Λίγες ημέρες πριν από τις εθνικές εκλογές της 21ης Μαΐου μια ανασκόπηση των κυβερνητικών πεπραγμένων σε μερικούς τομείς της εθνικής άμυνας την τετραετία 2019-2023 κρίνεται επιβεβλημένη τόσο για τους ψηφοφόρους όσο και για τα 36 κόμματα, συνασπισμούς κομμάτων και τον μοναδικό μεμονωμένο υποψήφιο που θα διεκδικήσουν την ψήφο τους.
- Του Περικλή Ζορζοβίλη
Διότι, ασχέτως της προτεραιότητας που αποδίδουν στην εθνική άμυνα τα κόμματα και οι συνασπισμοί κομμάτων, η χώρα μας, λόγω της τουρκικής απειλής, είναι αναγκασμένη να διαθέτει στον συγκεκριμένο τομέα πολύ σημαντικούς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους. Δηλαδή, οι Ενοπλες Δυνάμεις αποτελούν de facto έναν από τους μεγαλύτερους «εργοδότες» και «καταναλωτές» προϊόντων και υπηρεσιών στη χώρα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία του Οκτωβρίου 2022, το σύνολο του τακτικού προσωπικού (στρατιωτικοί και πολιτικοί υπάλληλοι) του υπουργείου Εθνικής Αμυνας και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) που εποπτεύονται από αυτό ή αποτελούν αντικείμενο διαχείρισής του ανέρχεται σε 85.623 άτομα.
Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία που αποδέσμευσε το NATO τον Ιούνιο του 2022,η χώρα μας διαθέτει σε ετήσια βάση για την εθνική άμυνα το 3,76% του ΑΕΠ (έπονται οι ΗΠΑ με 3,47% και όλες οι άλλες χώρες-μέλη της Συμμαχίας βρίσκονται κάτω από το 2,5%) και εξ αυτού ποσοστό 45,3%, υπερδιπλάσιο της νατοϊκής οδηγίας που προβλέπει τη διάθεση του 20%, αντιστοιχεί στις εξοπλιστικές δαπάνες.
Σε ό,τι αφορά το τακτικό στρατιωτικό προσωπικό, η απερχόμενη πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας ακολούθησε την πεπατημένη. Περίπου τρεις μήνες προτού ψήφισε νόμο για τη μέριμνα «υπέρ του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων», όπως και οι αντίστοιχοι προηγούμενων κυβερνήσεων, επιχειρεί επιλεκτικά να αντιμετωπίσει ζητήματα του στρατιωτικού προσωπικού, ενώ ταυτόχρονα, λόγω της αποσπασματικής φύσης του, εμπεριέχει το σπέρμα προβλημάτων που θα ανακύψουν στο μέλλον.
Αντίθετα, η επίλυση πολλών και ουσιαστικών προβλημάτων, απόρροια των αποσπασματικών παρεμβάσεων του παρελθόντος που ταλανίζουν το μόνιμο στρατιωτικό προσωπικό, μετατοπίστηκε για μετά τις εθνικές εκλογές. Το ίδιο ισχύει και για το νέο ειδικό μισθολόγιο των στρατιωτικών, που ανακοινώθηκε ότι θα τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2024.
Η πεπατημένη ακολουθήθηκε και σε μία χρόνια στρέβλωση, τη χρηματοδότηση των Μετοχικών Ταμείων Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας μέσω κράτησης 4% επί των πάσης φύσεως δαπανών υπέρ των Ταμείων (συμπεριλαμβανομένων και των εξοπλιστικών). Αντί να κοπεί ο γόρδιος δεσμός, με τη θεσμοθέτηση της καταβολής εργοδοτικής εισφοράς 3% για την επικουρική ασφάλιση των στρατιωτικών, ποσό που υπολογίζεται σε 70.000.000 ευρώ ετησίως, όπως ισχύει για το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων πλην των στρατιωτικών (!), περίπου τρεις εβδομάδες πριν από τις εθνικές εκλογές ανακοινώνεται η καταβολή στους μερισματούχους του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΜΤΣ) έκτακτου μερίσματος. Με αυτόν τον τρόπο επιχειρείται να εκτονωθεί η δυσαρέσκεια που επιδείχθηκε με πρόσφατη συγκέντρωση-διαμαρτυρία της Ενωσης Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού (ΕΑΑΣ) για την οικονομική κατάσταση του ΜΤΣ, και όχι να θεραπευτεί οριστικά η στρέβλωση.
Αναφορικά με τη θητεία των στρατεύσιμων, τα πεπραγμένα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν θετικά. Ο ίδιος ο υπουργός Εθνικής Αμυνας παραδέχθηκε ότι η αύξηση της διάρκειας που ανακοινώθηκε το 2021 δεν είχε ουσιαστικό πρακτικό αποτέλεσμα. Βεβαίως, από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε το μέτρο ήταν εύκολα αντιληπτό ότι οι πολλές εξαιρέσεις που περιείχε καθιστούσαν μη εφικτό τον στόχο, δηλαδή την αριθμητική αύξηση της παρατακτής δύναμης των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Ομως το εντυπωσιακό είναι ότι πέραν της δημόσιας παραδοχής της αποτυχίας, πρόθεση διορθωτικής παρέμβασης δεν εκδηλώθηκε!
Ανυπαρξία ουσιαστικής παρέμβασης καταγράφεται και στο περιεχόμενο της θητείας. Στο πρόγραμμά της για τις επικείμενες εθνικές εκλογές η Νέα Δημοκρατία υπόσχεται, όπως και άλλα κόμματα εξουσίας στο παρελθόν, την «αξιοποίηση της στρατιωτικής θητείας για απόκτηση νέων δεξιοτήτων των οπλιτών, που θα αξιοποιήσουν στη ζωή τους ως πολίτες». Για άλλη μία φορά καταγράφεται η προσήλωση στο παρεπόμενο και όχι το κύριο ζητούμενο της στρατιωτικής θητείας: να προετοιμάζει και να εκπαιδεύει μαχητές, οι οποίοι, αφού πρώτα επιβιώσουν στο σημερινό, εξαιρετικά φονικό χώρο μάχης, να είναι ικανοί να επιφέρουν πλήγματα στον εχθρό.
Εξοπλιστικά: Τα προγράμματα ύψους 14,4 δισ. και οι ελλείψεις που κάνουν τη διαφορά
Για την απερχόμενη κυβέρνηση, οι επιδόσεις της στους εξοπλισμούς θεωρούνται από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά της. Οπως έχει ανακοινωθεί από τον Ιούλιο του 2019 έως και τον Δεκέμβριο του 2022 είχαν συμβασιοποιηθεί εξοπλιστικά προγράμματα ύψους 14,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 5 δισ. ευρώ εντός του 2022. Σε ετήσια βάση πρόκειται για την τρίτη υψηλότερη επίδοση από το 1998 μέχρι σήμερα, μετά το 2000 και το 2003, όπου είχαν ανατεθεί αντίστοιχα συμβάσεις ύψους 6,82 δισ. ευρώ και 5,99 δισ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας για τις επικείμενες εθνικές εκλογές αναφέρεται η «συνέχιση του εξοπλιστικού προγράμματος» και ότι «βρίσκονται σε εξέλιξη 19 προγράμματα ύψους 11,5 δισ. ευρώ για την προμήθεια αεροσκαφών F-35, την αναβάθμιση μαχητικών αεροσκαφών F-16 Block 50 και την απόκτηση τριών νέων κορβετών του Πολεμικού Ναυτικού» (κάπου… χάθηκε η option για την τέταρτη).
Καθώς το κόστος των αναφερόμενων ονομαστικά προγραμμάτων αντιπροσωπεύει περίπου το 50% των 11,5 δισ. ευρώ, παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί επιλέχθηκαν τα συγκεκριμένα ως παράδειγμα και γιατί δεν περιλαμβάνεται σε αυτά η προωθούμενη, εντός της προεκλογικής περιόδου, με συνοπτικές διαδικασίες προμήθεια ύψους 1,7 δισ. ευρώ ελικοπτέρων γενικής χρήσης UH-60M Blackhawk ως «επείγουσα απαίτηση» («urgent requirement») και με καταγεγραμμένη την «ισχυρή επιθυμία της κυβέρνησης της Ελλάδας, η παράδοση των πρώτων τεσσάρων ελικοπτέρων γενικής χρήσης UH-60M να λάβει χώρα μέχρι τα τέλη του 2025 στην Ελλάδα».
Πάντως, στην κυβέρνηση αλλά και στα υπόλοιπα κόμματα που διεκδικούν την ανάληψη της εξουσίας, ας έχουν υπόψη ότι τα κόστη υποστήριξης, συντήρησης και αναβάθμισης στο κόστος κύκλου ζωής (ΚΚΖ) ενός οπλικού συστήματος είναι πολλαπλάσια του κόστους προμήθειας και ότι η διάθεση των αναγκαίων πιστώσεων είναι μονόδρομος. Διαφορετικά, φαινόμενα όπως η πολύ χαμηλή διαθεσιμότητα των αεροσκαφών τακτικών μεταφορών C-130 Hercules και C-27J Spartan, θα επαναλαμβάνονται στο διηνεκές και συσκέψεις όπου οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, οι οποίοι ενημερώνονται κάθε ημέρα, 365 ημέρες τον χρόνο για τις διαθεσιμότητες, «πέφτουν από τα σύννεφα» δεν πείθουν παρά μόνο τους ίδιους.
Εδώ ας σημειωθεί ότι εφόσον συμβασιοποιηθούν τα ανωτέρω 19 προγράμματα, τότε σε δύο κυβερνητικές θητείες (το μέγιστο οκτώ έτη) θα έχουν υπογραφεί συμβάσεις εξοπλισμού τουλάχιστον 26,5 δισ. ευρώ(συμπεριλαμβανομένης και της πρόσφατα υπογεγραμμένης για τα SPIKE NLOS), κόστος κατά περίπου 10% υψηλότερο από αυτό των συμβάσεων που υπεγράφησαν την περίοδο από 1998 έως 2008 (23,678 δισ. ευρώ).
Παρά το γεγονός ότι το συνολικό σχέδιο ουδέποτε παρουσιάστηκε δημόσια στους φορολογουμένους, τους συμμάχους (εντός και εκτός εισαγωγικών) και τους εχθρούς, η κυβέρνηση, σε συνέχεια της απόφασης της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για τον εκσυγχρονισμό των F-16 στο επίπεδο Viper, ορθώς προχώρησε σε γενικές γραμμές στην περαιτέρω ενίσχυση της εθνικής αεροπορικής ισχύος με την προμήθεια των Rafale F3R και διακηρυγμένη πρόθεση εκσυγχρονισμού των F-16 Block 50 και προμήθειας μαχητικών F-35.
Χρησιμοποιούμε τον χαρακτηρισμό «σε γενικές γραμμές» γιατί από τις ανακοινώσεις απουσιάζει ο εκσυγχρονισμός των F-16 Block 30 και ανεξήγητα η συμβασιοποίηση προγραμμάτων όπλων που επιτρέπουν στο αεροπορικό όπλο να προβάλλει την ισχύ του. Για παράδειγμα, η κατά πληροφορίες μετακύλιση για το 2023 προγραμμάτων όπως η μέσω διακρατικών συμφωνιών με το Ισραήλ προμήθειες συλλογών κατεύθυνσης βομβών SPICE (εκτιμώμενου κόστους 130.000.000 ευρώ) και κατευθυνόμενων βλημάτων Rampage (εκτιμώμενου κόστους 50.000.000 ευρώ), δηλαδή όπλων τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν άμεσα από τα διαθέσιμα μαχητικά της Πολεμικής Αεροπορίας, ίσως υποδεικνύει λανθασμένη προτεραιοποίηση.
Το ίδιο ισχύει και για προγράμματα όπως οι συμβάσεις Εν Συνεχεία Υποστήριξης (ΕΣΥ – FOS: Follow On Support) για τα ελικόπτερα CH-47D Chinook, ΝΗ-90 και OH-58D Kiowa Warrior, ύψους αντίστοιχα 100.000.000 ευρώ, 50.000.000 ευρώ και 34.000.000 ευρώ, που επίσης η υπογραφή τους μετακυλίστηκε στο 2023, τη στιγμή που τα προβλήματα διαθεσιμότητας ιδιαίτερα των δύο πρώτων τύπων έχουν δει πολλές φορές το φως της δημοσιότητας.
Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι η μέριμνα επικεντρώθηκε στην προμήθεια νέου υλικού μέσω συμβάσεων μεγάλου ύψους και συμβάσεις μικρότερου ύψους, που αφορούν την προμήθεια όπλων ή τη συντήρηση υφιστάμενου υλικού, να τοποθετούνται σε δεύτερη μοίρα. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγηθεί η σπουδή για την προμήθεια των UH-60M Blackhawk ως «επείγουσα απαίτηση» και ταυτόχρονα η μετακύλιση συμβάσεων υποστήριξης για ελικόπτερα που ήδη βρίσκονται σε υπηρεσία;
Με βάση δε τα διαδραματιζόμενα τους τελευταίους μήνες στην Ουκρανία, αποτελεί έκπληξη η μη επιτάχυνση προγραμμάτων σχετικά μικρού κόστους, όπως για παράδειγμα η προμήθεια πυρομαχικών μακρού βεληνεκούς και υψηλής ακρίβειας για το Πυροβολικό Μάχης και η εγκατάσταση συστημάτων αυτόματης τάξης στο σύνολο των αυτοκινούμενων οβιδοβόλων. Ή μεγαλύτερου κόστους, όπως ο εκσυγχρονισμός και η προμήθεια πυραύλων αυξημένου βεληνεκούς και ακρίβειας για τους πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων MLRS, ώστε να μπορεί να προσβληθεί η ενδοχώρα του αντιπάλου. Σχεδόν 25 χρόνια μετά την εισαγωγή των συστημάτων σε υπηρεσία είναι περισσότερο από επιβεβλημένος, αλλά η τύχη του αγνοείται.
Φτωχός συγγενής η εγχώρια αμυντική βιομηχανία
Στη σελίδα 25 του προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας για τις επερχόμενες εθνικές εκλογές υπάρχει και η αναφορά «ενίσχυση Εθνικής Αμυντικής Βιομηχανίας, με πενταετές σχέδιο για την περαιτέρω αναβάθμισή της», που επιδιώκει να καταδείξει το κυβερνητικό ενδιαφέρον, αλλά και την ύπαρξη σχεδίου για το μέλλον.
Μέχρι σήμερα, όμως, στα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης, σε πρακτικό επίπεδο τα αποτελέσματα κάθε άλλο παρά θεαματικά είναι. Σε τρεις μείζονες συμβάσεις που έχουν ανατεθεί από την παρούσα κυβέρνηση, για τη δημιουργία του Διεθνούς Κέντρου Αεροπορικής Εκπαίδευσης, στην αεροπορική βάση της Καλαμάτας και την προμήθεια των μαχητικών Rafale F3R και των φρεγατών FDI-HN, τα δεδομένα είναι τα ακόλουθα:
- Στην πρώτη περίπτωση ο βαθμός εμπλοκής της εγχώριας βιομηχανίας δεν είναι γνωστός. Μέχρι σήμερα έχει γίνει γνωστή η συμμετοχή ελληνικών εταιριών για έργα πολιτικού μηχανικού.
- Στο πρόγραμμα των Rafale F3R θα πρέπει να επισημανθεί ότι η κατασκευάστρια Dassault Aviation είναι εξαιρετικά φειδωλή στη μεταβίβαση έργου σχετικού με την παραγωγή του μαχητικού ή την εκχώρησή της σε άλλη εταιρία. Πρόκειται για εταιρική στρατηγική που μέχρι σήμερα εφαρμόζεται απαρέγκλιτα, έστω και αν αυτό συνεπάγεται απώλεια σύμβασης (το παράδειγμα της Ινδίας που η σύμβαση αφορούσε συνολικά 126 μαχητικά είναι διδακτικό).
- Στις φρεγάτες FDI-HN, η έστω και στοιχειώδης γνώση της κατάστασης των δύο μεγάλων ναυπηγείων της χώρας τη χρονική περίοδο που ανατέθηκε η συγκεκριμένη σύμβαση, σε συνδυασμό με την πιεστική ανάγκη για την ταχύτερη δυνατό εισαγωγή σε υπηρεσία, καθιστούσε κάθε άλλη επιλογή πλην της ναυπήγησής τους στη Γαλλία ανύπαρκτη.
Ομως η προοπτική του προγράμματος κορβετών κατέστησε τη Naval Group πολύ πιο ενεργητική στην αναζήτηση Ελλήνων υποκατασκευαστών και εξ αυτού προέκυψε, χωρίς ελληνική κρατική παρέμβαση, η ανάληψη από τα Ναυπηγεία Σαλαμίνας της κατασκευής προεξοπλισμένων τομέων (pre-outfitted blocks) για τις φρεγάτες FDI τόσο του γαλλικού όσο και του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.
Επίσης, χωρίς ελληνική κρατική παρέμβαση έχει ήδη συμφωνηθεί η συμμετοχή ναυπηγείου που επίσης βρίσκεται στη Σαλαμίνα στο πρόγραμμα Εκσυγχρονισμού Μέσης Ζωής (ΕΜΖ) των φρεγατών τύπου MEKO-200HN του Πολεμικού. Σύμφωνα όμως με πληροφορίες, το τελευταίο διάστημα καταγράφεται άμεση κρατική παρέμβαση προς τον κύριο ανάδοχο του προγράμματος, ώστε να επιλέξει άλλον εγχώριο υποκατασκευαστή, ώστε να υποστηριχθεί σχετικό κυβερνητικό αφήγημα επιτυχίας.
Σε κάθε περίπτωση, η εμπλοκή της εγχώριας βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης στην παραγωγή και το κυριότερο στην υποστήριξη, στη συντήρηση και την αναβάθμιση των συστημάτων που προμηθεύεται η χώρα από το εξωτερικό είναι μονόδρομος για την ασφάλεια εφοδιασμού, αλλά και για να καταστούν οι επενδύσεις στην εθνική άμυνα βιώσιμες μέσω της ανακύκλωσης όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους τους στην εθνική οικονομία.
Λάθος κατεύθυνση και απώλεια πολιτικού ελέγχου
Την επόμενη ημέρα μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές (είτε της 21ης Μαΐου είτε της 2ας Ιουλίου), αυτοδύναμης ή συνεργασίας, οι δύο κορυφαίες προτεραιότητες στην εθνική άμυνα θα πρέπει να είναι η αποκατάσταση του πολιτικού ελέγχου επί των Ενόπλων Δυνάμεων και η αλλαγή της κατεύθυνσης εξέλιξής τους.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, δεν είναι ευδιάκριτοι οι λόγοι για τους οποίους η μέχρι σήμερα πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας έδειχνε να έχει παραιτηθεί της υποχρέωσης του πολιτικού ελέγχου επί όλων των θεμάτων που αφορούν τις Ενοπλες Δυνάμεις και συνολικά επί του υπουργείου και των Ενόπλων Δυνάμεων. Αν μάλιστα αυτό είχε συμβεί, πιθανά θα είχαν αποφευχθεί πολλές τριβές σε διάφορα επίπεδα -πολιτικά και στρατιωτικά-, θα είχαν αποφευχθεί λανθασμένες αποφάσεις και χειρισμοί και δεν θα υπήρχαν ενδείξεις για την ύπαρξη κέντρων εξουσίας που λειτουργούν ασυντόνιστα ή και ανταγωνιστικά μεταξύ τους.
Αναφορικά με την κατεύθυνση εξέλιξης των Ενόπλων Δυνάμεων, η αίσθηση… ανασύστασης «Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων» και της αναχρονιστικής νοοτροπίας του, η απόπειρα δημιουργίας ενός νέου, τετάρτου Κλάδου, με τον οργανωτικό ακρωτηριασμό και την απορρόφηση σημαντικού μεριδίου των πόρων και του προϋπολογισμού του ΓΕΣ, αλλά και η συνεπεία αυτής μετατροπή των κύριων δυνάμεων άμυνας σε «κομπάρσους», στο πλαίσιο της «έμφασης στην προετοιμασία και την αντιμετώπιση νέων απειλών και υβριδικών μεθόδων πολέμου» (σελ. 25 του προεκλογικού προγράμματος της ΝΔ), αγνοεί ένα βασικό δεδομένο: Εάν μπορείς να διεξαγάγεις μεγάλης κλίμακας και έντασης επιχειρήσεις, μπορείς να αντιμετωπίσεις και τις υβριδικές μορφές πολέμου.
Δυστυχώς, το αντίστροφο δεν ισχύει.