Ο Ιωάννης Γεωργιάδης (1874 ή 1876 – 1960) ήταν Έλληνας αθλητής, οπλομάχος και τρεις φορές Ολυμπιονίκης στην ξιφασκία. Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 29 Μαρτίου 1874 ή 1876. Σπούδασε ιατρική και αργότερα έγινε καθηγητής ιατροδικαστικής και τοξικολογίας στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, εξέδωσε πολλά βιβλία ιατρικής και επιστημονικά συγγράμματα.
Ήταν αθλητής της Γυμναστικής Εταιρείας Πατρών και της Αθηναϊκής Λέσχης. Το 1933 με δική του πρωτοβουλία άνοιξε μουσείο Εγκληματολογίας. Νωρίτερα, ίδρυσε το Ανθρωπομετρικό Τμήμα της Αστυνομίας (1909) και το Νεκροτομείο Αθηνών (1912).
Στους Α΄ Ολυμπιακούς αγώνες του 1896 στην Αθήνα κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους αγώνες σπαθασκίας φιλάθλων. Το αγώνισμα έγινε στις 8 Απριλίου στο Ζάππειο Μέγαρο, συμμετείχαν πέντε αθλητές -δύο ξένοι και τρεις Έλληνες- και αγωνίστηκαν όλοι εναντίον όλων με τον Γεωργιάδη να νικά και τους τέσσερις αντιπάλους του.
Συμμετείχε και στους επόμενους Ολυμπιακούς αγώνες του 1900 στο Παρίσι, αλλά αποκλείστηκε από τους κριτές για αντικανονικά χτυπήματα. Ο Γεωργιάδης και πριν τους αγώνες βρισκόταν στην γαλλική πρωτεύουσα, όπου σπούδαζε Ιατρική. Σε διεθνείς αγώνες σπάθης που έγιναν το 1900 στο Παρίσι νίκησε τον Γάλλο ολυμπιονίκη Κοστέ, όπως και το 1901.
Στην Μεσολυμπιάδα του 1906 κατέκτησε άλλα δύο μετάλλια, ένα χρυσό κι ένα αργυρό. Ήταν πρώτος στην σπάθη ενώ ήταν δεύτερος με την εθνική ομάδα οπλομαχίας στο ομαδικό της σπάθης. Ο Ιωάννης Χρυσάφης αναφέρει ότι πριν τους αγώνες «το σπαθί του ήταν 10 χρόνια αήττητο» είχε να χάσει δηλαδή 10 χρόνια σε αγώνα.
Η τελευταία του συμμετοχή σε αθλητική διοργάνωση ήταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού το 1924, χωρίς όμως κάποια επιτυχία. Από το 1918 έως το 1936 διετέλεσε μέλος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής.
Η ιατρική καριέρα του ξεκίνησε το 1904, όταν οργάνωσε και διηύθυνε το χειρουργικό τμήμα του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών. Το 1907 ανέλαβε επιμελητής στην έδρα της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1912 εξελέγη τακτικός καθηγητής. Διατήρησε την έδρα έως το 1947, οπότε συνταξιοδοτήθηκε και κατέστη ομότιμος καθηγητής. Στη συνέχεια διετέλεσε επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Εγκληματολογικής Σημάνσεως του Υπουργείου Εσωτερικών.
Η προσφορά του στον κλάδο της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας υπήρξε ανεκτίμητη και σε αυτόν οφείλεται η συστηματική εκτέλεση των ιατροδικαστικών νεκροτομών. Μανιώδης συλλέκτης πειστηρίων εγκλήματος από το 1912, υπήρξε ο εμπνευστής του Εγκληματολογικού Μουσείου, καθώς και του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής.
Το 1910 οργάνωσε το Εγκληματολογικό Τμήμα της Αστυνομικής Διευθύνσεως Αττικοβοιωτίας και το 1912 ίδρυσε το Νεκροτομείο Αθηνών. Συνέγραψε πλείστες μελέτες στα ελληνικά και τα γαλλικά, με κυριότερο το δίτομο έργο «Τοξικολογία, Ιατροδικαστική και Κλινική» (1926).
Απεβίωσε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 1960.