Η παρέμβαση της τύχης έφερε έτσι τα πράγματα ώστε η αυτοκτονία του Δημοσθένη να συμπέσει με τη χρονιά θανάτου του Αριστοτέλη (322). Η ίδια ακατανόητη τύχη είχε ορίσει να γεννηθούν το ίδιο ακριβώς έτος (384).
Οι βίοι των δύο σημαντικότερων ελλόγιμων ανδρών του 4ου αιώνα συγχρονίστηκαν πλήρως. Αλλά οι πολιτικές αντιλήψεις, οι θεωρητικές τοποθετήσεις και η δημόσια δράση τους διέφεραν τόσο πολύ, ώστε μπορούν να λογιστούν ως αντίπαλοι. Στην Αθήνα, όπου συνέπεσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, είχαν διαφορετική θέση στην κοινωνία και ασκούσαν διακριτά έργα.
Χωρίς πολιτικά δικαιώματα και, συνεπώς, στερημένος από τη δυνατότητα δημόσιας και ανοιχτής παρέμβασης στα κοινά, ο Αριστοτέλης αφιέρωσε τη ζωή του στην ανάπτυξη της γνώσης σε όλους τους τομείς. Ήταν, με την πληρέστερη έννοια της λέξης, ο Φιλόσοφος – με αυτή μάλιστα την προσωνυμία τον γνώρισε η μεσαιωνική Ευρώπη. Παθιασμένος για την ανόρθωση της αθηναϊκής ηγεμονίας και τη διατήρηση της αυτονομίας της πόλης του, ο Δημοσθένης βρέθηκε να ακολουθεί τα μονοπάτια της ενεργού πολιτικής δράσης, με πύρινους λόγους και ένταση πρακτική. Ήταν η πλήρης ενσάρκωση του Ρήτορα.
Η φιλοσοφία και η ρητορική, η θεωρητική και η πρακτική γνώση που ήταν αξεδιάλυτα δεμένες σε στοχαστές του 5ου αιώνα, και ιδίως στους σοφιστές, άρχισαν να αποκλίνουν στις πορείες τους. Τον δρόμο είχε ήδη ανοίξει η αντιπαράθεση του Πλάτωνα με τον Ισοκράτη.
Ο Αριστοτέλης πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Μακεδονία, όπου έλαβε εγκύκλια μόρφωση (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 8 [σ. 136-156]). Ο πατέρας του ήταν γιατρός, και μάλιστα του μακεδονικού βασιλικού οίκου, ενώ η μητέρα του καταγόταν από μια πλούσια οικογένεια που κατείχε μεγάλες εκτάσεις γης στην Εύβοια. Μεγαλωμένος στο ευκατάστατο και καλλιεργημένο περιβάλλον της ανώτερης τάξης, ο Αριστοτέλης κληρονόμησε το επιστημονικό πνεύμα του πατέρα του και την ελευθερία από τα πρακτικά ζητήματα της καθημερινότητας (σχολήν), την οποία παρείχε ο οικογενειακός πλούτος. Με πάθος για γνώση και διαθέσιμο χρόνο, όταν ήταν δεκαεπτά ετών, πήγε -πού αλλού;- στην πόλη της σοφίας (την Ἑλλάδος παίδευσιν, όπως διετεινόταν ο Ισοκράτης), για να μαθητεύσει στη σχολή του Πλάτωνα. Αν εξαιρέσουμε δεκατρία χρόνια φυσιοδιφικών και άλλων επιτόπιων ερευνών στη Μικρά Ασία, τη Λέσβο και τη Μακεδονία, όπου δίδαξε και τον νεαρό Αλέξανδρο, ο Αριστοτέλης πέρασε το υπόλοιπο μέρος της ενήλικης ζωής του στην Αθήνα ως μέτοικος.
Το γεγονός ότι δεν είχε πολιτικά δικαιώματα δεν εμπόδισε τον Αριστοτέλη να μελετήσει συστηματικά τα πολιτικά συστήματα της εποχής του και να στοχαστεί βαθιά για τη φύση και τα προβλήματα της ανθρώπινης κοινωνικής ζωής. Σε ένα χαμένο έργο του μελέτησε, με τη συνδρομή μαθητών του, τους διακριτούς τύπους διακυβέρνησης 158 ελληνικών πόλεων (Πολιτεῖαι). Μικρό τμήμα αυτής της συστηματικής καταγραφής των πολιτικών συστημάτων της αρχαιότητας ανακαλύφθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα σε πάπυρο και διαφωτίζει για την ιστορία και τη λειτουργία του αθηναϊκού πολιτεύματος – πρόκειται για την Ἀθηναίων πολιτεία.
Με μια διάσημη ρήση από τα Πολιτικά ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ως εκείνο το ζωντανό πλάσμα που έχει τη φυσική τάση να ζει σε οργανωμένες κοινωνίες (φύσει πολιτικὸν ζῷον). Ύψιστη μορφή κοινωνικής οργάνωσης θεωρήθηκε η ελληνική πόλη της αρχαϊκής και κλασικής εποχής – που σήμαινε πρωτίστως το πολίτευμα, τους νόμους και το ήθος ζωής της. Εφόσον όμως τα γνωστά πολιτεύματα επιδέχονταν βελτίωση, το ιδανικό πολίτευμα θα συνέθετε τα προτερήματα των τριών τύπων πολιτείας που είχαν υπάρξει στην αρχαιότητα και θα απέφευγε τα καίρια ελαττώματα καθενός.
Βασικό κριτήριο της αριστοτελικής ταξινόμησης των πολιτευμάτων ήταν ο αριθμός των αρχόντων. Ανάλογα με το ενδιαφέρον ή την αδιαφορία των αρχόντων για το κοινό καλό, τα πολιτεύματα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αγαθά ή κακά, ορθά ή εσφαλμένα. Όταν ένας άνθρωπος κατείχε την εξουσία και την ασκούσε για το συμφέρον του συνόλου το πολίτευμα ονομαζόταν βασιλεία. Μπορούσε όμως να παρεκτραπεί σε τυραννίδα, αν ο μονάρχης λησμονούσε το κοινό καλό και στρεφόταν αποκλειστικά στο ατομικό του συμφέρον και τον πλουτισμό. Με παρόμοιο τρόπο, η ἀριστοκρατία των λίγων άξιων πολιτών μπορούσε να εκτραπεί σε πλουτοκρατική ὀλιγαρχίαν, και η ορθή πολιτεία των περισσοτέρων -την οποία ο Αριστοτέλης προτιμούσε να ονομάζει τιμοκρατίαν αφού οι πολίτες νέμονταν εξίσου τα δημόσια αξιώματα και τις τιμές- μπορούσε να αλλοιωθεί σε δημοκρατίαν. Με τον τελευταίο όρο ο Αριστοτέλης χαρακτήριζε την οχλοκρατική έκπτωση της ορθής πολιτείας, υπογραμμίζοντας πάντως ότι είναι η λιγότερο κακή από τις τρεις πολιτειακές παρεκτροπές. Η αντιπαράθεση μεταξύ πλούσιων και φτωχών και η σημασία της αξιοκρατίας ήταν τα δύο σταθερώς επανερχόμενα θέματα στις πολιτικές αναλύσεις του. Έγραφε χαρακτηριστικά ότι οι εμφύλιες διαμάχες και οι πολιτικές έριδες προκαλούνται «όταν ή ίσοι άνθρωποι νέμονται άνισα αγαθά ή άνισοι ίσα» (ὅταν ἢ μὴ ἴσα ἴσοι ἢ μὴ ἴσοι ἴσα ἔχωσι καὶ νέμωνται).
Η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη δεν φαίνεται να επηρεάστηκε από τις νέες μορφές διακυβέρνησης που διανοίγονταν με τις μακεδονικές κατακτήσεις. Πίστευε μάλλον ότι οι εκτεταμένες επικράτειες διαλύουν τη συνοχή του κοινωνικού σώματος και αποξενώνουν τους ανθρώπους από τον τόπο. Ωστόσο, οι πολιτικές ιδέες του μπορούσαν να στηρίξουν την ενοποίηση του ευρωπαϊκού και ασιατικού χώρου που αποτόλμησε ο Αλέξανδρος, διότι βασίζονταν εξαρχής σε ιεραρχημένα ζεύγη αντιθέτων, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και η (γνωστή από παλαιότερα) αξιολογική διάσταση Ελλήνων και βαρβάρων.
Πυρήνας της ανθρώπινης κοινωνικότητας ήταν, κατά τον Αριστοτέλη όπως και για πολλούς συγχρόνους του, η οικογένεια στη διευρυμένη της έννοια, ο οἶκος. Στο εσωτερικό της διακρίνονταν οι συμπληρωματικές αντιθέσεις: άνδρας/γυναίκα, ενήλικας/ανήλικος (ή ώριμος/ παιδί), ελεύθερος/δούλος. Τα πρώτα μέλη των ζευγών αυτών θεωρούνταν ανώτερα και κυριαρχικά έναντι των δεύτερων. Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι η ιεραρχική αυτή αντίθεση δεν είναι προϊόν απλής ανθρώπινης σύμβασης, όπως ισχυρίζονταν ορισμένοι σοφιστές, αλλά βασίζεται στη φύση. Εννοούσε ότι υπάρχει ένα φυσικό υπόβαθρο στην ανωτερότητα των ανδρών, των ενηλίκων και των ελευθέρων, παρά την εμπειρική διαπίστωση ότι η κυριαρχία βασίζεται συχνά στην καταπίεση και τη βία. Το φυσικό αυτό υπόβαθρο το παρείχε η ειδοποιός διαφορά που διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα: ο λόγος. Με τον όρο αυτό ο Αριστοτέλης εννοούσε, μεταξύ άλλων, την έναρθρη γλώσσα, τη λογική ικανότητα και τη δύναμη κατανόησης.
Με το συστηματικό πνεύμα που τον χαρακτήριζε, ο Αριστοτέλης διέκρινε τέσσερις τύπους ανθρώπινης ζωής και τους αντίστοιχους σκοπούς καθεμιάς: τον ἀπολαυστικὸν βίον, που έχει ως στόχο την ικανοποίηση των αισθήσεων και τη σωματική ηδονή, τον χρηματιστικόν, που αποσκοπεί στο κέρδος και τον πλούτο, τον πολιτικόν, που ορέγεται τιμές και δόξες δημόσιες, και τον θεωρητικὸν βίον του φιλοσόφου, που επιδιώκει γνώση και αλήθεια. Από αυτά τα είδη μόνο τα δυο τελευταία θεωρήθηκαν αξιοζήλευτα για τις ιδιαίτερα προικισμένες φύσεις. Τα άλλα δύο ήταν κατάλληλα για εκείνους που δεν γνωρίζουν απολαύσεις πέρα από αυτές που προσπορίζουν οι αισθήσεις. Τα ανθρώπινα αγαθά, αντίστοιχα, μπορούσαν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες: στα εξωτερικά αγαθά (π.χ. καλή καταγωγή, ισχυροί φίλοι, πλούτος), στα αγαθά του σώματος (υγεία, ρώμη, ομορφιά) και στα αγαθά της ψυχής (ανδρεία, σωφροσύνη, δικαιοσύνη, σοφία).
Έσχατος σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης ήταν, κατά τον Αριστοτέλη, η εὐδαιμονία. Ενώ τα εξωτερικά και τα σωματικά αγαθά αποτελούσαν προαπαιτούμενα στοιχεία για την επίτευξη του στόχου -ποιος θα μπορούσε να είναι ευτυχής αν νοσούσε συνεχώς ή αν δεν διέθετε τα αναγκαία προς το ζην;- μόνο τα αγαθά της ψυχής μπορούσαν να κάνουν κάποιον πραγματικά ευδαίμονα. Η ευδαιμονία ως τελικός σκοπός της χαρακτηριστικά ανθρώπινης ζωής προερχόταν αποκλειστικά από τις ηθικές και διανοητικές αρετές που, αν και δεν θεωρούνταν δοσμένες εξαρχής από τη φύση, μπορούσαν ωστόσο να αναπτυχθούν με κατάλληλη αγωγή και παιδεία. Η ηθική διαμόρφωση του ατόμου και η διανοητική ανάπτυξή του δεν ήταν προσπάθεια αλλοίωσης ή τροποποίησης της ανθρώπινης φύσης, αλλά η πραγματική τελειοποίησή της. Με ένα επιχείρημα, η αξία του οποίου δεν έχει μειωθεί από τη φθορά που επιφέρει συνήθως ο χρόνος, ο Αριστοτέλης οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη ευτυχία δεν είναι μια στατική κατάσταση απραξίας, αλλά μια διαρκής ἐνέργεια της ανθρώπινης ψυχής στους τομείς της δράσης (πράξεως) και της σκέψης (διανοίας ή νοήσεως).
Οι συλλογισμοί αυτοί και τα συμπεράσματά τους ήταν βαθιά ριζωμένα στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας. Οι γόνοι των πλούσιων οικογενειών έπρεπε να επιλέξουν τι είδους ζωή θα ζήσουν. Στους πιο φιλόδοξους θα έμπαινε το δίλημμα: πολιτική σταδιοδρομία ή φιλοσοφική αναζήτηση; Ο Αριστοτέλης δεν αρνήθηκε την αξία των τιμών και της δόξας ούτε θεώρησε μεμπτή την προσπάθεια κάποιου νέου να κερδίσει τον έπαινο των συμπολιτών και του πλήθους. (Το νεοελληνικό φιλότιμο προέρχεται από την αρχαιοελληνική φιλοτιμίαν, που σημαίνει κυριολεκτικά την αγάπη για τις τιμές και την επιδίωξη δόξας.) Αν ο Αχιλλέας ήταν το μυθικό παράδειγμα αυτής της τάσης σε μια εποχή που χανόταν στον θρύλο, υπήρχε τώρα ο βασιλιάς Αλέξανδρος, ζωντανός και δραστήριος, ως ακρότατη περίπτωση φιλοτιμίας.
Όμως ο Αριστοτέλης διέκρινε εδώ ένα εγγενές ελάττωμα. Η πολιτική σταδιοδρομία, αν και αξιοζήλευτη, καθιστούσε τον πολιτικό δέσμιο των συνθηκών, της τύχης και κυρίως της ευμετάβολης γνώμης των πολλών. Με την έννοια αυτή, η ευδαιμονία του πολιτικού βρισκόταν σε ξένα χέρια. Όμως μια ζωή αφιερωμένη στη γνώση, μια ζωή εστιασμένη στην κατανόηση του κόσμου και των όντων, ήταν μια ζωή αυτοτελής και αυτάρκης. Τέτοια -φανταζόταν ο Αριστοτέλης- πρέπει να είναι η ζωή των θεών: μια ζωή θεωρίας, ενατένισης της αλήθειας των όντων. Ο θεωρητικός βίος κινητοποιούσε το πιο θεϊκό στοιχείο του ανθρώπου, τον λόγο.
Δεν μας είναι γνωστό πόσο καλός συγγραφέας υπήρξε ο Αριστοτέλης. Όλα τα σωζόμενα έργα του αποτελούν σημειώσεις προφορικών παραδόσεων και είναι από υφολογική άποψη ατημέλητα, γιατί δεν προορίζονταν για δημοσίευση. Αν και έγραψε κάποιους διάλογους -ιδίως στη νεότητά του-, ο Αριστοτέλης δεν διέθετε το λογοτεχνικό τάλαντο του δασκάλου του. Αργότερα στράφηκε στην πιο στέρεη μορφή της επιστημονικής πραγματείας, που παρείχε καλύτερες δυνατότητες για την εκδίπλωση των λογικών επιχειρημάτων και των αποδεικτικών συλλογισμών που τόσο αγαπούσε.
Ωστόσο, ο Αριστοτέλης δεν παραμέλησε ούτε τη ρητορική ούτε την ποίηση. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που συστηματοποίησε θεωρητικά τη ρητορική. Στο έργο του Ρητορική τέχνη, ανάμεσα στις πολλές άλλες πρωτοτυπίες, χώρισε και τους λόγους σε τρία είδη: το δικανικόν είδος, που αφορά την εξιχνίαση υποθέσεων του παρελθόντος και εκφωνείται στα δικαστήρια, το συμβουλευτικόν, που αφορά τις δημόσιες υποθέσεις, εκφωνείται στην Εκκλησία του Δήμου ή παρόμοιες συγκεντρώσεις πολιτών και ενδιαφέρεται για το μέλλον της πόλης, και το ἐπιδεικτικόν, που αφορά πρωτίστως ζητήματα επαίνου και ψόγου στο παρόν, αλλά μνημονεύει επίσης το παρελθόν και κάνει εύλογες προβλέψεις για το μέλλον.
Στο αρχαιότερο σωζόμενο σύγγραμμα λογοτεχνικής κριτικής, το Περὶ ποιητικῆς, ο Αριστοτέλης διέκρινε ρητά τις καλές τέχνες από τις χρηστικές και αναγκαίες και θεώρησε ότι την καλλιτεχνία χαρακτηρίζει γενικά η μίμησις. Ανάμεσα στις μιμητικές τέχνες πρώτη και καλύτερη ήταν η ποίηση, διότι μεταχειριζόταν λόγο. Ιδίως όταν συνδύαζε τον λόγο με ῥυθμόν (μέτρο) και μέλος (μουσική), η ποίηση μπορούσε όχι μόνο να τέρψει και να διδάξει, αλλά και να συνδράμει στην ορθή διαμόρφωση των συναισθημάτων. Ως αναπαράσταση τυπικών μορφών ανθρώπινης δράσης, η ποίηση θεωρήθηκε σπουδαιότερη και φιλοσοφικότερη από την ιστορία, που εξέθετε τα συμβάντα του παρελθόντος δίχως να τα αναβαπτίζει στο φως καθολικών μορφών.
Με τον Αριστοτέλη ο όρος ἱστορία, που σήμαινε γενικά την «έρευνα» και τη «γνώση», καθιερώθηκε επίσης στην ειδική σημασία της αφήγησης σημαντικών γεγονότων του παρελθόντος. Η ιστορία, ωστόσο, δεν θεωρήθηκε επιστήμη, γιατί κάθε επιστήμη έπρεπε να μπορεί να συλλαμβάνει και να κατανοεί το καθολικό. Από την ιστορία μαθαίνουμε απλώς και μόνο τι έκανε ή τι έπαθε ο Αλκιβιάδης ή ο Νικίας -γράφει ο Αριστοτέλης-, ενώ από την ποίηση, και ειδικά την τραγωδία, μαθαίνουμε τι συμβαίνει γενικά σε τέτοιας λογής ανθρώπους με τέτοιου είδους συμπεριφορά (όπως παρουσιάζονταν επί σκηνής ο Οιδίπους ή ο Αγαμέμνων). Η άποψη του Αριστοτέλη ήταν διαμετρικά αντίθετη προς αυτή του Θουκυδίδη (ο οποίος -αξίζει να σημειωθεί- δεν μνημονεύεται πουθενά στα συγγράμματα του φιλοσόφου).
Ο Αριστοτέλης ήταν πανεπιστήμων. Μέσα στις πολλές καινοτομίες του συγκαταλέγεται το γεγονός ότι, πρώτος αυτός, οργάνωσε επιστημονικές ομάδες έρευνας. Ήδη στη Λέσβο, στην αντίπερα Άσσο και τον Αταρνέα της Μικράς Ασίας (όπου ο τύραννος Ερμείας είχε παραχωρήσει στη φιλοσοφική παρέα που ήρθε από την Αθήνα όλα τα αναγκαία για τον θεωρητικό βίο) ο Αριστοτέλης συνέλεγε, με τη συνδρομή φίλων, εμπειρικό υλικό από τον κόσμο των φυτών και των ζώων. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα και ίδρυσε τη δική του σχολή, το Λύκειο, θα πρέπει να βρέθηκε επικεφαλής αρκετών επιστημονικών ομάδων που προσπαθούσαν να ταξινομήσουν το διαθέσιμο υλικό.
Ολόκληρη η φιλοσοφία του Αριστοτέλη, από τις καθαρά εμπειρικές βιολογικές μελέτες μέχρι την πιο αφηρημένη πρώτην φιλοσοφίαν (μεταφυσική θεολογία), ήταν μια αναζήτηση του σκοπού, του τέρματος και του στόχου (τέλους) κάθε ενέργειας. Αυτή η πρωτοκαθεδρία του σκοπού διαφοροποιεί καίρια την αριστοτελική (πρωτίστως) επιστήμη της αρχαιότητας από την επιστήμη της νεωτερικής Ευρώπης.
Ανέκαθεν οι φιλόσοφοι ήθελαν να έχουν λόγο στα δημόσια πράγματα ως κάτοχοι γνώσης. Η σύμπλευση πολιτικής και φιλοσοφίας φάνηκε σε πολλές περιπτώσεις. Ο Πρωταγόρας κλήθηκε να συγγράψει νόμους για την πανελλήνια αποικία των Θουρίων. Ο Πλάτων επισκέφθηκε τρεις φορές τη Σικελία για να αναμορφώσει πολιτικά τις Συρακούσες. Μαθητές του λέγεται ότι οργάνωσαν την εξόντωση τυράννων σε διάφορα σημεία της ανατολικής Μεσογείου. Ο Σπεύσιππος, ανεψιός και διάδοχός του στην Ακαδημία, έστειλε μια πολύ εγκωμιαστική επιστολή στον Φίλιππο για το έργο και τη δράση του. Ίσως θεωρούσε, όπως ο Ισοκράτης, ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένωση κάτω από μια ισχυρή πολιτική κυριαρχία. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης υπήρξε δάσκαλος του Αλεξάνδρου και διατηρούσε επίσης στενή επαφή με τον Αντίπατρο.
Όταν με τον θάνατο του Αλεξάνδρου το αντιμακεδονικό ρεύμα στην Αθήνα διογκώθηκε επικίνδυνα, ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε την πόλη και αποσύρθηκε στα κτήματα που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του στη Χαλκίδα. Φέρεται να είπε, υπονοώντας την καταδίκη του Σωκράτη, ότι δεν θα επέτρεπε στους Αθηναίους να αμαρτήσουν για δεύτερη φορά εις βάρος της φιλοσοφίας. Μακριά από την πόλη της σοφίας όμως δεν ήταν εύκολο να ζήσει. Μέσα σε λίγους μήνες πέθανε, ορίζοντας εκτελεστή της διαθήκης του τον Αντίπατρο. Στο Λύκειο τον διαδέχθηκε ο Θεόφραστος, αγαπημένος του μαθητής ήδη από τα χρόνια της Λέσβου. Είχε ανοίξει ο κύκλος της Περιπατητικής Σχολής ως ανταγωνιστικής προς την πλατωνική Ακαδημία, που διοικούσε πλέον ο Ξενοκράτης. (Περιπατητικοί ονομάστηκαν οι φιλόσοφοι του Λυκείου, γιατί συζητούσαν ερευνητικά ζητήματα βαδίζοντας.) Θα περνούσαν πολλοί αιώνες μέχρι να εναρμονιστούν οι θέσεις της πλατωνικής και της αριστοτελικής φιλοσοφίας και να αναδειχθεί εκ νέου το κοινό τους βάθρο: η πεποίθηση ότι υφίστανται άυλα πράγματα.
Ο Δημοσθένης υπήρξε σφοδρός αντίπαλος του μακεδονικού επεκτατισμού. Πίστευε στην πολιτική ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων και την πολεμική δύναμη της Αθήνας. Ήθελε να ανυψώσει το φρόνημα των συμπολιτών του και να ξαναφέρει τις μέρες της αθηναϊκής δόξας. Ασχολήθηκε επιτυχημένα με όλα τα είδη ρητορικής, αλλά από την ηλικία των τριάντα ετών, όταν συνειδητοποίησε πόσο επικίνδυνη ήταν η αύξηση της δύναμης του Φιλίππου Β’, αντέδρασε με τόσο έντεχνους λόγους που, πέρα από τα πρακτικά αποτελέσματά τους, συνέβαλαν καίρια στην τελειοποίηση της συμβουλευτικής, δηλαδή της κατεξοχήν πολιτικής, ρητορικής. Παράλληλα με τους λόγους που εκφωνούσε, ο Δημοσθένης είχε και ενεργητική δράση στα ζητήματα της πόλης του, είτε μετέχοντας σε αποστολές εξωτερικής πολιτικής ως πρεσβευτής είτε συνεισφέροντας οικονομικά στο εσωτερικό ως λειτουργός. Λόγια και έργα έπρεπε να συμβαδίζουν (Κακριδής 3.6.Α [σ. 144-146]).
Δύο χρόνια μετά την ήττα των συνασπισμένων Ελλήνων στη Χαιρώνεια, κάποιος Αθηναίος πολίτης, ονόματι Κτησιφών, πρότεινε να στεφανωθεί δημόσια ο Δημοσθένης για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στην πατρίδα. Η στεφάνωση θα γινόταν στο θέατρο του Διονύσου. Ο κύριος πολιτικός αντίπαλος του Δημοσθένη, ο Αισχίνης, ένας ρήτορας που είχε ξεκινήσει ως ηθοποιός και δημόσιος γραφέας, αντέδρασε έντονα, κατηγορώντας επίσημα τον Κτησιφώντα. Ο Αισχίνης συμμετείχε ενεργητικά στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας με μάλλον φιλομακεδονική στάση. Ο Δημοσθένης τον κατηγορούσε αβάσιμα ότι είχε δωροδοκηθεί από τη βασιλική οικογένεια των Μακεδόνων. Η σύγκρουσή τους ήταν σφοδρή και διήρκεσε πολλά χρόνια.
Ουσιαστικά ο Αισχίνης δεν ήθελε να επιτρέψει να τιμηθεί ο πολιτικός του αντίπαλος, αλλά έκρυψε τον φθόνο του πίσω από τρία νομικά ζητήματα. Το πρώτο αφορούσε νόμο που όριζε ότι δεν επιτρέπεται να στεφανωθεί κάποιος πριν κάνει δημόσιο απολογισμό του πολιτικού λειτουργήματός του. Ο Δημοσθένης είχε πρόσφατα αναλάβει την επιστασία της ανόρθωσης των αθηναϊκών τειχών και δεν είχε προλάβει να κάνει δημόσιο απολογισμό. Ήταν ακόμη ὑπεύθυνος. Το δεύτερο νομικό ζήτημα αφορούσε τον τόπο της στεφάνωσης. Ο νόμος όριζε ότι οι στεφανώσεις δημόσιων προσώπων έπρεπε να γίνονται στην Πνύκα, όχι στο θέατρο του Διονύσου. Ένας τρίτος νόμος απαγόρευε να καταθέτει κάποιος ψευδή έγγραφα στο Μητρώο. Ο Αισχίνης κατηγόρησε τον Κτησιφώντα για μεροληπτική εύνοια υπέρ του Δημοσθένη, και συνεπώς για ψευδή δήλωση, και πρότεινε την εξέταση ολόκληρου του πολιτικού βίου του αντιπάλου του για να αποδειχθεί το ψεύδος.
Η εκδίκαση της υπόθεσης καθυστέρησε αρκετά χρόνια λόγω της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε μετά τη δολοφονία του Φιλίππου. Όταν τελικά εκδικάστηκε το 330, ο Δημοσθένης χρησιμοποίησε το τελευταίο επιχείρημα του Αισχίνη ως αφορμή για να εκθέσει, με εξαιρετικές λεπτομέρειες, ολόκληρη την πολιτική σταδιοδρομία του και την προσφορά του στην αθηναϊκή πολιτεία σε βάθος αρκετών δεκαετιών. Ο λόγος Περὶ τοῦ στεφάνου ήταν μακροσκελής, αλλά άριστα δομημένος. Ο Δημοσθένης συνέθεσε ένα ρητορικό αριστούργημα υπέρ του Κτησιφώντα, το εκφώνησε με όλο το αναμενόμενο πάθος ως άμεσα εμπλεκόμενος και έπεισε σε τέτοιο βαθμό το ακροατήριο, ώστε ο Αισχίνης δεν κατόρθωσε να πάρει ούτε το ένα πέμπτο των ψήφων, όπως απαιτούσε ο νόμος, και αναγκάστηκε, μην μπορώντας να πληρώσει το πρόστιμο που του επιβλήθηκε, να αυτοεξοριστεί χρεοκοπημένος από την Αθήνα. Την υπόλοιπη ζωή του την πέρασε στη Μικρά Ασία και τη Ρόδο ως δάσκαλος ρητορικής. Η τέχνη που τον είχε απομακρύνει οριστικά από την πατρίδα του αποδείχθηκε ταυτόχρονα σωτήρια, αφού του παρείχε πλέον τα αναγκαία.
Την ίδια χρονιά που ο Δημοσθένης κέρδισε πανηγυρικά τον δικαστικό αγώνα σε βάρος του Αισχίνη είχε ανακαινιστεί με πρόταση του ρήτορα Λυκούργου το παλαιό θέατρο του Διονύσου Ελευθερέως. Η ανακαίνιση -που έδωσε στο θέατρο, αν εξαιρέσουμε κάποιες ρωμαϊκές προσθήκες στη σκηνή, τη σημερινή περίπου μορφή του- είχε ως κύριο άξονα τη δημιουργία υπονόμου στην ορχήστρα και τη λιθόστρωση του κοίλου. Μπορούμε να φανταστούμε τον Δημοσθένη να παίρνει το στεφάνι της πατριωτικής δόξας στο ανακαινισμένο αυτό θέατρο, παρουσία 17.000 και πλέον Αθηναίων πολιτών.
Από το μέσον του αιώνα, λίθινα θέατρα άρχισαν να κατασκευάζονται σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, και η χρήση τους επεκτεινόταν πέρα από την παρακολούθηση δραματικών παραστάσεων σε άλλες δραστηριότητες του δημόσιου βίου. Εκτός από τα λίθινα θέατρα που έβρισκε πλέον ο επισκέπτης παντού, νεωτερισμοί συνέβαιναν και στα υπόλοιπα αρχιτεκτονήματα (ναούς, στοές, δημόσια κτίρια κ.ά.). Αν και διατηρούνταν γενικά οι παλαιές φόρμες, τα οικοδομήματα εμπλουτίζονταν με μεγαλύτερη διακοσμητική ποικιλία. Νέα αρχιτεκτονικά μέλη έκαναν επίσης την εμφάνισή τους.
Τη γενική τάση αύξησης της έντασης, ενδυνάμωσης του πάθους και προώθησης της κίνησης στις εικαστικές τέχνες ακολούθησε η γλυπτική – αν μάλιστα δεν πρωτοστάτησε η ίδια στις αλλαγές. Τον 4ο αιώνα ξεχώρισαν ο Πραξιτέλης και ο Λύσιππος, όπως τον προηγούμενο αιώνα είχαν ξεχωρίσει ο Πολύκλειτος και ο Φειδίας. Η Αθήνα, αν και σημαντική δύναμη στον χώρο των τεχνών, δεν ήταν ωστόσο μονοκράτειρα.
Ο Λύσιππος καταγόταν από τη Σικυώνα και δούλεψε στην πόλη του μαζί με τον αδελφό του. (Τα περισσότερα εργαστήρια ανδριαντοποιίας, όπως και τα αντίστοιχα αγγειοπλαστικής και αγγειογραφίας, βασίζονταν σε μακρά οικογενειακή παράδοση.) Ο Λύσιππος ήταν πιθανότατα ο πρώτος Έλληνας γλύπτης που σκέφτηκε να πάρει εκμαγεία για τη ρεαλιστικότερη απόδοση των χαρακτηριστικών του προσώπου. Η βασική καινοτομία του, πάντως, ήταν η αναμόρφωση των αναλογιών του ανδρικού σώματος, με λεπτότερο κορμό και μικρότερη κεφαλή από τις αναλογίες του κανόνα που είχε θεμελιώσει ο Αργείος Πολύκλειτος τον προηγούμενο αιώνα. Ίσως οι νέες αναλογίες έδειχναν μια τάση προς εξαΰλωση των μορφών. Έτσι κι αλλιώς, το ανθρώπινο σώμα λειτουργούσε, ήδη από την αρχαϊκή εποχή, ως σύμβολο καταστάσεων και συναισθημάτων που ξεπερνούσαν κατά πολύ την πιστή αντιγραφή της φύσης. Επιπλέον, ο Λύσιππος απέδωσε μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια και αύξησε τη ρεαλιστική ψευδαίσθηση των αγαλμάτων. Ήταν άλλωστε αυτός που καθόρισε τον κυρίαρχο, για τις μεταγενέστερες γενιές, τύπο που θα έπαιρνε στις εικαστικές και πλαστικές τέχνες η θρυλική μορφή του Αλεξάνδρου.
Γιος του διάσημου Αθηναίου γλύπτη Κηφισόδοτου, ο Πραξιτέλης υπήρξε επίσης μεγάλος καινοτόμος. Εισήγαγε το γυναικείο γυμνό στην ελληνική πλαστική και καθόρισε τις αναλογίες του γυναικείου σώματος, που επρόκειτο να διατηρηθούν ως πρότυπο κάλλους για πολλούς αιώνες. Αντίθετα με τον Λύσιππο, που φιλοτέχνησε ορειχάλκινα αγάλματα, ο Πραξιτέλης τελειοποίησε την τεχνική του μαρμάρου. Στην περίφημη Αφροδίτη της Κνίδου παρουσίασε τη θεά με σχετικά μικρό στήθος και ηδυπαθές, στρογγυλό πρόσωπο, που αντιστίζεται από τη θηλυκή λεκάνη και τους βαρείς μηρούς. Η διάπλαση της κοιλιακής χώρας αποπνέει αισθησιακή θηλυκότητα. Μια κυματοειδής διάταξη του σώματος φαίνεται ότι ήταν χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ο Πραξιτέλης απέδιδε τη χάρη των γυμνών σωμάτων. Ο διάσημος Ερμής του, που κρατά τον μικρό Διόνυσο, παρουσιάζει παρόμοια κίνηση με την Κνιδία Αφροδίτη. Το άγαλμα βρέθηκε στην Ολυμπία, στον ναό της Ήρας, εκεί όπου το είδε ο περιηγητής Παυσανίας. (Αν, όπως ισχυρίζονται οι ειδικοί, πρόκειται για ελληνιστικό αντίγραφο, έχουμε μια άριστη απομίμηση του πρωτότυπου έργου που φιλοτέχνησε ο Πραξιτέλης.)
Ένας πολύ ταλαντούχος νέος ποιητής πρωτοεμφανίστηκε στην Αθήνα λίγο πριν πεθάνει ο Αλέξανδρος. Ονομαζόταν Μένανδρος και ήταν Αθηναίος (Κακριδής 4.4.Α [σ. 189-190]). Στην παρηκμασμένη θεατρική παραγωγή της εποχής έδωσε νέα ώθηση, συνθέτοντας κωμωδίες που χειροκροτήθηκαν πολύ στους επόμενους αιώνες. Ο Μένανδρος επηρεάστηκε από τον Ευριπίδη στην πειστική και ψυχολογικά ευαίσθητη ηθογράφηση των ηρώων του και δημιούργησε ένα νέο είδος δράματος, τη λεγόμενη Νέα Κωμωδία. Η μεγάλη διαφορά του νέου αυτού θεατρικού είδους από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη ήταν η σχεδόν παντελής απουσία της πολιτικής επικαιρότητας από τις υποθέσεις της. Μια άλλη διαφορά ήταν η περιθωριοποίηση του χορού. Αντί να είναι, όπως ήθελε ο Αριστοτέλης, άλλος ένας χαρακτήρας, με φωνή και δράση στο έργο, ο χορός κατάντησε να μην έχει την παραμικρή σχέση με την υπόθεση του έργου και απλώς να ξεκουράζει τους θεατές με εμβόλιμα άσματα. Οι εξελίξεις αυτές στη δραματική τέχνη και τεχνική δεν φαίνονται άσχετες με την αντίστοιχη απομάκρυνση της προσοχής από τον δημόσιο και τον πολιτικό χώρο προς όφελος της ατομικότητας.
Ο Μένανδρος ενδιαφέρθηκε για την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων και παρουσίασε στη σκηνή καθημερινές καταστάσεις φιλίας και έχθρας, σύγκρουσης και ομόνοιας, με τρόπο που θα ήταν αδιάφορος δίχως πολιτική πλαισίωση στα χρόνια του Αριστοφάνη. Τώρα όμως το ενδιαφέρον των ανθρώπων μετατοπιζόταν σταδιακά προς τις προσωπικές εμπειρίες της ιδιωτικής ζωής. Τον δρόμο είχε διανοίξει, ήδη από τον 5ο αιώνα, ο Ευριπίδης, που θαυμάστηκε πολύ σε μεταγενέστερες εποχές, αν και δεν αξιώθηκε παρά λίγες νίκες όσο ζούσε. Ο Μένανδρος, ένθερμος λάτρης του τελευταίου μεγάλου τραγικού ποιητή της Αθήνας, υπήρξε πρωτοπόρος στη δημιουργία ενός δράματος ανθρώπινων τύπων. Επειδή μάλιστα υπήρξε μαθητής του Θεόφραστου στο Λύκειο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τη φυσική του κλίση στη λεπτομερή παρατήρηση και την ακριβή περιγραφή της ανθρώπινης συμπεριφοράς ενίσχυσε αποφασιστικά ο δάσκαλος του. Ό,τι έκανε ο Θεόφραστος στο έργο του Χαρακτήρες, όπου ταξινομούνται οι ανθρώπινοι τύποι και περιγράφονται οι αντίστοιχες συμπεριφορές, το πέτυχε ο Μένανδρος στο θέατρο. Η τυποποίηση, μάλιστα, επρόκειτο να έχει μακρό μέλλον τόσο στη λογοτεχνία όσο και στα στερεότυπα της σκέψης των απλών ανθρώπων.
Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος, στην Αθήνα επέστρεψε, μαζί με τους άλλους κληρούχους από τη Σάμο, η οικογένεια του Επίκουρου, που ήταν τότε 20 ετών. Λίγο μετά κατέφθασε στην πόλη ο Ζήνων από το Κίτιο της Κύπρου. Και οι δύο είχαν την ευκαιρία να σπουδάσουν στην Αθήνα. Σύντομα εγκαινίασαν τις δικές τους φιλοσοφικές σχολές, που έμελλε να έχουν μεγάλη επίδραση στους επόμενους αιώνες. Η φιλοσοφική σχολή του Επίκουρου ονομάστηκε Κήπος από τη βλάστηση που υπήρχε στον χώρο, ίσως και την ιδιαίτερα ευχάριστη ατμόσφαιρα που επικρατούσε μεταξύ των μελών του. Ο Ζήνων και οι ακόλουθοί του ονομάστηκαν στωικοί, γιατί ο κόσμος τούς έβλεπε να συζητούν στην Ποικίλη Στοά της αθηναϊκής αγοράς.
Σπύρος I. Ράγκος
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history/arxaiotita/page_042.html