Το μοναστήρι της Αχειροποιήτου, που το Καθολικό του είναι αφιερωμένο στον Άγιο Μανδήλιον, χρονολογείται από τον 11ο αιώνα, αν και τα κτίσματά του, σύμφωνα με τους ειδικούς, αρχίζουν από τον 6ο αιώνα και πάνε μέχρι τον 15ο αιώνα. Βρίσκεται στην ιστορική περιοχή της βυζαντινής πολιτείας της Λάμπουσας, στην ακροθαλασσιά, μεταξύ Λαπήθου και Καραβά.
Σε αυτό το μοναστήρι έμελλε να τελεστεί τη νύκτα της 10ης Ιουνίου 1955 ένας γάμος παράξενος, που θα έμενε κρυφός στα δύσκολα επαναστατικά χρόνια του αγώνα του λαού μας για λευτεριά, του 1955 – 1959, και θα τον ανακοίνωνε μετά το τέλος του αγώνα ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ στις 9 Ιουνίου 1959. Πρόκειται για τον γάμο του λεοντόκαρδου παιδιού της Λύσης, του Γρηγόρη Πιερή Αυξεντίου, του δοξασμένου «Ζήδρου» της ΕΟΚΑ με τη μέχρι τότε μνηστή του Βασιλική, γέννημα και αυτή της ηρωογεννήτρας Λύσης.
Τη μέρα που άρχιζε ο ένοπλος αγώνας για λευτεριά της Κύπρου, την 1η Απριλίου 1955, ο Γρηγόρης και η ομάδα του βρέθηκαν να επιτίθενται δυναμικά ενάντια στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του δυνάστη, στη Δεκέλεια, με σκοπό να ανατινάξουν τις πετρελαιοδεξαμενές που βρίσκονταν εκεί. Κάποιο όμως βραχυκύκλωμα οδηγεί σε αποτυχία την απόπειρα και έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο του πρώτου αγωνιστή της ΕΟΚΑ, του Μόδεστου Παντελή. Στο σκόρπισμα της ομάδας έπεσε εκεί, στο μέρος της επίθεσης, η ταυτότητα του Γρηγόρη, χωρίς να το αντιληφθεί ο ίδιος.
Οι Άγγλοι τη βρήκαν και τον αναζητούν παντού. Ο ίδιος αφού πήγε κρυφά στο πατρικό του σπίτι, έλαβε την ευχή του πατέρα του και ένα περίστροφο που το είχε φυλαγμένο εκεί και έφυγε καταζητούμενος αντάρτης να πολεμά για λευτεριά ή θάνατο. Κυνηγημένος έφθασε στις 3 Απριλίου 1955 στο μοναστήρι της Αχειροποιήτου στον Καραβά που τα κελιά του χρησιμοποιούνταν τότε ως χώρος συγκέντρωσης και εκπαίδευσης των ομάδων αγωνιστών της περιοχής και οπλοστάσιο της Οργάνωσης.
Εκεί, πότε λημέριαζε σε ένα κελί της Μονής και πότε σε σπίτι κοντά στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης του Καραβά, που ανήκε στον Κυριάκο Τζίρκου, αδελφό του παπά Ιακώβου Τζίρκου, ευσεβούς εφημερίου της ενορίας Αγίας Ειρήνης Καραβά και φλογερού πατριώτη που είχε υπό την εποπτεία του το μοναστήρι της Αχειροποιήτου και λειτουργούσε σ’ αυτό κάθε Δευτέρα. Από την περιοχή του Καραβά, ο Γρηγόρης Αυξεντίου ακάματα περιέτρεχε τον τομέα που του εμπιστεύτηκε ο Αρχηγός Διγενής και που εκτεινόταν από τον Κορμακίτη και τα Λιβερά μέχρι της Καλογραίας και της Ακανθούς τα μέρη και πιο πέρα, από τη μια και από την άλλη μεριά του Πενταδάκτυλου. Στρατολογούσε αγωνιστές, τους εξασκούσε στα όπλα, τους καθοδηγούσε και τους έφτιαχνε ατρόμητους πολέμαρχους, από φιλήσυχους και απειροπόλεμους πολίτες που ήσαν.
Ο αγώνας προχωρούσε και πλήθαιναν και οι κίνδυνοι. Καθημερινά ο χάροντας έστηνε καρτέρι για να αρπάξει το ανδρείο το παλικάρι. Περί τα τέλη Μαΐου 1955, ο Γρηγόρης προέβλεπε ένταση του αγώνα και άδηλη τη μέρα λήξης του, αλλά και την έκβασή του. Θεώρησε χρέος του να ζητήσει να τελεστεί ο γάμος του με τη μέχρι τότε μνηστή του Βασιλική, έστω και κρυφά, εκεί στα μαρμαρένια αλώνια της τιμής. Προσωπικότητα θρησκευτική που ήταν, δεν δεχόταν να φύγει από τη ζωή χωρίς να αφήσει ένα τιμημένο όνομα στην κόρη που τόσο αγαπούσε. Έστειλε επιστολή στον Αρχηγό Διγενή, του εξέθεσε τις σκέψεις του για τον γάμο του με τη Βασιλική και πήρε την άδεια του Αρχηγού.
Με μήνυμά του προς τον Οικονόμο Παπασταύρο Παπαγαθαγγέλου, εφημέριο της εκκλησίας της Παναγίας της Φανερωμένης στη Λευκωσία, τον παρακάλεσε να τα κανονίσει, να ειδοποιήσει τη μνηστή του Γρηγόρη, Βασιλική, και να φροντίσει να τη φέρει μυστικά στον τόπο που του υπέδειξε πως ήθελε να τελέσουν τους γάμους τους. Συνάμα τον παρακάλεσε να τελέσει ο ίδιος και το μυστήριο του γάμου. Ο Παπασταύρος, όπως γράφει στο βιβλίο του «Η μαρτυρία μου», σελ. 287 – 288, κάλεσε στη Λευκωσία την κ. Ελένη Κασσιανού από τη Λύση, της ανακοίνωσε την επιθυμία του Γρηγόρη και συνάμα, πώς να φροντίσουν να μεταφέρουν μυστικά τη Βασιλική, στον τόπο που θα γινόταν ο γάμος.
Έτσι, τη 10η Ιουνίου 1955, μετά που ο ήλιος βασίλευσε στα καταγάλανα νερά της πολύβουης θάλασσας των Λιβερών και το σκοτάδι σκέπασε τη φύση από ψηλά, απ’ τα δασωμένα τα βουνά, πάνω απ’ της αμφιθεατρικής Λαπήθου και του μαγευτικού Καραβά τα μέρη, μέχρι κάτω, στα απομεινάρια της βυζαντινής Λάμπουσας τις θαλασσοφίλητες ακτές, σαν τα τιτιβίσματα των πουλιών σταμάτησαν στους θαλερούς λεμονόκηπους και ακούστηκε του γκιώνη η φωνή και του γρύλλου ο θρήνος, σιγά-σιγά, σαν φαντάσματα, σαν άγρια γεννήματα της νύκτας, ξεπροβάλλουν από τους αρχαίους τάφους, τα γνωστά «καταλύματα» της Λάμπουσας, του «Ζήδρου» πάνοπλα τα παλικάρια και λαμβάνουν επίκαιρες θέσεις, γύρω από το μοναστήρι της Αχειροποιήτου. Είναι έτοιμα να δώσουν και αυτήν τη ζωή τους για να προφυλάξουν τον αρχηγό τους, που ενώπιον Θεού και ανθρώπων θα στεφανωθεί την εκλεκτή της καρδιάς του.
«Πάτερ μου, καλό βόλι να μου ευχηθείς»!
Η Βασιλική από νωρίς βρίσκεται σε ένα κελί της Αχειροποιήτου και με αγωνία, αλλά και με ανυπομονησία, περιμένει τον αγαπημένο της. Τη μετέφερε από τη Λύση στη Λευκωσία, με φροντίδα του Παπασταύρου, το στέλεχος της ΟΧΕΝ και αγωνιστής της λευτεριάς Ανδρέας Μαλέκος, μαζί με την κ. Ελένη Κασσιανού, και από τη Λευκωσία τις πήρε με το αυτοκίνητό του στη Μονή της Αχειροποιήτου άλλος αγωνιστής, ο Χρήστος Αγρότης. Στις 9.45 μ.μ. φθάνει στη Μονή πάνοπλος κι ο Γρηγόρης με το αυτοκίνητο του άξιου αγωνιστή Παξιαβάνη.
Γίνεται συσκότιση στο δωμάτιο όπου θα γινόταν το μυστήριο. Στο δωμάτιο ανάβει μόνο ένα αγιοκέρι. Στη μέση βρίσκεται ένα μικρό τραπέζι και πάνω του το Ιερό Ευαγγέλιο και δυο στεφάνια από κλαδιά ελιάς. Καθισμένοι, περιμένουν ο Παπασταύρος με την Πρεσβυτέρα του Γιαννούλα. Πρώτη ανεβαίνει στο δωμάτιο που θα γινόταν ο γάμος, η Βασιλική με την κ. Κασσιανού. Δεν φορεί άσπρο νυμφικό, αλλά ένα απλό καλοκαιρινό φόρεμα. Σε λίγο εισέρχεται και ο Γρηγόρης με την αντάρτική του στολή. Τον συνοδεύουν οι αγωνιστές αδελφοί, Θεόφιλος (Φιλής) και Ηρακλής Χατζηδαμιανού.
Πριν αρχίσει το μυστήριο του γάμου, διαπιστώθηκε ότι ο Γρηγόρης δεν είχε αρραβώνα! Πρόθυμα ο παρευρισκόμενος αγωνιστής Χρήστος Αγρότης βγάζει τη δική του βέρα και την προσφέρει στον Γρηγόρη. Πήραν θέσεις παρανύμφων οι Φιλής Χατζηδαμιανού και Ανδρέας Μαλέκος, δίπλα από τον γαμπρό, και οι κυρίες Ελένη Κασσιανού και Γιαννούλα Παπασταύρου (Πρεσβυτέρα), δίπλα από τη νύμφη. Μόλις ο ιερέας Παπασταύρος άρχισε να διαβάζει τις πρώτες ευχές, ο Γρηγόρης με ευλάβεια έκανε τον σταυρό του, έβγαλε τα τιμημένα όπλα του και τα έδωσε στον συναγωνιστή του Ηρακλή να του τα φυλάει, και ευλαβικά πρόσεχε τα λόγια που διάβαζε ο ευσεβής Λευίτης. Παράξενα αντηχούν του γάμου οι ευχές στο χώρο τούτο.
Δεν μοιάζουν με γάμου ευχές, αλλά με μοιρολόι χωρισμού και θανάτου. Τα κλωνάρια της ελιάς που στεφανώνουν το παλικάρι και την κόρη, μοιάζουν με ακάνθινα στεφάνια μαρτυρίου. Όταν ο παπάς διάβαζε το απόσπασμα μιας από τις ευχές, «Ους ο Θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω», δάκρυα κυλάνε από τα μάτια του παλικαριού και της κόρης. Το αντιλαμβάνονται και οι παρευρισκόμενοι και δακρύζουν και αυτοί. Σαν το μυστήριο τέλειωσε και ο παπάς φίλησε το ζευγάρι και του ευχήθηκε προκοπή και καλή πρόοδο, το παλικάρι απάντησε: «Πάτερ μου, καλό βόλι σε παρακαλώ να μου ευχηθείς»!
Αφού το ζεύγος φιλοξενήθηκε για λίγο σε σπίτι του Καραβά, την 3η πρωινή ώρα της 11ης Ιουνίου 1955 χωρίστηκαν. Η Βασιλική επέστρεψε με τον αγωνιστή Παξιαβάνη για τη Λευκωσία και τη Λύση και ο Γρηγόρης πήρε να ανεβαίνει το δικό του Γολγοθά, μέχρι τη μέρα της 3ης Μαρτίου 1957, που στου Μαχαιρά τα μέρη θα τον ανέβαζε στα ουράνια της δόξας τα παλάτια, η θυσία του για λευτεριά της Κύπρου.