τελικά, η χριστιανική Ιερουσαλήμ. Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον αυτοκράτορα Τίτο, το 70 μ.Χ. και το σχηματισμό στη θέση της, της ρωμαϊκής αποικίας Aeolia Capitolina, κατά τα διάρκεια της βασιλείας του Αδριανού, τον 2ο αιώνα μ.Χ., η αρχαία Ιερουσαλήμ είχε χάσει την αξία της, αν και υπήρξε η μητέρα Εκκλησία της Χριστιανοσύνης και το κέντρο της πρώτης αποστολικής διδασκαλίας. Η χριστιανική Ιερουσαλήμ αναζωογονήθηκε την εποχή του Κωνσταντίνου.
Οι ναοί που κτίσθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής στα τρία κέντρα, που αναφέραμε παραπάνω, υπήρξαν τα σύμβολα του θριάμβου της χριστιανικής εκκλησίας, που γρήγορα έγινε η επίσημη εκκλησία του κράτους. Η ιδέα της επί γης Βασιλείας ήταν τελείως νέα και αντίθετη προς τη βασική αρχή του Χριστιανισμού ότι η Βασιλεία του Θεού δεν είναι του κόσμου αυτού και ότι πλησιάζει σύντομα το τέλος του κόσμου.[7]
Ο Αρειανισμός και η Σύνοδος της Νίκαιας
Μετά την καθιέρωση των νέων συνθηκών, στις αρχές του 4ου αιώνα, η Εκκλησία έζησε μια περίοδο εντατικής δημιουργικής δράσης, η οποία εκδηλώθηκε κυρίως στο δογματικό τομέα. Τον 4ο αιώνα τα δογματικά ζητήματα δεν απασχολούσαν μόνον τα άτομα, όπως συνέβηκε στον 3ο αιώνα με τον Τερτυλλιανό ή τον Ωριγένη, αλλά ολόκληρες ομάδες ανθρώπων που αποτελούνταν από καλά οργανωμένα άτομα.
Τον 4ο αιώνα οι Σύνοδοι έγιναν ένα κοινό μέσο, το οποίο θεωρείτο ως το μόνο κατάλληλο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων εκείνων που ήταν συζητήσιμα.
Με την προσπάθεια αυτή, όμως, παρουσιάζεται ένας νέος παράγοντας στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, ένας παράγοντας σημαντικός για τη μετέπειτα ιστορία της εξέλιξης των σχέσεων μεταξύ των πνευματικών και υλικών δυνάμεων. Ήδη από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου το κράτος έπαιρνε μέρος στις θρησκευτικές φιλονικίες, διευθύνοντάς τις κατάλληλα. Φυσικά, πολλές φορές, τα συμφέροντα του κράτους δεν συνέπιπταν με τα συμφέροντα της Εκκλησίας.
Για πολλούς αιώνες το κέντρο πολιτισμού της Ανατολής υπήρξε η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου η επιστημονική δράση είχε μεταβληθεί σ’ ένα δυνατό ρεύμα. Ήταν φυσικό οι νέες δογματικές ιδέες να προέλθουν από την Αλεξάνδρεια, η οποία, όπως τονίζει ο καθηγητής A. Spassky «έγινε στην Ανατολή το κέντρο της θεολογικής εξέλιξης, αποκτώντας έτσι, στο χριστιανικό κόσμο, τη φήμη μιας φιλοσοφημένης Εκκλησίας, που ποτέ της δεν κουράστηκε να μελετάει μεγάλα θρησκευτικά και επιστημονικά προβλήματα».[8] Αν και ο Άρειος, που το όνομά του δόθηκε στην πιο σπουδαία αιρετική διδασκαλία της εποχής του Κωνσταντίνου, υπήρξε ένας Αλεξανδρινός ιερέας, το δόγμα του έχει τόπο προέλευσης την Αντιόχεια της Συρίας, όπου ο Λουκιανός, ένας από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής εκείνης, είχε ιδρύσει μια θεολογική σχολή, η οποία, όπως λέει ο A. Harnack, υπήρξε η γενέτειρα του Αρειανισμού. Ο Λουκιανός είναι, κατά τον Harnack, «ο Άρειος που προηγήθηκε από τον Άρειο».[9]
Ο Άρειος δίδασκε ότι ο Υιός του Θεού υπήρξε ένα δημιούργημα «κτίσμα», όπως είναι όλα τα άλλα δημιουργήματα του Θεού. Η ιδέα αυτή αποτελεί τη βάση του Αρειανισμού. Εκτός από την Αίγυπτο, στην Καισάρεια ο Ευσέβιος και στη Νικομήδεια ο Επίσκοπος Ευσέβιος, ακολούθησαν το παράδειγμα του Αρείου. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, όμως, απέκλεισε τον Άρειο από τη συμμετοχή στη θεία ευχαριστία, παρά τις προσπάθειες των φίλων του που θέλησαν να τον βοηθήσουν. Συγχρόνως απέτυχε κάθε άλλη προσπάθεια που έγινε με το σκοπό να ειρηνεύσει και να ησυχάσει η Εκκλησία.
Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος μόλις είχε νικήσει τον Λικίνιο, αποκτώντας έτσι όλη την εξουσία στα χέρια του, έφτασε το 324 στη Νικομήδεια, όπου άκουσε πολλά παράπονα, τόσο από τους αιρετικούς, όσο και από τους αντιπάλους τους. Θέλοντας, πάνω απ’ όλα, να καθιερώσει μια θρησκευτική ειρήνη στην αυτοκρατορία του και μη εννοώντας την έκταση και τη σημασία της δογματικής διαμάχης, ο αυτοκράτορας έστειλε ένα γράμμα στον Επίσκοπο Αλέξανδρο και στον Άρειο, με το οποίο τους προέτρεπε να βρουν κάποιον τρόπο συμφωνίας, προβάλλοντάς τους για παράδειγμα τους φιλοσόφους που ζουν ειρηνικά, παρά τις διαφορές που τους χωρίζουν.
Επίσης ανέφερε στο γράμμα του ότι δεν θα ήταν δύσκολη μια συμφωνία, αφού και οι δυο, ο Αλέξανδρος και ο Άρειος, πίστευαν στη Θεία Πρόνοια και τον Ιησού Χριστό. Επιπλέον, ο Κωνσταντίνος έγραφε τα εξής: «Δώστε μου πίσω την ηρεμία έτσι ώστε η χαρά μου και η γαλήνη να ρυθμίζουν, από τώρα και στο εξής, τη ζωή μου».[10]
Το γράμμα αυτό στάλθηκε στην Αλεξάνδρεια μέσω του Επισκόπου της Κορδούης της Ισπανίας Οσίου, τον οποίον ο Κωνσταντίνος εκτιμούσε πολύ. Ο Επίσκοπος αυτός πήγε το γράμμα, μελέτησε προσεκτικά την κατάσταση και επιστρέφοντας εξήγησε στον αυτοκράτορα την πλήρη σημασία της κίνησης του Αρείου, οπότε, τότε μόνον, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να συγκαλέσει μια Σύνοδο.
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος έγινε το 325, στη Νίκαια της Βιθυνίας. Ο ακριβής αριθμός των πατέρων που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο δεν είναι γνωστός, αν και συνήθως αναφέρεται ο αριθμός 318. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Επίσκοποι των περιοχών της Ανατολής, ο δε ηλικιωμένος Επίσκοπος Ρώμης έστειλε στη θέση του δύο ιερείς. Η πιο σοβαρή υπόθεση την οποία συζήτησε η Σύνοδος, πρόεδρος της οποίας ήταν ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, υπήρξε η θεωρία του Αρείου.
Τα πρακτικά της Συνόδου της Νίκαιας, δεν έχουν διασωθεί. Μερικοί μάλιστα αμφιβάλουν αν κρατήθηκαν γραπτά πρακτικά. Πληροφορίες σχετικές με τη Σύνοδο έχουμε μόνον από αυτούς που έλαβαν μέρος σ’ αυτήν, καθώς και από τους ιστορικούς.[11] Ο πιο ενθουσιώδης και ικανός αντίπαλος του Αρείου υπήρξε ο Αρχιδιάκονος της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, Αθανάσιος. Ύστερα από ζωηρές συζητήσεις, η Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση του Αρείου, ο Χριστός αναγνωρίζεται ως ο Υιός του Θεού, «γεννηθείς και ου ποιηθείς», «ομοούσιος τω Πατρί».
Το σύμβολο αυτό της πίστης το υπέγραψαν πολλοί οπαδοί του Αρείου, ενώ οι πιο επίμονοι από αυτούς, μαζί με τον Άρειο, καταδικάστηκαν σε περιορισμό και εξορία. Ένας από τους πιο ειδικούς στο ζήτημα του Αρειανισμού, γράφει ότι «ο Αρειανισμός ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις και μέσα σε λίγα χρόνια επικράτησε στην Ανατολή. Αλλά η δύναμή του χάθηκε, από τη στιγμή που συγκροτήθηκε η Σύνοδος, κάτω από το βάρος της αποδοκιμασίας του χριστιανικού κόσμου… ο Αρειανισμός φαινόταν απελπιστικά συντριμμένος όταν τελείωσε η Σύνοδος».[12]
Η επίσημη διακήρυξη της Συνόδου ανάγγειλε σε όλες τις χριστιανικές κοινότητες τη νέα κατάσταση αρμονίας και ειρήνης που επεκράτησε στην Εκκλησία. Ο Κωνσταντίνος έγραφε: «Ο διάβολος δεν έχει πια καμιά δύναμη εναντίον μας, εφόσον εκείνο, που με κακοήθεια είχε επινοήσει για την καταστροφή μας, χτυπήθηκε γερά στη ρίζα του. Η αλήθεια, με τη βοήθεια του Θεού, σκόρπισε όλες τις διαφωνίες, τα σχίσματα, τις οχλαγωγίες και τα θανάσιμα δηλητήρια της ασυμφωνίας».[13]
Η πραγματικότητα όμως διέψευσε τις ελπίδες του Κωνσταντίνου. Η Σύνοδος της Νίκαιας καταδικάζοντας τον Άρειο, όχι μόνον απέτυχε να δώσει κάποιο τέλος στον Αρειανισμό, αλλά και προκάλεσε πολλές άλλες περιπλοκές. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος άλλαξε στάση απέναντι στους οπαδούς του Αρείου και λίγα χρόνια μετά τη Σύνοδο, ο Άρειος και οι πιο θερμοί του οπαδοί γύρισαν πίσω από τον τόπο της εξορίας τους. Αλλά η ανασυγκρότηση του Αρειανισμού εμποδίστηκε από τον ξαφνικό θάνατο του ιδρυτή του. Και το Σύμβολο της πίστης της Νίκαιας, αν και ποτέ δεν ακυρώθηκε επίσημα, ξεχάστηκε σκόπιμα και εν μέρει αντικαταστάθηκε από άλλους τύπους.
Είναι δύσκολο να εξηγήσουμε τις αιτίες τόσο της αντίθεσης εναντίον της Συνόδου της Νίκαιας όσο και της αλλαγής της στάσης του Κωνσταντίνου. Ίσως ανάμεσα από τις πολλές εξηγήσεις (επιδράσεις της αυλής, οικογενειακοί λόγοι κλπ.) θα πρέπει να προσέξουμε την εξής: όταν ο Κωνσταντίνος προσπάθησε για πρώτη φορά να αντιμετωπίσει το θέμα του Αρειανισμού, δεν είχε ακόμα γνωρίσει στην Ανατολή τη θρησκευτική κατάσταση, η οποία ευνοούσε τον Άρειο.
Ο αυτοκράτορας είχε εκπαιδευτεί στη Δύση και γι’ αυτό είχε υποστεί την επιρροή των Δυτικών, όπως π.χ. του Επισκόπου της Κορδούης, Οσίου, πράγμα που τον οδήγησε στο να υποστηρίξει το Σύμβολο της Νίκαιας. Η υποστήριξή του αυτή βέβαια συμφωνούσε με τις απόψεις του, αλλά δεν ήταν σύμφωνη προς τις απόψεις που επικρατούσαν στην Ανατολή. Όταν ο Κωνσταντίνος κατάλαβε αργότερα ότι οι αποφάσεις της Νίκαιας δεν ήταν σύμφωνες με το πνεύμα της πλειονότητας της Εκκλησίας και ότι αυτές οι αποφάσεις ήταν αντίθετες προς τις επιθυμίες των κατοίκων της Ανατολής, θέλησε να αλλάξει τακτική.
Έτσι κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της βασιλείας του Κωνσταντίνου, ο Αρειανισμός εισχώρησε ακόμα και στην Αυλή του αυτοκράτορα, αποκτώντας όλο και περισσότερη δύναμη στην ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας. Πολλοί από τους πρωτεργάτες του Συμβόλου της Πίστης καθαιρέθηκαν και στάλθηκαν στην εξορία.
Η ιστορία όμως της επικράτησης του Αρείου κατά την περίοδο αυτή, δεν είναι αρκετά καθαρή, γιατί οι σχετικές πηγές δεν βρίσκονται σε καλή κατάσταση.Ο Κωνσταντίνος έμεινε ειδωλολάτρης μέχρι τον τελευταίο χρόνο της ζωής του. Μόνο στο κρεβάτι του θανάτου του βαφτίστηκε από τον οπαδό του Αρείου Επίσκοπο Νικομήδειας Ευσέβιο, ενώ συγχρόνως, όπως παρατηρεί ο A. Spassky, έδινε εντολή να ανακληθεί ο Αθανάσιος, ο γνωστός αντίπαλος του Αρείου. Ο Κωνσταντίνος έκανε τα παιδιά του Χριστιανούς.
Υποσημειώσεις:
[1] Lactanius, «De mortibus persecutorum» 34, 4-5: Eusebius, «Historia ecclesiastica», viii 17, 9-10.
[2] Lactanius, «De mortibus persecutorum» 48, 4-8: Eusebius, «Historia ecclesiastica», Χ, 5, 6-9.
[3] «Das sogenannte Edikt von Mainland», «Zeitschrift für Kirchengeschichte», XII (1891), 381-386. Βλέπε επίσης «Geschichte der Untergangs der antiken Welt» (2η έκδοση, Berlin 1897), 495.
[4] A. Lebedev, «Η εποχή των διωγμών των Χριστιανών», (St. Petersburg, 1904) σελίδες 300-301.
[5] N. Grossu, «Το Έδικτο του Μιλάνου», σελίδες 29-30 (έκδοση της Θεολογικής Ακαδημίας του Κιέβου, 1913).
[6] A. Brilliantov, «Ο Μέγας Κωνσταντίνος και το Έδικτο του Μιλάνου» (Petrograd, 1916, σελίδα 157), M.A. Huttman «The Establishment of Christianity and the Proscription of Paganism», 123. Δες και Maurice «Numismatique Constantinienne» II, iv, όπου φαίνεται από τα νομίσματα η ελεύθερη συνύπαρξη του Χριστιανισμού και της ειδωλολατρίας.
[7] V. Barthhold, «Πρακτικά του Ανατολικού Κολλεγίου» (Leningrad 1925, σελίδα 163).
[8] «Ιστορία των Δογματικών κινήσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου των Οικουμενικών Συνόδων» (Sergriev Posad, 1906, σελίδα 137).
[9] «Lehrbuch der Dogmengeschichte» (4η έκδοση, 1919), II, 187.
[10] Eusebius, «Vita Constantini», II, 72, von Heikel, Eusebius Werke, 71, «Nicene and Post-Nicene Fathers» I. 518.
[11] S.A. Wilkenhauser, «Zur Frage der Existenz von Nizanischen Synodal protocolen», Gesammelte Studien, F. Dölger, 122-142.
[12] H. Gwatkin, «Studies in Arianism» (2η έκδοση, 1900), 1-2.
[13] Socratis, «Historia ecclesiastica», I, 9. Βλέπε και «Nicene and Post-Nicene Fathers», ΙΙ, 13.
http://byzantin-history.blogspot.gr/2009/09/blog-post_23.html