Γράφει ο Γιώργος Βενετσάνος
Άκουσα με προσοχή τα λεγόμενα των πολιτικών αρχηγών της χώρας μας, ειπώθηκαν πολλά και ενδιαφέροντα έστω και μέσα σε αυτόν το ασφυκτικά ελεγχόμενο κύκλο ερωτήσεων. Μου έκανε εντύπωση πολιτικός αρχηγός ο οποίος όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο:
«αν ανέβουν 10 Τούρκοι κομάντος σε αμιγώς ελληνική βραχονησίδα που θεωρούν γκρίζα ζώνη και είστε πρωθυπουργός τι θα κάνετε;» και ενώ ξεκίνησε λέγοντας ότι η «προάσπιση του εθνικού εδάφους είναι καθήκον όλων μας» και ότι δεν θα ζητήσουμε την άδεια από κανένα όπως έκανε ο κ Σημίτης για να χρησιμοποιήσουμε τα οπλικά μας συστήματα»
και ως εδώ άριστα και εύγε του, όμως μετά από λίγο σε επανάληψη της ερώτησης από την δημοσιογράφο απάντησε ότι: «δυο πράγματα πρέπει να κάνεις εκείνη την στιγμή, πάρα πολλά τηλεφωνήματα ίδιος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τους εταίρους μας και να ακούσεις πολύ προσεκτικά αυτό που θα σου πει το γενικό επιτελείο στρατού …. για να αποσοβήσεις τον κίνδυνο πάνω στην συγκεκριμένη βραχονησίδα».
Βρε άνθρωπε μου τι μας λες; πρώτα από όλα ο κίνδυνος όχι μόνο δεν έχει αποσοβηθεί άλλα είναι γεγονός, δεύτερον υποθετικό και αυτό είναι σαν να έρχεται ένας να μπουκάρει στην αυλή μας και με το έτσι θέλω να καρφώνει την σημαία του, λέγοντας ότι είναι δικό μου έδαφος και εγώ τι κάνω; Αντί να τον πετάξω όπως την μύγα από το ζυμάρι θα κάθομαι να τον κοιτάω παίρνοντας τηλέφωνα από τα όποια θα ακούσω πιθανόν λόγια παρηγοριάς, αλλά στην πράξη τίποτα;
Η απάντηση που περίμενα ως πολίτης αυτής της χώρας να ακούσω ήταν αυτή: κανένας Έλληνας και μάλιστα πρωθυπουργός δεν έχει δικαίωμα να παραδώσει έστω και ένα εκατοστό ελληνικής γης λιγότερο. Αλλιώς ποιος ο λόγος να αγοράζουμε πανάκριβα οπλικά συστήματα και να αιμορραγούμε οικονομικά ως πολίτες και ως έθνος.
Όλα αυτά που είδαμε μπροστά στις οθόνες μας φέρνουν στο νου μας ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα και τρομακτικά επίκαιρο του Γεωργίου Σούρη από τον «Ρωμιό»: το «Ποιος είδε κράτος λιγοστό», όπου περιγράφει με τον πιο εύστοχο τρόπο αυτούς που μας κυβερνάνε, το παραθετο ολοκληρο και πιθανον είτε να μας φτιαξει την διαθεση, είτε να μας προβληματίσει.
«Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει
στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα»