Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ακύρωσε τον πλειστηριασμό πρώτης κατοικίας κρίνοντας ότι η σύμβαση διαχειρίσεως μεταξύ fund και του servicer είναι άκυρη, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο και σε άλλους δανειολήπτες που κινδυνεύουν τα σπίτια τους από αναγκαστικό πλειστηριασμό.
της Φανής Χαρίση, εφημερίδα «Εστία»
Η υπόθεση αφορά γυναίκα η οποία είχε υπογράψει ως εγγυήτρια επιχειρηματικού δανείου (συμβάσεως πιστώσεως δι’ ανοικτού -αλληλοχρέου- λογαριασμού) που έλαβε μια ανώνυμη εταιρεία η οποία αποπλήρωσε το 75% του δανείου, ωστόσο δεν το εξόφλησε και απέμενε υπόλοιπο 250.000 ευρώ για το οποία εκδόθηκε διαταγή πληρωμής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στην «ΕΣΤΙΑ» η δικηγόρος της εγγυήτριας, Αριάδνη Νούκα, το fund που αγόρασε το δάνειο επέβαλε μέσω του servicer κατάσχεση επί της πρώτης κατοικίας της, ένα διαμέρισμα 120 τ.μ. που αποτελεί και το μοναδικό ακίνητο που διαθέτει, για την είσπραξη του ποσού των 100.000€.
Η εγγυήτρια άσκησε ανακοπή κατά της κατασχέσεως που της επιβλήθηκε ζητώντας την ακύρωση της, η οποία έγινε δεκτή από το δικαστήριο –Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών– το οποίο ακύρωσε την κατάσχεση και την επιταγή προς εκτέλεση κρίνοντας ότι ο servicer δεν νομιμοποιείτο να προβεί σε πράξεις αναγκαστικής εκτελέσεως και ως εκ τούτου να επιβάλει κατάσχεση, διότι η σύμβαση διαχειρίσεως μεταξύ του fund και του servicer πάσχει από απόλυτη ακυρότητα.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο ακολουθώντας την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου έκρινε ότι ο servicer, ως εταιρεία που συστάθηκε βάσει των διατάξεων του ν. 4354/2015 έχει την δυνατότητα να προβαίνει σε πράξεις αναγκαστικής εκτελέσεως και ως εκ τούτου να επιβάλει κατάσχεση. Ελέγχοντας, ωστόσο, την σύμβαση διαχειρίσεως μεταξύ fund και του servicer που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο, έκρινε ότι πάσχει από απόλυτη ακυρότητα, διότι δεν συνάφθηκε με τον συστατικό τύπο που απαιτεί η διάταξις 2§2 του ν. 4354/2015.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου, την ευθεία εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 2§2 του ν. 4354/2015 επιβάλλει η ασφάλεια δικαίου, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείρισις των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του ν. 4354/2015, αλλά και η ασφάλεια των συναλλαγών και σε κάθε πάντως περίπτωση η ερμηνεία του νόμου, δεν μπορεί να είναι συγκυριακή ή περιπτωσιολογική. Περαιτέρω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι «Οι συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης υπόκεινται σε προληπτικό έλεγχο από την Τράπεζα της Ελλάδος πριν ισχύσουν. Σημειώνεται, ωστόσο ότι ο εν λόγω έλεγχος δεν υποκαθιστά τη δικαστική κρίση».
«Μετά την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που έκρινε την δικονομική θέση των servicers ανεξάρτητα από το νομοθετικό καθεστώς μεταβίβασης και διαχείρισης των απαιτήσεων των δανείων, δημιουργήθηκε ένα μείζον ζήτημα, που αφορά το νομοθετικό πλαίσιο, με το οποίο θα γίνει ο έλεγχος της νομιμότητας της σύμβασης διαχείρισης μεταξύ fund και servicer. Με την σπουδαία αυτή απόφαση κρίθηκε ότι η ασφάλεια δικαίου και η ασφάλεια των συναλλαγών επιτάσσουν την ενιαία εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4354/2015 ακόμη κι αν η μεταβίβαση του δανείου και η σύμβαση διαχείρισης έχουν λάβει χώρα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003. Το Δικαστήριο απέκλεισε κάθε δυνατότητα συγκυριακής ή περιπτωσιολογικής ερμηνείας που θα οδηγούσε σε μη εφαρμογή του ν. 4354/2015 και επισήμανε ότι την δικαστική κρίση δεν μπορεί επ΄ ουδενί να υποκαθίσταται από τον προληπτικό έλεγχο της σύμβασης διαχείρισης εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος. Ως εκ τούτου, σύμβαση διαχείρισης που δεν ακολουθεί τους όρους που θέτει η διάταξη του άρθρου 2§2 του ν. 4354/2015 πάσχει απόλυτης ακυρότητας, όπως στην περίπτωση που διατάχθηκε περαιτέρω η ακύρωση της κατάσχεσης και την μη διενέργεια πλειστηριασμού» δήλωσε χαρακτηριστικά στην εφημερίδα «Εστία» η κα Νούκα.