ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Καταποντισθέντας μετὰ τοῦ πλοίου «Σκίαθος»
εἰς τὸν Ἀτλαντικὸν κατὰ Ἰανουάριον τοῦ 1902.
Κλάψετε, χῆρες κι ὀρφανά, κλάψτε βαθιὰ μὲ πάθος·
βραχνὰ βαρεῖτε, θλιβερά, ραγίσετε, καμπάνες·
ραγίσετε καὶ σεῖς, καρδιές· στὴν ἐκκλησιὰ ἐλᾶτε·
ψάλτε, παπάδες, θλιβερά, νὰ πῆτε τὸν Κανόνα
στὰ δυὸ ἀδερφάκια τ᾿ ἄτυχα, τὰ πολυαγαπημένα,
ποὺ πᾶν ἀδικοθάνατα στοῦ ὠκεανοῦ τὰ βάθη.
Φτωχοῦλες κόρες φρόνιμες, μὲ πόνο καὶ μὲ χάρη
στολίστε τους τὸ κόλλυβο, καὶ ζωγραφίστ᾿ ἀπάνω
τὰ δυὸ ἀδερφάκι᾿ ἀγκαλιαστά, τὰ πολυαγαπημένα.
– Φωτιὰ καὶ πόνος καὶ καημός! Τί συφορὰ μεγάλη!
τὰ ὅ,τι ἔπαθα ἐγώ, τά ᾿παθε μάννα ἄλλη;
Παρακαλοῦσε κ᾿ ἔλεγε, μὲ πόνο, μὲ λαχτάρα·
«Σπρῶχνε, νοτιά, τὰ κύματα, νὰ μὄρθουν τὰ παιδιά μου!»
Σπρώχν᾿ ἡ νοτιὰ τὰ κύματα· τὰ κύματα φουσκώνουν.
Θεριεύουν, γίνονται βουνά· καὶ τὰ βουνὰ ψηλώνουν
ἕως ἀπάνω στὰ πινά, κι ἀπάνω στὰ κατάρτια,
κι ἀπάνω στὰ ξεκάταρτα τοῦ καραβιοῦ χτυπᾶνε·
κι ἀνάμεσα στὰ δυὸ βουνὰ μιὰ ρεματιὰ ἀνοίγει·
κλεῖ τὸ καράβι, μάγγανος· κεῖ μέσα παραδέρνει·
κάτω ἡ σκάφη του βαθιά, κι ἀπάνω σκᾷ τὸ κῦμα·
κι ἀνοίγει τάφο ἀπέραντο, καὶ τάφο διαλεγμένον
γιὰ τὰ παιδάκια της τὰ δυὸ τὰ πολυαγαπημένα·
κι ὁ τάφος πάντα πρόσφατος καὶ πάντα νεοσκαμμένος.
– Νὰ πιῇ κανεὶς τὴ θάλασσα, τοῦ ὠκεανοῦ τὸ κῦμα·
ὅλη τὴν πίκρα τοῦ γιαλοῦ, τοῦ πέλαγου τὴν ἅρμη·
τὰ ὅ,τι ἔπαθα ἐγὼ τά ᾿παθε ἄλλη μάννα;
βραχνὰ ἀπ᾿ τὸ βράχο φώναξε ἡ γραῖα Βενετσάνα(1).
Παιδιά μου, μ᾿ ἀγαπούσατε, καὶ σεῖς μὲ καρτερεῖτε·
παιδιά μου, θά ᾿ρθω νὰ σᾶς βρῶ, καὶ μὴ βαρυγνωμεῖτε.
Αὐτοὶ εἶν᾿ οἱ βιοπαλαισταί, κι αὐτὴ εἶναι ἡ μοῖρα·
διαβάσετε, Χριστιανοί, διαβάστε τὸν Ψαλτῆρα·
«Ποτήρι μ᾿ οἶνον ἄδολον, καὶ πλῆρες μυστηρίου,
καὶ γέρνει ἐδῶ, καὶ γέρνει ἐκεῖ, στὸ χέρι τοῦ Κυρίου·
καὶ ἂν ὁ οἶνος χύνεται, τὸ καταπάτι μένει.
Αὐτὸ θὰ πιοῦμε ὅλοι μας, ἁμαρτωλοὶ καημένοι!»(2)
Καὶ τ᾿ εἶναι ὅλ᾿ ἡ μοῖρά μας; ἕνα οὐαὶ καὶ μόνον,
πλασμένον ἀπὸ ἄρνησιν καὶ ἀπὸ μέγαν πόνον.
(1902)
1. Τὸ κύριον ὄνομα τῆς ἐπιζώσης γηραιᾶς μητρὸς τῶν ἀτυχῶν.
2. «Ὅτι ποτήριον ἐν χειρὶ Κυρίου οἴνου ἀκράτου, πλῆρες κεράσματος. Καὶ ἔκλινεν
ἐκ τούτου εἰς τοῦτο, πλὴν ὁ τρυγίας αὐτοῦ οὐκ ἐξεκενώθη· πίονται πάντες οἱ ἁμαρτωλοὶ
τῆς γῆς».
(Ψαλμὸς τοῦ Δαυΐδ)
http://www.papadiamantis.org/works/88-epiloipa/465-1-poihmata