της Αννας Στεργίου
Συγγνώμη, έβαφαν και οι αρχαίες Ελληνίδες τα μαλλιά τους; Πολύ πιθανόν, διότι γνώριζαν το μυρτίτη. Αν και η Κοσμετολογία δεν ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη, το φαρμακείο των αρχαίων Ελλήνων διέθετε κάθε λογής σκευάσματα, από κείνα που κάνουν «κεφάλι», βλέπε όπιο, μέχρι υπόθετα, έμπλαστρα, καθαρτικά, ώς και βότανα για εκτρώσεις! Οσο για τους γιατρούς, είχαν από τότε τις διαμάχες τους, εξαιτίας της πολυφαρμακίας…
Το ελληνικό φαρμακείο της φύσης, που αριθμεί περίπου 6.500 αυτοφυή φυτά, αποτέλεσε διαχρονικά πραγματικό θησαυρό υγείας, ευεξίας και θεραπείας για την επούλωση τραυμάτων. Στο φαρμακευτικό κατάλογο θα μπορούσαν κάλλιστα να προστεθούν επίδεσμοι για τραύματα, θεραπευτικοί ζωμοί, λίπη, προϊόντα της κυψέλης κ.ά., αλλά και συγκροτημένες ομάδες που ασχολούνταν με την Υγεία.
«Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί πως υπήρχαν ιατρικές σχολές και πριν από την ιπποκρατική περίοδο -Κυρήνης, Ρόδου, Κρότωνα, Κνίδου κ.ά.- όπου οι Ασκληπιάδες δίδασκαν μυστικώς στους απογόνους τους την ιατρική, αλλά σταδιακά τη μάθαιναν και ξένοι», εξηγεί η Ελένη Σκαλτσά, καθηγήτρια στον Τομέα Φαρμακογνωσίας και Χημείας στη Φαρμακευτική Σχολή Αθηνών, μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας της Ιστορίας της Φαρμακευτικής.Οι περιοδευτές
«Η θεραπευτική διδασκόταν κι από περιοδευτές, που ήταν πλανόδιοι θεραπευτές και ιατροσοφιστές, οι οποίοι δεν ήταν γιατροί, αλλά σοφιστές που εκμεταλλεύονταν την αμάθεια και την ευπιστία. Υπήρχαν οι στρατιωτικοί ιατροί, οι αλειπτές ή μιγματοπώλες, που εμπορεύονταν φάρμακα, δηλητήρια, καλλυντικά κ.λπ., οι φαρμακείς ή φαρμακίδες, γυναίκες που ασχολούνταν με τη συλλογή βοτάνων, οι μυροπώλες, που πωλούσαν μύρα, αλοιφές, θυμιάματα κ.λπ., και οι μαίες, γυναίκες καταγόμενες συνήθως από τη Φρυγία και τη Θεσσαλία, που εκτός των άλλων ασχολούνταν με τα εκτρωτικά φάρμακα».
Βεβαίως, όσο η μαγικοθρησκευτική αντίληψη επικρατούσε, η θεραπευτική ήταν αποκλειστικά κτήμα των ιερέων. Για χιλιάδες χρόνια, η φαρμακευτική χρήση των φυτών περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στη θεραπεία πληγών και τραυμάτων, αφού όλες οι μη τραυματικές παθήσεις αποδίδονταν σε πράξεις των θεών, άποψη που ίσχυε πριν από τον Ιπποκράτη και στην αρχαία Ελλάδα.
Επιγραφές, αναθηματικές πλάκες των Ασκληπιείων, χειρόγραφα της εποχής, η Θεογονία του Ησιόδου τον 8ο αιώνα π.Χ., τα Ομηρικά και τα Ορφικά έπη περιέχουν σημαντικές πληροφορίες για την ιατρική περίθαλψη της εποχής. Από τους υστερομινωικούς χρόνους ήταν γνωστή η χρήση του οπίου, όπως μαρτυρεί αγαλματίδιο, που ονομάστηκε «η θεά των μηκώνων», εξηγεί η καθηγήτρια Ελένη Σκαλτσά.
Στα Ορφικά έπη (6ος αιώνας π.Χ.) αναφέρονται ο κέδρος, το ψύλλιον, ο κνίκος, η αγχούσα, ο μανδραγόρας, η ανεμώνη κ.ά. Στα Ομηρικά έπη αναφέρονται αρκετά φυτά, με ατελείς περιγραφές, πιθανόν επειδή ο Ομηρος ήταν τυφλός. Τα «ανδροφόνα ή θυμοφθόρα φάρμακα» ήταν δηλητηριώδη βότανα με τα οποία άλειφαν βέλη ή δηλητηρίαζαν την τροφή. Τα «ήπια ή οδυνήφατα φάρμακα» ήταν παυσίπονα. Τα «λυγρά ή κακά φάρμακα» προκαλούσαν αμνησία.
Τα σιρόπια δεν ήταν γνωστά στους αρχαίους Ελληνες, οι οποίοι αντ’ αυτών χρησιμοποιούσαν τα οξυμέλιτα (σκευάσματα με κύρια συστατικά το ξίδι και το μέλι). Τα σιρόπια χρησιμοποίησαν στη θεραπευτική οι Αραβες. Ειδικότερα η θεραπευτική των αρχαίων Ελλήνων χωρίζεται σε τρεις περιόδους:
1 Προϊπποκρατική περίοδος (3000 π.Χ.-5ος αιώνας π.Χ.): προς το τέλος της περιόδου παρατηρείται αλλαγή θεώρησης της θεραπευτικής και οι θεοκρατικές απόψεις αντικαθίστανται από φιλοσοφικές αντιλήψεις.
2 Ιπποκρατική (5ος-3ος αιώνας π.Χ.): συμπίπτει με το απόγειο του ελληνικού πολιτισμού.
3 Αλεξανδρινή ή ελληνιστική (3ος αιώνας π.Χ.-641 μ.Χ.): σ’ αυτήν εντάσσεται και η ελληνορωμαϊκή περίοδος (146 π.Χ., υποταγή των αρχαίων Ελλήνων στους Ρωμαίους, ώς το 395 μ.Χ., που χωρίστηκε το ρωμαϊκό κράτος σε δυτικό και ανατολικό).
Η Οδύσσεια δίνει σημαντικές πληροφορίες για τα βότανα της εποχής, όπως στην δ’ ραψωδία, για το νηπενθές, το οποίο αφ’ ενός είχε έντονη φαρμακοδυναμική δράση σε συνέργεια με το κρασί, αφ’ ετέρου ήταν «κατευναστικόν και παυσίλυπον».
Στον Ομηρο αναφέρεται ένα είδος γάζας, η ονομαζόμενη σφενδόνη, από καλοστριμμένο μαλλί προβάτου, με την οποία έδεναν τα τραύματα. Η σφενδόνη-επίδεσμος αναφέρεται αργότερα κι απ’ τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό.
Η παρουσία του Ιπποκράτη βέβαια είναι καταλυτική (460 π.Χ.-377 ή 356 π.Χ.). Η θεραπευτική αποκτά υπόσταση ως ανεξάρτητη επιστήμη, απομακρύνεται από μαγεία και δεισιδαιμονίες και βασίζεται στην άμεση παρατήρηση και το πείραμα.
Εκείνη την περίοδο εμφανίζονται πολλοί «ριζοτόμοι», οι οποίοι φαίνεται πως ασχολούνταν με εξόρυξη ριζών, συλλογή βοτάνων και καλλιέργεια φαρμακευτικών φυτών. Πολλοί ήταν συγχρόνως ιατροί και συγγραφείς βοτανολογίων, που ονομάζονται «Ριζοτομικά» ή «Ριζοτομούμενα». Ορισμένοι ριζοτόμοι, κατά τη συλλογή φυτών, επιδίδονταν και σε μαγικοθρησκευτικές τελετές· γεγονός που δημιούργησε διχογνωμία για το έργο τους. Στο έργο του Ιπποκράτη αριθμούνται 336 δρόγες χωρίς περιγραφή, πιθανόν διότι τις θεωρούσε γνωστές από τους «ριζοτόμους».
Δύο σημαντικές σχολές
Κατά την ελληνιστική περίοδο, το κέντρο του πολιτισμού από την Αθήνα μεταφέρεται στην Αλεξάνδρεια. Ιδρύεται το «Μουσείο», το πρώτο πανεπιστήμιο, με κυριότερη Σχολή την Ιατρική. Χωρίς να διαχωριστεί η Φαρμακευτική από την Ιατρική γίνεται διάκριση σε τρεις κλάδους: Χειρουργική, Διαιτητική (που ασχολούνταν με την Παθολογία) και Φαρμακευτική, ενώ ιδρύονται και δύο σημαντικές σχολές:
Η Εμπειρική, από τον Ηρόφιλο (3ος αιώνας π.Χ.) και
Η Δογματική, από τον Ερασίστρατο (3ος αιώνας π.Χ.).
Οι οπαδοί της Εμπειρικής Σχολής δεν αναζητούν τις αιτίες των ασθενειών, συσχετίζουν απλά τα περιστατικά και χρησιμοποιούν όμοια φάρμακα σε παρεμφερείς περιπτώσεις, καταλήγοντας στην πολυφαρμακία! Ο Ερασίστρατος απέκρουσε την πολυφαρμακία, ήταν υπέρ των απλών φαρμάκων και απέρριπτε το όπιο και τα καθάρσια.
Εξαίρετος ριζοτόμος υπήρξε ο Κρατεύας ο ΙΙ (1ος αιώνας π.Χ.), που έγραψε το πρώτο βοτανολόγιο με έγχρωμες εικόνες. Είχε τίτλο «Ριζοτομικόν» και περιγράφονταν αλφαβητικά τα φαρμακευτικά φυτά και οι θεραπευτικές τους ιδιότητες. Το έργο έχει χαθεί αλλά γνήσια αποσπάσματα βρίσκουμε στον Κωνσταντινουπολιτικό κώδικα του Διοσκουρίδη. Ο ίδιος ήταν γιατρός του Μιθριδάτη του Ευπάτορος, και με εντολή του παρασκεύασε το «μιθριδάτειο έκλειγμα», αντίδοτο δηλητηρίων, που περιείχε 54 απλά φάρμακα! Αργότερα τροποποιήθηκε απ’ τον Ανδρόμαχο τον πρεσβύτερο (1ος αιώνας μ.Χ.), ενώ στο Μεσαίωνα η φήμη του γιγαντώθηκε και χρησιμοποιήθηκε, με συνεχείς αλλαγές, μέχρι και το 18ο αιώνα!
Eλευθεροτυπία