Η τάση των ανθρώπων για μηνύματα σε τοίχους φυσικούς ή όχι καταγράφεται για πρώτη φορά στην ανώτερη παλαιολιθική εποχή. Από τα αποτυπώματα χεριών στο σπήλαιο Roucadour της Γαλλίας ως τα επίκρουστα σκαριφήματα της Νάξου και τις βραχογραφίες των νησιών του Αιγαίου και της Ανατολικής Μακεδονίας.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η τάση χάραξης λέξεων, φράσεων και εικόνων σε τυχαίες επιφάνειες εξακολούθησε και μετά τη χρήση προσφορότερων υλικών γραφής, όπως ο πάπυρος, η περγαμηνή και το χαρτί.
Στους τοίχους της Πομπηίας διασώθηκαν πλήθος από χαράγματα που αποτελούν μαρτυρίες για συνήθειες της καθημερινής ζωής.
Πολλά είναι απλές αυθόρμητες φράσεις ή διατυπώνονται σκέψεις και πόθοι. Ο επισκέπτης του σπιτιού του Καικίλιου Ιουκούνδου διαβάζει χαραγμένο σ’έναν τοίχο το επίγραμμα: «Όποιος αγαπάει να είναι καλά. Να χαθεί όποιος δεν ξέρει να αγαπάει. Δίπλα να χαθεί όποιος εμποδίζει ν’αγαπούν».
Απο την αρχαιότητα, σώζονται ποικίλα χαράγματα, σε μνημεία της Αιγύπτου, σε αρχαία γυμναστήρια, σε δρόμους, σε ναούς, σε κατακόμβες. Οι δρόμοι της αρχαίας Αθήνας, αλλά και άλλων πόλεων, έχουν προσφέρει ανάλογο υλικό με ερωτικά ή σκωπτικά και υβριστικά σχόλια.
Σε ρωμαϊκά αμφιθέατρα είναι χαραγμένες σκηνές με μονομάχους σε χαρακτηριστικές στάσεις και άλλα στιγμιότυπα, που συνοδεύονται με επεξηγηματικά σχόλια.
Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο, όταν οι συγκρούσεις των «δήμων» του ιπποδρόμου, των πρασίνων και των βένετων, παρέσυραν στη δίνη τους τα λαϊκά στρώματα, σε πολλές πόλεις της αυτοκρατορίας οι οπαδοί τους έγραφαν στους τοίχους και στους κίονες των πόλεων υμνητικά σχόλια και συνθήματα. Τίποτε λιγότερο απ’ ό,τι επικρατεί σήμερα με τα συνθήματα που γράφονται από τους φιλάθλους του ποδοσφαίρου σε κάθε πιθανό σημείο.
Ιδιαίτερα συχνά είναι τα χαράγματα που άφηναν σε διάφορους τόπους ναυτικοί, ταξιδιώτες και προσκυνητές.
Στον όρμο των Γραμμάτων της Σύρου, που πήρε ακριβώς την ονομασία από αυτή την πρακτική, διαβάζονται τα χαράγματα ναυτικών που είχαν αναγκαστεί να προσορμιστούν εκεί από θαλασσοταραχή. Οι επικλήσεις, απλοϊκά και ανορθόγραφα συνταγμένες, καταγράφουν ονόματα πλοίων, ναυτικών, ταξιδιωτών και μερικές δεν γράφονται μία μόνο φορά, αλλά επαναλαμβάνονται καθώς οι μέρες περνούν.
Πολλά είναι τα χαράγματα που γράφτηκαν στα μεσαιωνικά χρόνια στο Θησείο, που είχε μετατραπεί σε ναό του Αγίου Γεωργίου, ενώ τα πολυάριθμα ελληνικά και τα λιγοστά λατινικά χαράγματα στους κίονες του Παρθενώνα, ναού της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, αποτελούν συνειδητές μαρτυρίες για την εκκλησιαστική ιστορία της Αθήνας στη Βυζαντινή εποχή και στην περίοδο της λατινικής κυριαρχίας.
Από τα 232 καταγραμμένα χαράγματα του Παρθενώνα, τα περισσότερα είναι επικλήσεις για θεία βοήθεια, αλλά υπάρχουν επίσης πολλές αναγραφές θανάτων κληρικών, αναγραφές ονομάτων κληρικών και λαϊκών, φράσεις από ιερά κείμενα και διάφορα άλλα.
Ακολουθώντας το παράδειγμα των Ελλήνων προκατόχων τους, οι Λατίνοι κληρικοί που ανέλαβαν τη διαχείριση των ναών της Αθήνας και της Αττικής τον καιρό της δυτικής κυριαρχίας, άφησαν στους κίονες του Παρθενώνα τις δικές τους μνήμες.
Συχνά ανορθόγραφες, οι αναγραφές αυτές φανερώνουν το έλλειμμα γραμματικής κατάρτισης των συντακτών.
Στην περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, η πρακτική της αναγραφής συνθημάτων στους τοίχους των σπιτιών και στους μαντρότοιχους των οικοπέδων αποτέλεσε εύχρηστη μέθοδο ιδεολογικής φόρτισης ευρέων στρωμάτων. Πρακτική που συνεχίστηκε έπειτα και στην περίοδο της ειρήνης, τόσο για τη διάδοση πολιτικών συνθημάτων, όσο και ως μέσο διαφήμισης προιόντων.
Η διεθνής αμφισβήτηση, που κορυφώθηκε στη Γαλλία τον Μάιο του 1968 έδωσε μεγάλη ώθηση στην αναγραφή αυτοσχέδιων ή κωδικοποιημένων συνθημάτων με κοινωνικό-πολιτικό περιεχόμενο. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ήταν γραμμένο στη δεκαετία του ’70 στην παραστάδα μιας εξώθυρας στην Κυψέλη: Άνθρωπε σε μπεζέρισα, μ’απέλπισες, δεν το βάζω κάτω, σ’αγαπώ.
Σήμερα, παράλληλα με την πλημμυρίδα του εισαγόμενου συρμού των τυποποιημένων υπογραφών (tags) και των έγχρωμων γραφημάτων (grafiti), εξακολουθούν να υπάρχουν συντονισμένα στο πνεύμα της εποχής τα απλά μηνύματα, όπως η φορτισμένη από συναίσθημα έκκληση του Αλέξη, που, γραμμένη με σύγχρονη γραφίδα και επισυρμένη γραφή σ’έναν αθηναϊκό τοίχο τη δεκαετία του ’80, αποτελεί το νεωτερικό ομόλογο του πομπηιανού επιγράμματος του προοιμίου αυτού του κειμένου: Εύη, μωρό μου, σ’αγαπάω, σε χρειάζομαι και μου λείπεις πολύ, Αλέξης.
Πηγή: Στην επικαιρότητα του Παρελθόντος του Νίκου Γ. Μοσχονά, Εκδόσεις Αρχείο]