Μικρές ιστορίες από την αρχαία Ελλάδα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Κυναίγειρος, ἀδερφὸς τοῦ τραγικοῦ ποιητῆ Αἰσχύλου, πολέμησε στὸ Μαραθώνα. Κατὰ τὴν καταδίωξη τῶν εἰσβολέων ἐπέδειξε ἰδιαίτερη γενναιότητα. Ἔπιασε μὲ τὰ χέρια του πλοῖο τῶν περσῶν ποὺ ἐγκατέλειπε τὸν ὅρμο τοῦ Μαραθώνα. Οἱ πέρσες, τοῦ ἔκοψαν τὰ χέρια. Ὁ Κυναίγειρος ἔπιασε τὸ πλοῖο μὲ τὰ δόντια του. Οἱ πέρσες, τοῦ ἔκοψαν τὸ κεφάλι.

Ἡ Ἀθήνα εἶχε δυὸ ἱερὰ πλοῖα τα : “Πάραλος” καὶ “Σαλαμινία”, τὰ ὁποῖα ἀνελάμβαναν εἰδικὲς ἀποστολές.

Οι Ἀθηναῖοι πίστεψαν ὅτι ὁ θεὸς Πᾶν πολέμησε μαζί τους στὸ
Μαραθώνα, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Πέρσες κατελήφθησαν ἀπὸ “πανικό”.

Ἡ πολεμικὴ ἰαχὴ τῶν Ἀθηναίων Ἦταν ἕνα ἐπαναλαμβανόμενο “ἀλαλά”. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ τὸ ρῆμα “ἀλαλάζω”. Ἐπίσης σχετικὴ εἶναι καὶ ἡ ἔκφραση “Τοὺς ἀλάλιασαν” δὴλ τοὺς τρομοκράτησαν, τοὺς συνέτριψαν κλπ.

Κατά τὴ διάρκεια τῆς οἰκοδόμησης τῶν Προπυλαίων στὴν Ἀκρόπολη, ὁ καλύτερος τεχνίτης τοῦ ἀρχιτέκτονα Μηνησικλέους, ἔπεσε ἀπὸ τὴ σκαλωσιὰ καὶ τὸ λαμπρὸ αὐτὸ ἔργο κινδύνευε νὰ σταματήσει.Λέγεται ὅτι ἡ Ἀθηνᾶ παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο τοῦ Περικλέους καὶ τοῦ ὑπέδειξε πὼς ἔπρεπε νὰ γιατρευτεῖ ὁ τεχνίτης. Πράγματι ἔτσι ἔγινε καὶ τὸ ἔργο τελείωσε μὲ ἐπιτυχία.

Τὸ λοφίο τῆς περικεφαλαίας της, τοῦ ὕψους ἑπτὰ μέτρων χάλκινου ἀγάλματος τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς Προμάχου ποὺ κοσμοῦσε τὴν Ἀκρόπολη, γυάλιζε στὸν ἥλιο καὶ ἡ λάμψη αὐτὴ φαίνονταν ἀπὸ τὰ πλοῖα ποὺ περνοῦσαν στὸ Σούνιο.

Ἀριστοφάνης: Μία γενιὰ εἴμαστε ὅλοι καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο ἁγιασματάρι ὅλοι ραντίζουμε τοὺς βωμοὺς τῶν θεῶν στὴν Ὀλυμπία, στὶς Θερμοπύλες, στοὺς Δελφοὺς καὶ σ’ ἄλλα μέρη πολλά. Κι ἐνῶ στρατῶν ἐχθρῶν βαρβάρων μας ζώνει, Ἕλληνες, ἄντρες, πολιτεῖες ἑλληνικὲς χαλᾶτε καὶ τ’ ἀδέρφια σας”.

Δημοσθένης: ”Πόλεμος ἔνδοξος, εἰρήνης αἰσχρᾶς, αἱρετώτερος!” Ἂς τὸ σκεφθοῦν αὐτὸ ὅσοι ἐπιθυμοῦν εἰρήνη στὸ Αἰγαῖο, μὲ κάθε τρόπο καὶ πάση θυσία…

Διογένης: Έλεγε ὁ φιλόσοφος Διογένης, πώς, ὅταν πεθάνει, θέλει νὰ τὸν θάψουν μπρούμητα. Τὸν ρώτησαν γιατί, κι ἐκεῖνος ἀπάντησε :”γιατί σὲ λίγο θα’ρθοῦν τὰ πάνω – κάτω” !

Ο Διογένης εἶχε ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ ὅλα τα περιττὰ πράγματα, ἔτσι νόμιζε τουλάχιστον. Ζοῦσε ἀντὶ σὲ οἰκία σὲ ἕνα πιθάρι, ἐνῶ ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα ἤσαν ὁ τριμμένος του χιτὼν καὶ ἕνα κυπελάκι πήλινο γιὰ νὰ πίνει νερό. Μία μέρα ποὺ εἶδε ἕνα παιδάκι νὰ πίνει νερὸ χρησιμοποιώντας τὶς χοῦφτες του, πέταξε καὶ τὸ κύπελό του ἀναφωνώντας “ἕνα παιδὶ μὲ ξεπέρασε σὲ ἁπλότητα !” (παιδίον μὲ νενίκηκεν εὐτελεία !).

Ἦταν, στὴν Ἀθήνα, ἕνας τεραστίων διαστάσεων (…”φουσκωτός” τῆς ἐποχῆς) νέος ἄντρας ποὺ προσπαθοῦσε νὰ παίξει κιθάρα. Ἦταν ὅμως τόσο παράφωνος ποὺ ὅλοι τὸν περιφρονοῦσαν. Μόνο ὁ Διογένης ἔστεκε ἐκστατικὸς καὶ τὸν χειροκροτοῦσε. “Μὰ καλὰ βρὲ Διογένη” τοῦ εἶπαν “κουφὸς εἶσαι καὶ δὲν ἀκοῦς πῶς παίζει ; γιατί τὸν θαυμάζεις ;” Κι ὁ Διογένης ἀπήντησε : “Διότι, τηλικοῦτος ὤν, κιθαρωδεῖ καὶ οὐ ληστεύει !”.

Ο Διογένης, κάποτε, στέκονταν ἐμπρὸς ἀπὸ ἕνα ἄγαλμα ζητώντας ἐλεημοσύνη. Τὸν ρώτησαν γιατί τὸ κάνει αὐτό, κι ἐκεῖνος ἀπάντησε : “μελετῶ ἀποτυγχάνειν”.

Εὐριπίδης: ”Οὔτε ἀπὸ τὸ Ἄργος οὔτε ἀπὸ τὴ Θήβα εἶμαι, δὲ καυχιέμαι γιὰ καμμιὰ πατρίδα. Κάθε ἑλληνικὴ πόλη εἶναι γιὰ μένα πατρίδα”

Ἠράκλειτος: Ἔλεγε ὁ φιλόσοφος Ἠράκλειτος : “δὲ θέλω νὰ πεθάνω, ἀλλὰ δὲ θὰ Ἦταν ἄσχημα νὰ εἶμαι κι ὄλας πεθαμένος !”.

Ὁ Ἠράκλειτος πίστευε πὼς τὰ πάντα βρίσκονται σὲ διαρκῆ μεταλλαγὴ καὶ κίνηση “τὰ πάντα ρεῖ”. Ὁ Ἐπίχαρμος -κωμωδιογράφος ἀπὸ τὶς Συρακοῦσσες- τὸν εἰρωνευόταν λέγοντας ὅτι “δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος κανεὶς νὰ πληρώσει τὰ χρέη του, γιατί δὲν εἶναι πιὰ ἴδιος μὲ ἐκεῖνον ποὺ τὰ ἔκανε, ἀλλὰ καὶ δὲν πρέπει νὰ δέχεται καὶ καμία πρόσκληση, γιατί αὔριο δὲ θὰ εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ τὴν ἔλαβε…!”

Θεσσαλία: Οἱ Θεσσαλοὶ εἶχαν τὸ πιὸ δυνατὸ καὶ πολυάριθμο ἱππικὸ στὴν Ἑλλάδα.Τὸ ἱππικὸ χρειάζεται πεδιάδες καὶ ὄχι ὀρεινοὺς ὄγκους γιὰ νὰ ἀναπτυχθεῖ καὶ νὰ δράσει ἀποτελεσματικά.

Ἱεροκλῆς: ”Σχολαστικὸς φίλος ἔγραψεν, εἰς Ἑλλάδα ὄντι, βιβλία αὐτῶ ἀγορᾶσαι. Τοῦ δὲ ἀμελήσαντος, ὡς μετὰ χρόνον τῷ φίλῳ συνώφθη, εἶπε : Την ἐπιστολήν, ἢν περὶ βιβλίων ἀπέστειλάς μοι, οὐκ ἐκομισάμην’ “. Ἔγραψε κάποιον σὲ ἕναν φίλο του ποὺ Ἦταν στὴν Ἑλλάδα νὰ τοῦ ἀγοράσει βιβλία. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ συναντήθηκαν καὶ τοῦ λέει ὁ “σχολαστικός” : “Τὸ γράμμα πού μου ἔστειλες γιὰ τὰ βιβλία, δυστυχῶς δὲν τὸ ἔλαβα!”

Κόρινθος: Η πρώτη τριήρης σχεδιάστηκε και ναυπηγήθηκε από τον Κορίνθιο ναυπηγό Αμεινοκλή. Το νέο πλοίο που κατασκευάστηκε ονομάστηκε έτσι γιατί έφερε 3 σειρές κουπιών. “Ερέται” ονομάζονταν οι κωπηλάτες.

Μακεδονία: Κάποτε κάποιος από την Αμφίπολη θέλησε να μπει στην υπηρεσία του βασιλιά Φιλίππου Β’, προσπαθώντας να τον πείσει ότι είναι εξαιρετικός σκοπευτής και δε του ξεφεύγει ούτε πουλί. Ο Φίλιππος του είπε ότι θα τον πάρει “όταν κυρήξω πόλεμο στα χελιδόνια”

Ο θώρακας του βασιλιά Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας, στη δεξιά πλευρά του έχει μία μικρή χρυσή εικόνα της θεάς Αθηνάς. Η αριστερά πλευρά του βασιλιά καλύπτονταν από την ασπίδα, ενώ η δεξιά έμενε ακάλυπτη όταν ο Φίλιππος σήκωνε το σπαθί του. Ένα φυλαχτό που μοιάζει τόσο με τα φυλαχτά των βυζαντινών αυτοκρατόρων που εικόνιζαν την Παναγία !

Ο Αλέξανδρος αρνήθηκε να ακολουθήσει τη συμβουλή των στρατηγών του και να ριχτεί στο αντίπαλο στρατόπεδο τη νύχτα, λέγοντας τους “Ου κλέπτω τη νίκην”

Ολυμπία: Πρὶν τοὺς ἀγῶνες, τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς γιορτῆς, οἱ ἀθλητὲς ὁρκίζονταν μπροστὰ στὸ ἄγλαμα τοῦ Ὅρκιου Διὸς πὼς θὰ ἀγωνιστοῦν τίμια τηρώντας τοὺς κανονισμούς. Ἐπίσης ὁρκίζονταν καὶ οἱ ἀδελφοὶ καὶ οἱ πατέρες τῶν ἀθλητῶν, διαβεβαιώνοντας πὼς ἀπὸ τὴ μεριά τους δὲν ἔγινε καμία παραβίαση τῶν κανόνων. Ἀκόμα ὁρκίζονταν καὶ οἱ ἑλλανοδίκες (κριτές) πὼς θὰ κρίνουν ἀμερόληπτα καὶ δὲ θὰ δεχθοῦν δῶρα γιὰ νὰ ἐπηρρεάσουν τὴν κρίση τους. Οἱ ἀθλητὲς ποὺ ἐλάμβαναν μέρος στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες καὶ συλλαμβάνονταν ἀπὸ τὴν Ἑλλανόδικο ἐπιτροπὴ νὰ παραβιάζουν τοὺς κανόνες διεξαγωγῆς τῶν ἀγώνων, ὑποχρεώνονταν νὰ δωρίσουν στὸ ἱερό της Ὀλυμπίας χάλκινα ἀγάλματα τοῦ θεοῦ Διός. Τὰ περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ τὰ ἀγάλματα τὰ κατασκεύαζαν οἱ ἴδιοι οἱ παρανομήσαντες ἀθλητὲς (γιὰ νὰ περιορίσουν τὸ κόστος τους). Ἦταν -φυσικά- κακότεχνα καὶ ὀνομάζονταν “Ζάνες”.

Όμηρος: Οι έλληνες μεγάλωσαν και διαπαιδαγωγήθησαν με τα έπη του Ομήρου που είναι πλούσια σε υψηλές έννοιες και ιδανικά. Διαμόρφωσαν χαρακτήρα αγωνιστή, δίκαιου, πατριδολάτρη.”Αιέν αριστεύειν έμμεναι άλλων, μηδέ γένων πατέρων αισχυνέμεν” : “να επιδιώκεις μονίμως να είσαι ο άριστος έναντι των άλλων και να μην ντροπιάσεις ποτέ τη γενιά σου”.

Οι τελευταίες συμβουλές του Έκτορος στο γυιό του Αστυάνακτα ήταν τα συγκλονιστικά λόγια : “Εις οιωνός άριστος: Αμύνεσθαι περί πάτρις”.

Σπάρτη: Οι Σπαρτιάτες πολεμιστές, φορούσαν, κατά νόμο του Λυκούργου, κατακόκκινη χλαμύδα, για μη φαίνονται τα αίματα των πληγών τους και δειλιάζουν οι συστρατιώτες τους.

Ο λεγόμενος “Καιάδας” δεν ήταν βάραθρο, αλλά σπηλαίωμα στον Ταϋγετο. Τα παιδιά δεν τα σκοτώνανε εκεί, αλλά τα “απέθεταν”, τα εγκατέλειπαν.

Λέγεται ότι κάποτε ένας Έλληνας που δοκίμασε τον μέλανα ζωμό είπε πως κατάλαβε “γιατί οι Σπαρτιάτες βαδίζουν με τέτοια ευχαρίστηση στο θάνατο” ! Κι όμως, ο “μέλας ζωμός” ήταν πικάντικο και θρεπτικό φαγητό.

Στη Σπάρτη υπήρχε μυστική αστυνομία – σώμα κατασκόπων με το όνομα “κρυπτεία”.

Στην απειλή των περσών ότι η πυκνότητα των βελών τους θα σκεπάσει τον ήλιο, ο Σπαρτιάτης Διηνέκης απάντησε ειρωνικά :”Καλύτερα. Θα πολεμήσουμε υπό σκιάν”. Στην τελική φάση της αναμέτρησης, οι πέρσες δεν τόλμησαν να αντιμετωπίσουν τους Έλληνες και τους εξολόθρευσαν από απόσταση με τα βέλη τους. Απόδειξη, οι χιλιάδες αιχμές βελών που βρέθηκαν στις Θερμοπύλες. Οι Έλληνες -πλην των Κρητικών- δε χρησιμοποιούσαν ως κύριο επιθετικό όπλο το τόξο.

O Λεωνίδας, την τελευταία μέρα πριν την αποφασιστική μάχη των Θερμοπυλών, σύστησε σε Σπαρτιάτες και Θεσπιείς να φάνε ελαφρά για να μη δυσκολευτούν στη μάχη.”Απόψε θα δειπνήσουμε πλουσιοπάροχα στα βασίλεια του Πλούτωνος” τους είπε, με αυτοσαρκασμό.

Όταν ο Λεωνίδας κατάλαβε πως ήταν περικυκλωμένος από τους Πέρσες και κάθε αντίσταση μάταια, έπεισε τους Έλληνες συμμάχους να φύγουν για να μη θυσιαστούν άδικα. Ο βασιλιάς των θεσπιέων όμως του απήντησε πως δεν φεύγει.”Λεωνίδα, δε θα σε αφήσω να πάρεις μόνος σου τη δόξα των Θερμοπυλών” του είπε, και με τους εφτακόσιους οπλίτες του έπεσαν μέχρις ενός.

Ήταν παροιμιώδης η λεκτική λιτότητα των Σπαρτιατών, το “λακωνίζειν”. Σε έναν εχθρό που τους απείλησε : “Αν κυριέψω την πόλη σας θα την ισοπεδώσω”, απάντησαν : “Αν”.

Οἱ ἀσπίδες τῶν Λακεδαιμονίων ἔφεραν σὰν διακριτικὸ ἔμβλημά τους τὸ γράμμα “Λ”, ὥστε οἱ ἀντίπαλοι στρατοὶ νὰ γνωρίζουν μὲ ποιοὺς πολεμοῦν.Ἦταν ἕνας τρόπος ἄσκησης ψυχολογικῆς πίεσης στὸν ἀντίπαλο, ποὺ ἐτρομοκρατεῖτο γνωρίζοντας πώς πολεμᾶ τὸν καλύτερο στρατὸ τῆς Ἑλλάδος. Οἱ νέοι ὁπλίτες τῆς Σπάρτης ἐλάμβαναν τὴν ἀσπίδα ἀπὸ τὴ μητέρα τους, μὲ τὴν ἐντολὴ “Τᾶν ἢ ἐπὶ τᾶς”. Ἦταν ὑποχρεωμένοι δηλαδὴ νὰ ἐπιστρέψουν νικητὲς μὲ “τᾶν ἀσπίδα” τοὺς ἀνὰ χείρας ἢ νεκροὶ “ἐπὶ τᾶς ἀσπίδος” τοὺς ! Γενικότερα ὅμως στὴν Ἑλλάδα ἡ ἀσπίδα τοῦ πολεμιστῆ ἀντιπροσώπευε τὴν τιμή του. Κάθε πολεμιστὴς ἔπρεπε μετὰ τὴ μάχη νὰ γυρίσει μὲ τὴν ἀσπίδα τοῦ στὸ σπίτι του. Νεκρὸς ἢ ζωντανός. Οἱ ζωντανοὶ ποὺ ἐπέστρεφαν χωρὶς τὴν ἀσπίδα τοὺς Ἦταν τιποτένιοι, “ριψάσπιδες”. Παράτησαν τὴν ἀσπίδα τοὺς στὸ πεδίο τῆς μάχης γιὰ νὰ τοὺς εἶναι εὔκολη ἡ φυγὴ ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ τὸ βάρος της.

Σε κάποια από τις Ολυμπιάδες, ένας γέροντας προσήλθε στο Στάδιο για να παρακολουθήσει τους αγώνες. Μάταια όμως προσπαθούσε να βρει μία θέση να κάτσει. Μόλις πλησίασε το μέρος όπου κάθονταν οι Σπαρτιάτες, αυτοί αμέσως σηκώθηκαν από σεβασμό για να του προσφέρουν τη θέση τους. Οι υπόλοιποι Έλληνες που βρίσκονταν εκεί γύρω επαίνεσαν του Σπαρτιάτες. Τότε ο γέροντας είπε : “όλοι οι Έλληνες γνωρίζουν ποιο είναι το καλό. Μόνον οι Σπαρτιάτες, όμως, το πράττουν”.

Κάποιος Αθηναίος ρώτησε έναν Σπαρτιάτη, “ποια είναι η ποινή για τις Σπαρτιάτισσες που απατούν τους συζύγους τους”. Ο Σπαρτιάτης αποκρίθηκε πως “πρέπει να θυσιάσουν έναν ταύρο που όταν στέκεται στην κορυφή του Ταϋγέτου, πίνει νερό στον Ευρώτα”, εννοώντας πως δε νοείται Σπαρτιάτισσα να απατά το σύζυγό της.

http://ift.tt/1fxpj0I

ΔΗΜΟΦΙΛΗ