Στρατηγός Μακρυγιάννης: Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε  Τρώνε από μας και μένει και μαγιά

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

της κ. Ανδρούλας Κασίνου – Δημητρίου, Φιλολόγου

Από τα βάθη των αιώνων, κάποιες μορφές παρουσιάζονται σαν να τους έχει δοθεί εκ Θεού το χάρισμα να καταυγάζουν το στερέωμα και να γίνονται εμπνευστές, καθοδηγητές, τηλαυγείς φάροι για τον λαό και το έθνος τους, ακόμη και για ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Μία τέτοια λαμπρή προσωπικότητα υπήρξε και ο Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης, ένας από τους κορυφαίους αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ένας από τους φλογερούς πρωταγωνιστές της Εθνικής Παλιγγενεσίας.

Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης γεννήθηκε στο χωριό Αβορίτι, κοντά στο Λιδωρίκι της Δωρίδας, το 1797, από πτωχούς γονείς. Ο πατέρας του, Δημήτρης Τριανταφύλλου, φονεύθηκε σε συμπλοκή με τους Τούρκους, όταν ο Ιωάννης ήταν ενός έτους. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, μετά από επιδρομή των Τούρκων, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό του μαζί με τη μητέρα του Βασιλική και τα αδέλφιά του και να εγκατασταθεί στη Λειβαδιά.

Εκεί, ρίχτηκε στη βιοπάλη και σε ηλικία δέκα ετών τον προσέλαβε ο γραμματέας του Αλή Πασά, κοντά στον οποίο μεγάλωσε στην Άρτα και τα Ιωάννινα. Το 1817 άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο και μέσα σε τρία χρόνια απέκτησε σημαντική περιουσία. Αμέσως αγόρασε ακριβά όπλα κι ένα ολάργυρο καντήλι, το οποίο έτρεξε να το αφιερώσει στον Άγιο Ιωάννη, επειδή, όταν ήταν μικρός, προσευχόταν και παρακαλούσε από τα βάθη της ψυχής του τον Άγιο να αποκτήσει ωραία όπλα, για να διεκδικήσει μ’ αυτά το δίκιο της πατρίδας του. Και τώρα πίστευε πως ο Άγιος εκπλήρωσε εκείνο το παιδικό όνειρό του.

Γύρω στα 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Γράφει ο ίδιος: «Μπήκα στο μυστικό και πήγα στο σπίτι μου κι εργαζόμουνα για την πατρίδα μου και θρησκεία μου να τη δουλέψω ’λικρινώς, καθώς τη δούλεψα, να μη με ειπεί κλέφτη και άρπαγο, αλλά να με ειπεί τέκνο της κι εγώ μητέρα μου».

Κι έφθασε η άγια ώρα του ξεσηκωμού. Η Φιλική Εταιρεία, η μυστική αυτή απελευθερωτική οργάνωση, από καιρό προετοίμαζε τους απροσκύνητους ραγιάδες για αυτή την άγια ώρα. Το μήνυμα του ξεσηκωμού συνεπήρε όλους τους σκλαβωμένους Έλληνες και σήκωσαν μπαϊράκι με μόνα εφόδια «της ψυχής το πύρωμα» και την «τρέλα» της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Οι Έλληνες, καταπιεσμένοι, βυθισμένοι για τέσσερις ολόκληρους αιώνες στο βαθύ σκοτάδι της σκλαβιάς, ακούοντας από τα βάθη των αιώνων το «Ὢ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε, ἐλευθεροῦτε πατρίδα, ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναίκας, Θεῶν τὲ πατρῴων ἕδη…» όρθωσαν το ανάστημα τους και διεκδίκησαν τη λευτεριά και την εθνική τους αξιοπρέπεια.

Μέσα σ’ όλο αυτό το «ξέφρενο εθνικό πανηγύρι», σ’ αυτό το παραλήρημα, πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισε ο ατρόμητος αγωνιστής της, Ιωάννης Τριανταφύλλου, ο οποίος μετά την έναρξη της Επανάστασης και τα πρώτα ηρωικά κατορθώματά του, λόγω του παραστήματός του, πήρε το επίθετο Μακρυγιάννης. Αγνός ιδεολόγος, οραματιστής και φλογερός πατριώτης δρασκελίζει λαγκάδια και βουνά, διασχίζει πεδιάδες και πυρπολεί τις ψυχές των αδούλωτων σκλάβων. Στις ράχες των βουνών οργανώνει λημέρια και εκπαιδεύει τα κλεφτόπουλα. Θυσιάζει τα πάντα, λεφτά, περιουσίες, ξεκούραση, για να δει την πατρίδα του ελεύθερη, γιατί όπως έλεγε ο ίδιος: «Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν. Γλυκύτερον πράμα δεν είναι άλλο από την πατρίδα και θρησκεία». Με παντιέρα το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος» άρχισε ο τιτάνιος εκείνος αγώνας «για του Χριστού την πίστην την αγίαν και της πατρίδος την ελευθερίαν».

Όλο το μεγαλείο του Αγώνα αντικατοπτρίζεται μέσα από την απάντηση του Μακρυγιάννη προς τον φιλέλληνα Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ. Ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος, αλλά η απάντησή του φανερώνει ότι γνώριζε πολύ καλά το νόημα της Ελληνικής Ιστορίας και τη δύναμη των αρετών της ελληνικής ψυχής.

Γράφει στα Απομνημονεύματά του:
«Εκεί οπούφκιαχνα τις θέσεις εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς να με ιδή. Μου λέγει. ‘Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες. Τι πόλεμον θα κάνετε με τον Μπραΐμη αυτού;» Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός όπου μας προστατεύει. Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν».
Η απάντηση αυτή περικλείει το βαθύτερο νόημα της ελληνικής ιστορίας.

Ο ελληνικός λαός αγωνίζεται πάντοτε για την ελευθερία του κι αυτός ο αγώνας δεν στηρίζεται στις υλικές δυνάμεις, αλλά στις ηθικές. Αυτή είναι η μοίρα των Ελλήνων να είναι πάντα λίγοι. Χάνονται πολλοί αντιμετωπίζοντας τον εχθρό, αλλά η φυλή κατορθώνει να επιβιώνει.

Ο Μακρυγιάννης έχει συναίσθηση των αδυναμιών των Ελλήνων, αλλά πιστεύει ακράδαντα πως είναι δυνατός ο Θεός και υπερασπιστής του δικαίου και γι’ αυτό θα τους βοηθήσει να εξέλθουν νικητές απ’ αυτόν τον άνισο, αλλά δίκαιο αγώνα που διεξάγουν. Οι λίγοι Έλληνες νικούν, γιατί δεν λογαριάζουν τον θάνατο και στη λογική των αριθμών προβάλλουν την ηρωική τους »τρέλα». Ρίχνονται στη φωτιά του πολέμου με αυταπάρνηση και αυτοθυσία, παίρνοντας τη μεγάλη απόφαση να βροντοφωνάξουν τα »Μολὼν λαβὲ», »Ελευθερία ή θάνατος», »Όχι». Όλα τα θεριά (κατακτητές) πολεμούν να τους φάνε και δεν μπορούν. Η τόσο απλοϊκή και λαϊκή φράση του Μακρυγιάννη «τρώνε από μας και μένει και μαγιά» ερμηνεύει το »ελληνικό θαύμα», φανερώνει τη δύναμη της ζωής που κρύβει η ελληνική φυλή. Κατορθώνει να επιβιώνει, ύστερα από τρομερές καταστροφές, όποιας μορφής. Έχει τη δύναμη να ξαναγεννιέται από τη στάχτη της, σαν άλλος μυθικός Φοίνικας.

Οι νεότεροι γίνονται μιμητές και συνεχιστές του έργου των ενδόξων προγόνων τους. Αργότερα, ο Μακρυγιάννης θα απαντήσει περήφανα στους γάλλους αξιωματικούς: «Είμαστε αδύνατοι, όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδύνατους κι αν πεθάνομεν, πεθαίνομεν διά την πατρίδα μας, διά τη θρησκεία μας, και πολεμούμε όσο μπορούμε αναντίον της τυραγνίας κι ο Θεός βοηθός. Αυτός ο θάνατος είναι γλυκός, ότι κανένας δεν θα γένει αθάνατος».

Ο Μακρυγιάννης επέδειξε σημαντικότατη πολεμική δράση. Αγωνίστηκε με θάρρος, σύνεση και προνοητικότητα σε Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στη μάχη των Μύλων (1825) και στη δεύτερη πολιορκία των Αθηνών (1826) όπου σε ένα βράδυ τραυματίστηκε τρεις φορές. Λόγω της ακεραιότητας του χαρακτήρα του κέρδισε τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη των μεγάλων στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών, αλλά και των απλών στρατιωτών και του λαού. Συνέβαλε με τον δικό του μοναδικό και ιδιοφυή τρόπο στην ομόνοια μεταξύ των Ελλήνων, ειδικά σε περιόδους κατά τις οποίες ο ένοπλος διχασμός υπονόμευσε την τύχη της επανάστασης. Ο ίδιος δε στο όνομα της ελευθερίας της πατρίδας και της ανιδιοτέλειας, δεν αποδέχθηκε πολλές φορές τις προτάσεις των προσωρινών κυβερνήσεων να του παραχωρηθεί περιουσία. Τα λόγια του: «Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι Όταν εργάζονται πολλοί και φτιάνουν, τότε να λέμε «Εμείς». Είμαστε στο »εμείς» κι όχι στο «εγώ»», αποπνέουν το πνεύμα ομοψυχίας, συλλογικότητας, συνεργασίας και ταπεινοφροσύνης που τον διακατείχε.

Μετά το τέλος της επανάστασης άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του γιατί, όπως γράφει ο ίδιος: «…δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω: ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα, κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος που μας χρέωσαν οι χαραμήδες, και να ζήσω κι εγώ σε τούτη την κοινωνία, όσο έχω τ’ αμανέτι του Θεού στο σώμα μου. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση στην Πατρίδα μου, να τη λευτερώσει από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι έκανα να δουλέψω κατά δύναμη, λιγότερον από τον χειρότερο πατριώτη μου Έλληνα».

Σε ηλικία 33 ετών μαθαίνει γράμματα για να γράψει »τον βίο του», όπως λέει ο ίδιος, δηλ. να καταγράψει όσα έζησε κατά τη διάρκεια της επανάστασης και στις αρχές του βίου του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για την εποχή του. Είναι ένα πολιτικό και κοινωνικό κείμενο δοσμένο με λόγο απλό, λαϊκό, ανεπιτήδευτο, χειμαρρώδη και αφοπλιστικά ειλικρινή. Ο νομπελίστας ποιητής μας, Γ. Σεφέρης, θεωρεί πως ο Μακρυγιάννης έχει πηγαίο πεζογραφικό ταλέντο με μεγάλες αφηγηματικές αρετές και τον κατατάσσει στις πιο μορφωμένες ψυχές του νέου Ελληνισμού, γι’ αυτό τον χαρακτηρίζει αστέρευτη πηγή ζωής και τον αναγνωρίζει για δάσκαλό του. Καταλήγοντας αναφέρει πως ο Μακρυγιάννης είναι η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού, μία πολύτιμη διαθήκη.

Συνοψίζει ο ίδιος τον σκοπό της συγγραφής του:
«Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζονται διά την πατρίδα τους, διά τη θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: »Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες», αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζονται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας και της κοινωνίας».

Τα χειρόγραφά του τα ανακάλυψε, τα αποκατέστησε με πολύ κόπο, τα σχολίασε και τα εξέδωσε (1907) ο λογοτέχνης Γιάννης Βλαχογιάννης.

Με την άφιξη του Ι. Καποδίστρια ο Μακρυγιάννης διορίζεται αρχηγός της Εκτελεστικής Δύναμης Πελοποννήσου. Γρήγορα όμως, φιλελεύθερος ων, χάνει τον βαθμό του, γιατί αρνείται να συμβιβαστεί με την απολυταρχική πολιτική του Κυβερνήτη. Τον ερχομό του βασιλιά Όθωνα τον χαιρετίζει με ενθουσιασμό, πιστεύοντας ότι θα σταματήσουν οι εμφύλιες φιλονικίες. Είναι ο κύριος εμπνευστής και ο αρχηγός του κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 που είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσει η Ελλάδα το πρώτο της Σύνταγμα (1844), τις πρώτες δημοκρατικές ελευθερίες που κατοχυρώνουν τα δικαιώματα των πολιτών.
Το 1864 πήρε τον βαθμό του Αντιστρατήγου και πέθανε λίγο μετά.

Υποκλινόμαστε ευλαβικά μπροστά στις θυσίες του Μακρυγιάννη και υποσχόμαστε πως θα διαφυλάξουμε στα άδυτα της εθνικής μας ψυχής τα διαχρονικά διδάγματα και τα μηνύματα που μας στέλλει αυτή η αγνή, πατριωτική, ηρωική μορφή ως «ιεράν παρακαταθήκην».

Είθε ο Πανάγαθος να βοηθήσει να φουσκώσει γρήγορα η »μαγιά» της γενιάς του Μακρυγιάννη, για να γίνει άρτος για την «Αγία Μετάληψη». Σ’ αυτή τη δύσκολη καμπή της ιστορικής μας πορείας, σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς που διέρχεται το μαρτυρικό μας νησί, η φωνή του Μακρυγιάννη ας γίνει κραυγή μυριόστομη που θα δονήσει συθέμελα όλη την Κύπρο, για να αντηχήσουν ξανά οι καμπάνες του Απ. Ανδρέα, να ξανανθίσουν οι λεμονιές του Καραβά και οι πορτοκαλιές της Μόρφου, ν’ ακουστεί ξανά το γέλιο στις ξανθές αμμουδιές της Αμμοχώστου, να γαληνέψουν τα καταγάλανα νερά της Κερύνειας.

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Παράκληση. Περιοδική
Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 77

ΔΗΜΟΦΙΛΗ