«Το τραγικότερο θύμα των πολέμων και των κάθε λογής επιδρομών υπήρξαν τα κλασσικά μνημεία και έργα τέχνης και κυρίως η Ακρόπολη. Στον τρίτο αιώνα μ.χ., κατά την εισβολή των Γότθων και Ερούλων (το 267) στην Ελλάδα, αφανίσθηκαν πολλά αρχαία κτίρια και καλλιτεχνήματα. Οι Ερούλοι, γερμανικό φύλο, κατά τη διάβαση του Αιγαίου, κατέστρεψαν το Ηραίο της Σάμου. Λεηλάτησαν την Αθήνα, την Κόρινθο και την Ολυμπία.
Το 395 οι Βησιγότθοι του Αλάριχου κατέστρεψαν το τείχος του ιερού της Ελευσίνας. Το 473 θα αφανισθούν πολλά μνημεία κατά την εισβολή των Οστρογότθων στη Μακεδονία. Οι βάρβαροι, ωστόσο, δεν κατόρθωσαν να καταλάβουν την Ακρόπολη Αθηνών.
Οι αρχιτεκτονικοί θησαυροί της θα παραμείνουν ανέπαφοι σχεδόν ως την πτώση του Βυζαντίου. Το 1458, πέντε χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, η φραγκοκρατούμενη Ακρόπολη πολιορκείται επί μια διετία από δυνάμεις του Ομάρ Πασά. Και κατά τον Γερμανό ιστορικό Γρηγορόβιο «υπέστη άπαντα τα δεινά της υπό των βαρβάρων κατακτήσεως επειδή η καρτερική άμυνα εξήγειρε την μανίαν των γενιτσάρων».
Ο Παρθενών, το θαυμαστότερο αρχαίο μνημείο, θα παραμείνει ακέραιο επί 21 περίπου αιώνες. Αλλά στις 26 Σεπτεμβρίου 1687, κατά την πολιορκία των οχυρωμένων στην Ακρόπολη Τούρκων από τους μισθοφόρους των Βενετών – με αρχιστράτηγο τον Μοροζίνι – βλήμα πυροβόλου διατρυπά τη στέγη του ναού όπου είχαν εναποθηκεύσει μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών. Ο ναός καταρρέει.
Μηχανικοί του στρατού είχαν διανοίξει υπονόμους για την ανατίναξη του βράχου και την ισοπέδωση των τειχών και των μνημείων. Τη λύση όμως έδωσε το κανόνι. Προηγουμένως είχε ανατιναχθεί ένα τμήμα των Προπυλαίων όπου επίσης υπήρχε αποθήκη πυρίτιδος. Δεν ήταν τυχαία η καταστροφή του Παρθενώνος. Ένας Τούρκος λιποτάκτης έδωσε στον Μοροζίνι την πληροφορία ότι ο ναός ήταν κατάμεστος από εκρηκτικές ύλες. Προτίμησαν οι Οθωμανοί αυτόν τον χώρο για τα πυρομαχικά γιατί, όπως γράφει ο μισθοφόρος Γερμανός αξιωματικός Sobjevolski, πίστευαν ότι οι Ευρωπαίοι πολιορκητές θα απέφευγαν «από σεβασμό» να πλήξουν το αρχαίο μνημείο. Ακριβώς γι’ αυτό οι Τούρκοι αξιωματούχοι είχαν καταφύγει στον ναό για προστασία και ασφάλεια.
Αμέσως μετά την έκρηξη κατέρρευσαν, μαζί με τη στέγη, έξι κίονες της νότιας πλευράς, οχτώ της βόρειας ενώ στην ανατολική απέμεινε μόνο ένας. Κατέπεσαν επίσης τα τρία πέμπτα των αναγλύφων της ζωφόρου. Οι κίονες παρέσυραν τα επιστύλια, τις μετόπες και τα τρίγλυφα. Ξέσπασε και πυρκαγιά που κράτησε 24 ώρες και ολοκλήρωσε την καταστροφή.
Σύμφωνα με έκθεση της Αρχαιολογικής Εταιρίας (21 Μαΐου 1842) η βόμβα «ανήψε την πυρίτιδα και τρομερά έκρηξις εκλόνισε το αρχαίον οικοδόμημα μέχρι των θεμελίων αυτού και αμφότεραι οι πλευραί του, τοίχοι και στήλαι, κατέπεσαν και τα πλείστα των αναγλύφων της τε ζωφόρου και των μετοπών και αετωμάτων κατεκρημνίσθησαν και ετάφησαν υπό σωρόν ερειπίων».
O Μοροζίνι είχε αποφασίσει, μετά τη «νίκη» του, να συνεχίσει τις προσπάθειες για την ανατίναξη της Ακρόπολης με υπόγειες στοές ώστε να αχρηστευθεί εντελώς το φρούριο. Αλλά δεν είχε χρόνο – έπρεπε να κινηθεί το στράτευμα κατά του Ευρίπου – και έλειπαν τα αναγκαία τεχνικά μέσα.
Νέες συμφορές θα υποστούν τα αθηναϊκά μνημεία κατά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Στις δύο πολιορκίες της Ακρόπολης – η πρώτη το 1822 από τους Έλληνες, η δεύτερη το 1826 από τους Τούρκους – οι εμπόλεμοι συναγωνίζονται, με τους βομβαρδισμούς, στον αφανισμό των σεπτών λειψάνων της αρχαιότητας.
Μετά την επανάσταση των Αθηναίων οι Τούρκοι κατέφυγαν στην Ακρόπολη όπου δέχονταν καταιγισμό βομβών. Κανόνια από το λόφο του Φιλοπάππου, τον Άρειο Πάγο, το Θησείο και την Πύλη του Ανδριανού εξαπέλυαν κατά του φρουρίου χιλιάδες «τόπια» γκρεμίζοντας ή τραυματίζοντας τα μνημεία. Ο πόλεμος δεν αφήνει περιθώρια για πολιτιστικούς συναισθηματισμούς. Ο κίνδυνος ζωής, η ανάγκη, το μίσος, η οργή, η αυτοπροστασία εξαγριώνουν, τυφλώνουν, αποθηριώνουν. Τα μνημεία που κατακρημνίζονται, τα έργα τέχνης που θρυμματίζονται δεν προκαλούν ηθικές αναστολές. Η καταστροφή του αντιπάλου με όλα τα μέσα, η σωτηρία των μαχητών που απειλούνται με θάνατο κυριαρχούν σε κάθε πολεμική σύγκρουση.
Η επαναστατική κυβέρνηση έστειλε στην Αθήνα (Μάρτιος 1822) ομάδα ξένων εθελοντών με επικεφαλής τον Γάλλο συνταγματάρχη του πυροβολικού Olivier Voutier για τον συντονισμό του βομβαρδισμού. Ο υπουργός του Πολέμου Ιω. Κωλέττης, σε έγγραφό του προς τον διοικητή της αποστολής, τον καλεί με υποκρισία, ελαφρότητα και αναίδεια να φροντίσει ώστε οι μπάλες των κανονιών να μη βλάψουν τα μνημεία «και κυρίως τον Παρθενώνα»! Και προσθέτει: «Συνιστούμε στην αγάπη σας προς το ωραίον τα αριστουργήματα των προγόνων μας». Ωσάν να ήταν δυνατόν η χάλαζα των βομβών που έπεφτε νυχθημερόν σε ένα τόσο μικρό εμβαδόν κατάμεστο από αρχαιότητες να στοχεύει αποκλειστικά και με ακρίβεια τις κεφαλές των Τούρκων. Ανέξοδη επίδειξη ψευδοαρχαιολατρίας ενός εξαχρειωμένου πολιτικού – πρώην έμπιστου του Αλή πασά.
Και ιδού το αποτέλεσμα. Η πυροβολαρχία του Voutier κατέστρεφε τα μνημεία χωρίς να βλάπτει τους Τούρκους. Οι απώλειες τους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ήταν μια γριά Αράπισσα σκλάβα. Ποιος αναλογιζόταν τον Παρθενώνα σε ώρα εξοντωτικού πολέμου; Οι Αθηναίοι που έβλεπαν τη φθορά των αρχαιοτήτων από τα ελληνικά κανόνια έλεγαν στον Γάλλο αξιωματικό: «Στην ανάγκη θα θυσιάσουμε τα μνημεία των προγόνων για να πετύχουμε την ελευθερία που θα αναστήσει τους Καλλικράτες μας».
Οι πολιορκημένοι Τούρκοι γκρέμιζαν τους κίονες των ναών και κυλούσαν τους σπονδύλους από το τείχος πάνω στα ελληνικά οχυρώματα. Οι Έλληνες έσκαβαν λαγούμια, τα γέμιζαν με μπαρούτη και προκαλούσαν σεισμικές εκρήξεις. Οι Τούρκοι θρυμμάτιζαν τα μάρμαρα των αρχαίων ναών, αφαιρούσαν τους γόμφους, τον συνδετικό μόλυβδο, και τον έλιωναν για την κατασκευή βλημάτων. Οι Έλληνες πολιορκητές κατέστρεφαν τα αρχαία υδραγωγεία για τον ίδιο σκοπό.
Πονούσαν οι Έλληνες αγωνιστές για την κατερείπωση των μνημείων από τους βομβαρδισμούς. Αποτελούν όμως γελοίο και χονδροειδές μυθολογήματα τα περί προσφοράς στους πολιορκημένους Τούρκους 4000 οκάδων μολυβιού για να παρασκευάσουν βόλια και να μη γκρεμίζουν και κατασυντρίβουν τους κίονες! Αυτό το ψεύδος αναφέρεται συχνά σε εθνικούς πανηγυρικούς και σε σχολικά βιβλία. (Και ο Κωλέτης, ο «λάτρης» των αρχαιοτήτων; Στις 4 Απριλίου 1822 εκφράζει με επιστολή στον Voutier την ευαρέσκειά του για την ολέθρια δράση του πυροβολικού. «Παρά τις βόμβες με τις οποίες τους κεραυνοβολείτε – τους αρχαίους ναούς, όχι τους Τούρκους! – οι εχθροί δεν δέχονται να συνθηκολογήσουν. Ελπίζουμε ωστόσο..»
Το 1822 οι Επαναστάτες που πολιορκούσαν την Ακρόπολη έβλεπαν με σπαραγμό τα τόπια των ελληνικών κανονιών να αφανίζουν τα μάρμαρα των μνημείων. Το 1826, πολιορκημένοι οι ίδιοι, έπασχαν αντικρύζοντας τις φθορές που προκαλούσε στα λείψανα των αρχαίων ναών το τουρκικό πυροβολικό. Αλλά και οι μπάλες των ελληνικών κανονιών από το φρούριο κατεδάφιζαν τα γύρω αθηναϊκά μνημεία, αρχαία και βυζαντινά. Διαβάζουμε στο ημερολόγιο του αυτόπτη αγωνιστή της φρουράς Νικ. Καρώρη: «21 Ιουλίου 1826. Με θλίψιν μας παρατηρούμεν να κτυπούν διάφοροι βόμβαι εις τον Παρθενώνα, εις το Πανδρόσιον και λοιπάς αρχαιότητας του φρουρίου και να βλάπτουν οπωσδήποτε αυτάς. Ομοίως και το μνημείον του Φιλοπάππου εις το Μουσείον κατακτυπιέται και αυτό από σφαίρας κανονίου από το φρούριον.. 22 Οκτωβρίου 1826. Εδούλευε κατά το σύνηθες το μικρόν εχθρικόν κανόνι, σκοπεύει δε πάντοτε το εδικόν μας κανονοστάσιον έμπροσθεν του μεγάλου Ναού, και αι σφαίραι κτυπούν αι περισσότεραι και συντρίβουν τα μάρμαρα του κτιρίου.. 23 Νοεμβρίου. Το δειλινόν ο εχθρός έρριψεν ολίγες κανονιές με το μικρόν του κανόνι κατά της ντάπιας του Ναού αι δε σφαίραι κτυπούν όλαι κατά δυστυχίαν εις τας στήλας του Ναού».
Οι πολιορκημένοι Τούρκοι γκρέμιζαν το 1822 από την Ακρόπολη σπονδύλους κιόνων του Παρθενώνος στα ελληνικά οχυρώματα. Το ίδιο ακριβώς έκαναν και οι πολιορκημένοι Έλληνες το 1826. Χρησιμοποιούσαν τα μάρμαρα ως βόμβες. Η ιδέα ήταν του Γάλλου τυχοδιώκτη Φαβιέρου που θεωρείται «μέγας φιλέλλην». Γράφει ο Καρώρης στο ημερολόγιο του (10 Δεκεμβρίου 1826): «Συνέλαβε την ιδέαν να κατασκευάση εις είδος βόμβας εν ολόκληρον κομμάτι στήλης του Παρθενώνος τρυπώντας το αρκετά εις την μέση και γεμίζοντάς το από βαρούτην και γρανάτες, να το ρίψη από τα τείχη του φρουρίου κάτω εις τα πλησίον οσπίτια όπου στέκουν οι Τούρκοι, δια να τους προκαλέση ανέλπιστον τρόμον». (Ο Ελβετός εθελοντής Em. Hahn που βρισκόταν στην Ακρόπολη κατά την πολιορκία του 1826-1827 γράφει στο χρονικό του πως σε μια μόνο μέρα έπεσαν στο κάστρο 530 βόμβες. «Καταστράφηκαν πολλά από τα θαυμαστά έργα της κλασσικής αρχαιότητας»)
Ο Φαβιέρος παραγέμισε με εκρηκτικά τρεις σπονδύλους. Και επειδή σχεδίαζε να εγκαταλείψει την Ακρόπολη μαζί με το τμήμα των ξένων εθελοντών, «εστοχάσθη», για να διασχίσει ακίνδυνα τις εχθρικές γραμμές,«να ρίψη πρώτον τα τρία κομμάτια της στήλης τα οποία εγέμισε με βαρούτην και βόμβας.. Αυτάς έμελλε να τας ρίψη από την ανατολικήν δεξιάν γωνίαν του φρουρίου, δια να κυλήσουν εις τα πλησιάζοντα οσπίτια της πόλεως και την εκκλησίαν της αγίας Παρασκευής και με το σκάσιμόν των να προξενήσουν τρόμον εις τους Τούρκους, και τότε να λάβη την ευκαιρίαν να περάση το σώμα».
Ένας από τους σπονδύλους θα ριχτεί από τα τείχη στις 31 Ιανουαρίου 1827. Και ένας άλλος στις 4 Φεβρουαρίου. «Η πέτρα έπεσεν εις τα οσπίτια της πόλεως κατά την αγίαν Παρασκευήν και εξερράγη ως βόμβα. Εις τους Τούρκους έδωκε τρόμον». Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της καταστροφής των κιόνων. Να προκαλέσει στιγμιαίο πανικό στους εχθρούς!..
Στις καταστροφές των μνημείων κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αναφέρεται και ο Τύπος του Αγώνα. «Το αδιάκοπον πυρ του εχθρού κατά της Ακροπόλεως αφανίζει καθ’ εκάστην και ό,τι ακόμη εφείσατο ο πανδαμάτωρ χρόνος και η πολυχρόνιος βαρβαρότης, των αρχαίων λαμπρών και μεγαλοπρεπών λειψάνων της προπατορικής μεγαλουργίας. Τα Προπύλαια, ο Παρθενών, ο ναός του Ποσειδώνος και του Ερεχθέως κατασυντρίβονται αδιακόπως και τα μεγαλοπρεπή λείψανα του εκτός της Ακροπόλεως θεάτρου είναι κίνδυνος μη αφανισθώσι δι’ υπονόμου εχθρικού. Τι δε πάσχουσιν αι κατά την πόλιν σεβάσμιαι αρχαιότητες παρά των βαρβάρων χειρών, ημπορεί έκαστος να συμπεράνη».
Οι τουρκικοί βομβαρδισμοί των αρχαίων μνημείων στην Ακρόπολη είχαν προκαλέσει συγκίνηση και οργή στην ευρωπαϊκή Κοινή Γνώμη. (Το ανομολογεί ο ίδιος ο Τούρκος αρχιστράτηγος Κιουταχής σε αναφορά του προς την Πύλη: «Τούτο το φρούριον (η Ακρόπολη), επειδή είναι τόπος παλαιότατος, και παλαιόθεν εβγήκαν εξ αυτού του τόπου πολλοί περιβόητοι φιλόσοφοι και τα οποία έχει έργα τέχνης προκαλούν θαυμασμόν εις τους πεπαιδευμένους Ευρωπαίους δια τούτο όλοι οι Ευρωπαίοι και τα λοιπά έθνη των απίστων θεωρούσι το φρούριον τούτο ως ίδιαν αυτών οικίαν· και επειδή το νομίζουσιν ως προσκυνητήριον τόσον οι Ευρωπαίοι, καθώς και τα λοιπά έθνη των απίστων, των ονομαζομένων χριστιανών, το υπερασπίζουσι» (Διον. Σουρμελής, Ιστορία των Αθηνών κατά των υπέρ ελευθερίας Αγώνα, Εν Αθήναις 1853, σ. 159-160)). Και οι κυβερνήσεις των Δυνάμεων καλούν διαμέσου των πρεσβευτών τους στην Κωνσταντινούπολη την Πύλη να λάβει μέτρα προστασίας των αθηναϊκών αρχαιοτήτων. Ήταν μια ακόμα υποκριτική και δημαγωγική πρωτοβουλία. Θα τους μιμηθεί, με την ίδια πανουργία, ο βεζύρης της βούλλας προστάζοντας τον Κιουταχή που πολιορκούσε την Ακρόπολη να λάβει μέτρα σωτηρίας των καλλιτεχνικών θησαυρών! (Τη διαταγή απέδωσε ο Αυστριακός πρόξενος Gropius). Ποια μέτρα; Κάθε μέρα εκατοντάδες εκρήξεις ανάμεσα στα μνημεία σκόρπιζαν τον όλεθρο. Γκρέμιζαν, θρυμμάτιζαν, ακρωτηρίαζαν, τραυμάτιζαν τα μάρμαρα. Κανείς, ωστόσο, δεν ζητούσε τη διακοπή των βομβαρδισμών και τη λύση της πολιορκίας. Χυδαίο το φιρμάνι του βεζύρη, γράφει ο Thomas Gordon. «Για να προστατευθούν τα μνημεία έπρεπε να διαταχθεί από τον σουλτάνο η διακοπή των βομβαρδισμών».
Η Πύλη επιθυμούσε απλώς να ικανοποιήσει τα φαρισαϊκά διαβήματα των φίλων και προστατών της. Και το επιχειρούσε με τους ίδιους θεατρινισμούς. Ο σερασκέρης, φυσικά, θα αγνοήσει τη «διαταγή» και θα επιταχύνει τις προπαρασκευές για ανατίναξη της Ακρόπολης με διαμπερή υπόνομο. Όλες οι ως τότε απόπειρες με τη διάνοιξη λαγουμιών και τη συσσώρευση χιλιάδων οκάδων εκρηκτικών υλών είχαν αποβεί άκαρπες. (Σε μια υπόνομο που ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 1826 οι Τούρκοι τοποθέτησαν 2.800 οκάδες μπαρούτη. «Ήσαν δε τόσον βέβαιοι». Γράφει ο Σουρμελής, «εις την επιτυχίαν της υπονόμου, ώστε ήσαν της γνώμης οι πάντες ότι το ήμισυ του φρουρίου θέλει κατακυλισθή εις την έκρηξιν· διό και πολλοί από την πόλιν εξήλθον, μήπως καταπλακωθώσιν από τας πέτρας»). Οι εκρήξεις εκτονώνονταν από τα «αντιλαγούμια», πηγάδια βαθειά, που άνοιγαν οι Έλληνες αγωνιστές κοντά στις τουρκικές υπονόμους. («Ο ημέτερος προνοητικός υπονομοποιός», γράφει ο Σουρμελής, «προλαμβάνει και διατάττει να σκαρώσι περί την εχθρικής υπόνομον λάκκοι πολλοί και βαθείς, 12 τον αριθμόν και το βάθος των οργυιών εννέα». Και το αποτέλεσμα: Έβαλαν φωτιά οι Τούρκοι στο λαγούμι, «η πυρίτις εξεκάη άπασα αι δε φλόγες, αναπηδήσασαι έξω των 12 λάκκων, κατελάμπρυναν τον ορίζοντα.. Σημειούσθω ότι εις την έκρηξιν της υπονόμου εσείσθη η Ακρόπολις».
Τον Οκτώβριο του 1826 ο Κιουταχής ενημερώνει τον βεζύρη για το σχέδιο των τεχνικών του να ανατινάξουν την Ακρόπολη: «Τινές ειδήμονες με επληροφόρησαν ότι αν είχα εδώ τους μεταλλουργούς τους όντας εις Σκόπιαν, ηθέλαμεν τρυπήσει πέραν και πέραν (διαμπάξ) το φρούριον των Αθηνών δι΄υπονόμου. Διό και έστειλα επίτηδες πεζόν να φέρω δέκα απ’ αυτούς. Αυτοί δε υπεσχέθησαν να φθάσουν εις Αθήνας εις διάστημα 18 ημερών».
Ανοίγουν υπονόμους οι Τούρκοι για να «αναποδογυρίσουν» την Ακρόπολη, ανοίγουν και οι πολιορκημένοι λαγούμια για να «ξεθυμάνουν» οι εκρήξεις. Οι ανατινάξεις, ωστόσο, προκαλούν επικίνδυνες δονήσεις στον βράχο. Γράφει ο Σορμελής για την πυροδότηση ελληνικής υπονόμου: «Ο σεισμός διεδόθη εις τα πέριξ, ώστε εσείσθη ολίγον η Ακρόπολις».
Από τον πόλεμο των λαγουμιών ξεθεμελιώνονται και βυζαντινές εκκλησίες της περιοχής. Τον Αύγουστο του 1826 οι Έλληνες ανοίγουν υπόνομο κάτω από την εκκλησία τους Αγίου Γεωργίου του Αλεξανδρινού, προχωρημένη θέση της αμυντικής περιμέτρου. Κι’ όταν οι Τούρκοι εξορμούν για να καταλάβουν τον ναό και να ζυγώσουν στο κάστρο πυροδοτούνται τα εκρηκτικά. «Αφού επυροβόλησαν (οι Τούρκοι) ικανώς εναντίον των αποκλειομένων», αφηγείται ο Σουρμελής, «.. μετ’ αλαλαγμού επιπίπτουσι· ημείς δε… αφού επλησίασαν εις τον ναόν, οι εν αυτώ ημέτεροι, προσποιούμενοι δειλίαν, έφυγον ευθύς. Αφού δε εισήλθον εις τον ναόν οι εχθροί και ίσταντο πολλοί έξωθεν, βάλλομεν πυρ εις την υπόνομον και εν τω άμα αναστρέφεται ο ναός, συνθαπτομένων πάντων εν αυτώ». Και ο Μακρυγιάννης: «Και πήγαν εις τον αγέρα η εκκλησία και οι Τούρκοι όλοι».
Αλλά δεν επιχειρεί μόνο ο Κιουταχής να ανατινάξει την Ακρόπολη. Και οι αρχηγοί των πολιορκημένων αντιμετωπίζουν, σε περίπτωση εξόδουμ την καταστροφή του φρουρίου για να μη χρησιμοποιηθεί από τους Τούρκους. Κατά τη συνέλευση των διοικητών – 10 Μαρτίου 1827 – έγινε δεκτή, όπως γράφει ο αυτόπτης Καρώρης στο ημερολόγιό του, πρόταση του υπονομοποιού Κώστα Λαγουμιτζή «να κατασκευασθούν τρεις υπόνομοι, μία εις την τάμπιαν του νερού, μία εις τον πύργον και μία εις τον μεγάλον προδέκτην εις τα μαγαζιά (αποθήκες), αι οποίαι να είναι έτοιμοι, εάν κάμη χρείαν να παραιτήσωμεν το φρούριον, να το βλάψωμεν κατ’ αυτόν τον τρόπον με αυτάς, ώστε να μη ωφεληθή πολύ ο εχθρός μετά την κυρίευσίν του. Η συνέλευσις απεδέχθη την πρότασιν και απαφασίσθη να βιασθή το δούλεμα της βαρούτης, να γίνεται περισσοτέρα και τα αθηναϊκά σώματα να δώσουν κατ’ αναλογίαν τους αναγκαίους ανθρώπους εις το να αρχίση την εργασίαν των υπονόμων ο Κώστας καθώς αυτός γνωρίζει.
Αν δεν γινόταν συνθήκη για την έξοδο της φρουράς και πραγματοποιόταν το σχέδιο των αρχηγών θα ανατινάσσονταν από τους τρεις υπονόμους όλα τα μνημεία. Είναι αλήθεια ότι οι πολιορκημένοι αγωνιστές είχαν πλήρη συνείδηση της ολοκληρωτικής καταστροφής που απειλούσε τα λείψανα του προγονικού πολιτισμού. Έδειξαν ηρωισμό και αυταπάρνηση μ’ όλο που αποδεκατίζονταν από τους βομβαρδισμούς, τις στερήσεις και τις κακουχίες. Απέρριψαν τη «διαταγή» του Άγγλου «αρχιστράτηγου» Τσωρτς για συνθηκολόγηση και ασφαλή έξοδο – «σας διατάττω να ακολουθήσετε την ρηθείσαν συνθήκην» [30 Απριλίου 1827] – και απάντησαν αυθημερόν: «Είμεθα Έλληνες αποφασισμένοι ν’ αποθάνωμεν ή να ζήσωμεν ελεύθεροι. Ο Κιουταχής αν θέλη τα άρματά μας, ας έλθη, αν είναι άξιος, να τα πάρη με την δύναμιν».
Τελικά δέχτηκαν τη συνθήκη της εξόδου «δια να σώσωμεν, ει δυνατόν, τα σωζόμενα ενταύθα λείψανα των θαυμαζομένων αρχαιοτήτων, έργα των αειμνήστων πατέρων μας.. Όθεν, ας είναι πεπεισμένη η Διοίκησις, ότι χάριν των πολυποθήτων και πολυτιμήτων λειψάνων της αρχαιότητος και χάριν της ελληνικής δόξης και τιμής θέλομεν ανθέξει μέχρις εσχάτης δυνάμεως εναντίον παντός αντιπολεμούντος δεινού».
Και αν χαθεί κάθε ελπίδα; Αν το έθνος δεν μπορέσει να βοηθήσει τους πολιορκημένους; «Τότε θέλει δοθή το πυρ εις το Φρούριον και ας συναπολεσθώσι μεθ’ ημών και αυτά τα πολύτιμα της αρχαιότητος έργα». (Επιστολή των οπλαρχηγών προς τη Διοίκηση). Την άποψη αυτή είχε διατυπώσει λίγους μήνες πριν ο Μακρυγιάννης σε συνομιλία του με τον Γκούρα στην Ακρόπολη: «Και όταν έρθουν οι Τούρκοι και δεν μπορούμεν ν’ ανθέξωμεν βάνομεν φωτιά, και τον Σερπετζέ (το «παρατείχισμα» από το θέατρο του Διονύσου ως το θέατρο του Ηρώδη) στέλνομεν εις τον αγέρα και τους Τούρκους που θάναι εκεί. Και μ’ αυτόν τον τρόπον πηγαίνομεν πολεμώντας ως μέσα εις τον ναόν (στον Παρθενώνα) κι’ εκεί κάνομεν γενικόν λαγούμι και πάμε στον αγέρα κι’ εμείς και οι Τούρκοι και ο ναός». Και ο Μακρυγιάννης ήταν ο πιο συνειδητός λάτρης και πρόμαχος των αρχαιολογικών θησαυρών.
Ο πόλεμος και οι συνέπειές του, ο κίνδυνος ζωής και οι σκοπιμότητες είναι οι χειρότεροι εχθροί του πολιτιστικού πλούτου. Το είχε επισημάνει ο Κικέρων: «Οι νόμοι σιωπούν σε ώρα πολέμου». Και όχι μόνο οι νόμοι του κράτους. Σιγούν και οι ηθικοί νόμοι, γραπτοί και άγραφοι.»
«Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων», Κυριάκος Σιμόπουλος