Η Γερμανία Θέλει «σφιχτά λουριά» και προσήλωση στη δημοσιονομική πειθαρχία

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Σε νέα φάση εισήλθε σήμερα η συζήτηση για τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρουσιάζει μια σειρά προτάσεων με πολλά στοιχεία που προορίζονται να κατευνάσουν τις ανησυχίες μιας συγκεκριμένης χώρας: της Γερμανίας.

Η Κομισιόν προτείνει μια διασφάλιση που θα υποχρεώνει τα κράτη μέλη των οποίων το έλλειμμα υπερβαίνει το 3% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), να προβαίνουν σε προσαρμογές που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 0,5% του ΑΕΠ τους κάθε χρόνο, μέχρι να ευθυγραμμιστούν.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποχώρησε στη γερμανική πίεση και εισήγαγε στόχο 0,5% για μείωση του ελλείμματος. Σύμφωνα με εκτιμήσεις πορτογαλικών ΜΜΕ, η ΕΕ υποτάσσει τους λαούς στα συμφέροντα των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και απόδειξη αυτού είναι η μεταρρύθμιση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία διατηρεί τους δημοσιονομικούς περιορισμούς των χωρών με υποτιθέμενες μακροοικονομικές ανισορροπίες, δηλαδή διατηρεί το έλλειμμα κάτω από το 3% και το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ και έτσι αποφεύγονται οι οικονομικές κυρώσεις.

Η Γερμανία, η οποία λέει ότι ο μόνος στόχος της είναι οι χώρες να μειώσουν το βάρος του δημόσιου χρέους τους σε σχέση με το ΑΕΠ, αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο ως απειλή, καθώς αυτός ο κανόνας θα πρέπει να είναι υποχρεωτικός και εάν οι κυβερνήσεις ζητήσουν παράταση της προθεσμίας μια προσαρμογή, υποχρεούνται να πραγματοποιήσουν την προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης άμεσα και όχι τα τελευταία χρόνια του σχεδίου.

Όχι της Γερμανίας – «Δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μας», λέει ο Λίντνερ!

Η Γερμανία είχε προηγουμένως ζητήσει ελάχιστους στόχους για να διασφαλιστεί επαρκής μείωση του χρέους σε ετήσια βάση, φτάνοντας στο σημείο να προτείνει ποσοστό 1% για τα υπερχρεωμένα κράτη.

Το άνοιγμα της Κομισιόν σήμερα δεν έπεισε παρόλα αυτά το Βερολίνο και λίγο μετά την παρουσίαση της πρότασης, ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ εξέφρασε την αποδοκιμασία του.

«Οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν ανταποκρίνονται ακόμη στις απαιτήσεις της Γερμανίας», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Λίντνερ και πρόσθεσε:

«Εργαζόμαστε εποικοδομητικά, αλλά κανείς δεν πρέπει να το παρερμηνεύει αυτό ότι η Γερμανία θα αποδεχθεί αυτόματα τις προτάσεις. Θα δεχτούμε μόνο κανόνες που παρέχουν μια αξιόπιστη διαδρομή για μείωση του χρέους και σταθερές αγορές και δημόσια οικονομικά».

Διευκρίνισε ότι δεν μπορεί η Γερμανία να δεχτεί προτάσεις «οι οποίες καταλήγουν στην αποδυνάμωση των ισχυόντων δημοσιονομικών κανόνων».

«Χρειάζονται ακόμη σαφείς αναπροσαρμογές», επεσήμανε και επανέλαβε τη γερμανική θέση για «σταθερά δημοσιονομικά» και «βιώσιμη διαχείριση της οικονομίας» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Το Σύμφωνο θα πρέπει να ενισχυθεί, οι κανόνες του να είναι σαφείς και η εφαρμογή τους εγγυημένη», σημείωσε.

Ο Κρίστιαν Λίντνερ ανέφερε ακόμη ότι μέχρι να εφαρμοστούν νέοι κανόνες, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι ισχύοντες και ξεκαθάρισε ότι σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει και στο μέλλον να διατηρηθεί ο κανόνας του 3% επί του ΑΕΠ για το έλλειμμα και του 60% για το δημόσιο χρέος, όπως επίσης και οι κανόνες που αφορούν τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.

Τα πλάνα και οι δικλείδες της Κομισιόν

Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, όλες οι κυβερνήσεις της ΕΕ υποχρεούνται να διατηρούν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα κάτω από το 3% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και το επίπεδο του δημόσιου χρέους κάτω από το 60% του ΑΕΠ.

Πολλές χώρες-μέλη υπερβαίνουν αυτά τα όρια μετά από χρόνια δαπανών, για να μετριάσουν τον αντίκτυπο της πανδημίας, του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις εξαιρετικά υψηλές τιμές της ενέργειας.

Το χρέος σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση διαμορφώθηκε στο 84% το τελευταίο τρίμηνο του 2022, αλλά ήταν πολύ υψηλότερο σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Πορτογαλία.

Η εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων ανεστάλη λίγο μετά την έναρξη της υγειονομικής κρίσης και η επιστροφή στην «κανονικότητα» αναμένεται το 2024 σε αναθεωρημένη μορφή.

Μολονότι η Κομισιόν σκοπεύει να διατηρήσει τους στόχους του 3% και του 60%, θεωρεί ότι το γενικό πλαίσιο είναι ξεπερασμένο και δεν έχει επαφή με το μεταβαλλόμενο οικονομικό τοπίο και τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη κοινωνία.

Οι δημοσιονομικές προσαρμογές που είναι απαραίτητες για την επίτευξη –ή τουλάχιστον για την προσέγγιση– των στόχων του 3% και του 60%, θα πραγματοποιηθούν σε μια περίοδο τεσσάρων ετών, με δυνατότητα επέκτασης σε επτά έτη με αντάλλαγμα –μαντέψτε- περαιτέρω μεταρρυθμίσεις.

Ωστόσο, αυτή η ανανεωμένη εστίαση στα εθνικά χαρακτηριστικά, έχει εγείρει ανησυχίες σε ορισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και της Ολλανδίας, οι οποίες φοβούνται ότι οι κυβερνήσεις που δεν τηρούν τους κανόνες έχουν πάρα πολλά περιθώρια στον τρόπο με τον οποίο καθαρίζουν τα δημόσια οικονομικά τους.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ