«Πως θα μπορούσα να κερδίσω ποτέ έναν τέτοιον αθλητή; Εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου κι αυτός για μια ολόκληρη πατρίδα». Τζόνι Κέλι (μαραθωνοδρόμος)
Ο Στέλιος Κυριακίδης ήταν αθλητής δρόμων αντοχής και ημιαντοχής την ιστορία του οποίου δυστυχώς λίγοι γνωρίζουν. Ο Στυλιανός (Στέλιος) Κυριακίδης γεννήθηκε στο χωριό Στατός της επαρχίας Πάφου στις 4 Μαΐου 1910 από τους Γιάννη και Ελένη Κυριακίδη. Αν και μεγαλωμένος σε μια αγροτική οικογένεια, τα όνειρά του δεν εγκαταλείφτηκαν ούτε στιγμή. Έτσι, στην εφηβική του ηλικία ξεκίνησε τον αθλητισμό στην Λεμεσό. Αρχικά, αγωνιζόταν σε αγροτικούς αγώνες με χρηματική βοήθεια του χωριού του ενώ από το 1930 αγωνιζόταν σαν αθλητής του Γυμνασιακού Συλλόγου «Ολύμπια» της Λεμεσού.
Για λιγοστό χρονικό διάστημα εργάστηκε ως υπάλληλος του Δήμου Λεμεσού ενώ το 1934 πήρε την μεγάλη απόφαση να αφήσει το νησί του και να μετακομίσει μόνιμα στο Χαλάνδρι. Εκεί, το 1936 εργοδοτήθηκε στην τότε Δημόσια Εταιρεία Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) για να μπορέσει να επιβιώσει και να ξεκινήσει την καινούρια του ζωή στην Αθήνα.
Το μικρόβιο του αθλητισμού δεν τον εγκατέλειψε όμως πότε. Υπήρξε αθλητής και του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου με την πρώτη του επίσημη συμμετοχή να καταγράφεται στις 23 Σεπτεμβρίου 1934 σε αθλητικούς αγώνες στην Πάτρα όπου έλαβε μέρος στα 10.000 μέτρα και τερμάτισε πρώτος. Παράλληλα, διακρίθηκε τόσο στην Ελλάδα όσο και στα Βαλκάνια με την Ελληνική εθνική ομάδα, ενώ κατέρριψε την πανελλήνια επίδοση του Σπύρου Λούη στον μαραθώνιο την οποία, μέχρι τότε, κανείς δεν κατάφερε να καταρρίψει για τέσσερα περίπου συναπτά έτη. Ο Κυριακίδης τίμησε την Ελληνική σημαία στους Ολυμπιακούς αγώνες του Βερολίνου το 1936 και του Λονδίνου το 1948.
Το 1941, λίγο μετά την είσοδο ναζιστικών γερμανικών δυνάμεων στην Αθήνα, νυμφεύθηκε την σύζυγό του Ιφιγένεια με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά: την Ελένη, την Μαίρη και τον Δημήτρη. Τα δύσκολα χρόνια της κατοχής είχαν μόλις αρχίσει. Το 1943 συνελήφθη από Γερμανούς ενώ για καλή του τύχη ο Γερμανός αξιωματικός υπηρεσίας, όντας και ο ίδιος μαραθωνοδρόμος, αποφάσισε να τον αφήσει ελεύθερο όταν βρήκε στο πορτοφόλι του την ταυτότητά του και την κάρτα διαπίστευσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 που είχαν πραγματοποιηθεί στο Βερολίνο.
Το 1946, μετά τη λήξη της γερμανικής κατοχής παίρνει την μεγάλη απόφαση να συμμετάσχει στον 50ο Διεθνή Μαραθώνιο της Βοστώνης στις Η.Π.Α. Πηγές αναφέρουν ότι, παρ’όλες τις αντιρρήσεις της συζύγου του, ο Κυριακίδης πούλησε κάποια από τα έπιπλα του σπιτιού τους για να μαζέψει τα χρήματα για το μεγάλο ταξίδι. Έτσι στις 4 Απριλίου του ίδιου έτους πραγματοποιεί το ταξίδι στην μακρινή ήπειρο.
Αν και αντιμετώπισε πληθώρα δυσκολιών μέχρι την τελική αποδοχή της συμμετοχής του στον μαραθώνιο, ο Κυριακίδης δεν πτοήθηκε και τελικά τερμάτισε πρώτος καταρρίπτοντας τα προγνωστικά των Αμερικανών γιατρών που πίστευαν ότι εξαιτίας του αδύνατου σωματότυπού του δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει σε αυτό το τόσο πιεστικό άθλημα. Ο «νέος Φειδιππίδης» όπως τον ονόμασαν οι Αμερικανοί, σκόρπισε ρίγη συγκινήσεως στους απανταχού Έλληνες. Όταν ο ίδιος ο Τρούμαν τον συνεχάρη και τον ρώτησε τι θα επιθυμούσε ως δώρο από αυτόν ο Κυριακίδης απάντησε: «Σας ευχαριστώ, πρόεδρε. Δεν θέλω τίποτα για εμένα. Το μόνο που ζητώ, κύριε Τρούμαν, είναι να στείλετε ρούχα και τρόφιμα στα 7 εκατομμύρια Έλληνες που λιμοκτονούν. Αυτό ζητάω. Να βοηθήσετε τον λαό μου που υποφέρει».
Έτσι, ο Κυριακίδης, μετά τον αγώνα, παρέμεινε για περίπου ένα μήνα στην Αμερική, αποσκοπώντας στην συγκέντρωση βοήθειας για την Ελλάδα, καθώς η νίκη του είχε προκαλέσει την συμπάθεια σε Αμερικανούς και κυρίως σε Έλληνες ομογενείς. Τελικά, κατάφερε να συγκεντρώσει 250.000 περίπου δολάρια, ενώ η οικογένεια Λιβανού έστειλε δύο πλοία με είδη πρώτης ανάγκης ,τρόφιμα, ρούχα και φάρμακα, τα οποία οδηγήθηκαν άμεσα στην Ελλάδα. Η βοήθεια αυτή ονομάστηκε «Πακέτο Κυριακίδη». Τον Μάιο του 1947, εξαιτίας της δημοσιότητας που έλαβε το ζήτημα αυτό, τέθηκε σε εφαρμογή εσπευσμένη οικονομική βοήθεια από την Αμερική 400.000 περίπου δολαρίων.
Στις 23 Μαΐου 1946, ο Κυριακίδης επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου περίπου ένα εκατομμύριο Έλληνες τον υποδέχθηκαν με τιμές ήρωα, την ίδια ώρα που ο ίδιος δήλωνε περήφανος που ήταν Έλληνας. Ο Στέλιος Κυριακίδης πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου του 1987, στην Αθήνα και τάφηκε στον Πύργο Κορινθίας, όπου είχε το εξοχικό του. Αν και σήμερα είναι άγνωστος στους περισσότερους Έλληνες, , είναι ευρέως γνωστός στους φιλάθλους στις ΗΠΑ αφού έχουν γραφτεί βιβλία για το κατόρθωμά του και γυριστεί βραβευμένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένα στο κατόρθωμα του και το αγωνιστικό του πνεύμα.
Μέσα από τα χρόνια, ο Στέλιος Κυριακίδης αναδείχθηκε άνθρωπος της προσφοράς και ένας μάχιμος Έλληνας με αστείρευτο αγωνιστικό πνεύμα που δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του. Υπήρξε ένας μοναδικός αθλητής που λατρεύτηκε στην εποχή του και για αυτόν τον λόγο, η κυπριακή κοινωνία όφειλε να τον κρατήσει άσβεστο στις μνήμες μας ως πρότυπο για τους σημερινούς Κύπριους αθλητές αλλά και για όσους πασχίζουν καθημερινά να πραγματοποιήσουν τα όνειρα τους. Τι κι αν η οικονομική κρίση στερεί από τους νέους τα αγαθά για να μεγαλουργήσουν… η πίστη στα υψηλά ιδεώδη και το αστείρευτο πάθος για επιτυχία συνοδευόμενο από υπομονή και πίστη δεν θα μπορέσουν ποτέ να αφήσουν κανένα αγωνιστή να ηττηθεί.
ΠΗΓΗ:bigcyprus.com.cy