«Κοντά» στην πολυαγαπημένη του αδελφή Ρένα Βλαχοπούλου βρίσκεται από τη Μεγάλη Πέμπτη το μεσημέρι το τελευταίο από τα αδέλφια της μεγάλης ηθοποιού που ήταν εν ζωή, ο Σπύρος Βλαχόπουλος.
- Από τον Νίκο Νικόλιζα
Ο 94χρονος αδελφός της κορυφαίας κωμικού και τραγουδίστριας «έφυγε» κρατώντας στην αγκαλιά του μια οικογενειακή φωτογραφία, δείχνοντας πόσο μεγάλη αγάπη είχε στα αδέλφια του. «Είναι αλήθεια. Ο μπαμπάς μου “έφυγε” τη Μεγάλη Πέμπτη μέσα στο γηροκομείο, όπου τον είχαμε τους τελευταίους μήνες. Είχε πλήρη διαύγεια, μας έλεγε ιστορίες και με τη θεία μου τη Ρένα, και γενικά “έφυγε” ευτυχισμένος, αν και είχε αρκετά προβλήματα υγείας» λέει συγκινημένη στην «Espresso» η κόρη του Σπύρου Βλαχόπουλου και ανιψιά της σπουδαίας Κερκυραίας, την οποία βάφτισε με το όνομά της, προκειμένου να υπάρχει συνέχεια του ονόματος της μεγάλης ηθοποιού. «Είμαι ευτυχισμένη που ο μπαμπάς μου θυμόταν τα πάντα μέχρι την τελευταία στιγμή. Και είμαι υπερήφανη που με βάφτισε η θεία Ρένα και φέρω το όνομά της» λέει η Ρένα Βλαχοπούλου η νεότερη.
Η στενή φιλία του υπογράφοντος με την οικογένεια του Σπύρου Βλαχόπουλου μετράει πάνω από δέκα χρόνια, όταν ο ίδιος είχε αποφασίσει αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο της αδελφής του να ανοίξει την καρδιά του και να εκμυστηρευτεί πολλές και άγνωστες λεπτομέρειες από τη συναρπαστική ζωή του δίπλα στη θρυλική «Κόμισσα της Κέρκυρας». Η τελευταία συνέντευξη μαζί του ήταν τον Οκτώβριο του 2018, όταν εκείνος αποφάσισε για τελευταία φορά να μιλήσει και πάλι αποκλειστικά στην «Espresso» για την πολυαγαπημένη του αδελφή. O Σπύρος Βλαχόπουλος ήταν ο τέταρτος κατά σειρά αδελφός της σπουδαίας ηθοποιού και ο τελευταίος εν ζωή που φύλαττε τις Θερμοπύλες του δοξασμένου ονόματος των Βλαχοπουλαίων από την Κέρκυρα. Η συνάντησή μας, όπως και οι προηγούμενες, είχε γίνει και πάλι στο σπίτι του, στο Κοντόπευκο Χαλανδρίου. «Η οικογένειά μας είχε τεράστιες εκτάσεις, τις οποίες οι γονείς μου είχαν δώσει σε ακτήμονες για να τις καλλιεργούν. Οταν βομβαρδίστηκε το σπίτι μας και σκοτώθηκαν οι γονείς μας, εμείς ήμασταν μικρά παιδιά και δεν γνωρίζαμε από περιουσιακά στοιχεία. Ετσι με χρησικτησία όλη μας η περιουσία διαμελίστηκε και εμείς δεν διεκδικήσαμε τίποτα και ποτέ» έλεγε τότε σε αυτήν την τελευταία εξομολόγηση ο Σπύρος Βλαχόπουλος, ο οποίος θυμόταν μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια από τη ζωή του με τη μεγάλη πρωταγωνίστρια και αδελφή του.
Στο σαλόνι του σπιτιού δεκάδες φωτογραφίες, τόσο της αδελφής του όσο και της κόρης του, την οποία βάφτισε η Ρένα Βλαχοπούλου και μάλιστα της έδωσε και το όνομά της, δέσποζαν παντού. «Για να μείνει πίσω το όνομα» του είχε πει πριν από περίπου 35 χρόνια στη διάρκεια του μυστηρίου η αδελφή του Ρένα, η οποία ήταν και νονά της κόρης του. «Οι γονείς μας ήταν σπουδαίοι άνθρωποι. Ο μπαμπάς μου, ο Ιωάννης, ήταν κορυφαίος αρχιτέκτονας και διακεκριμένος ζωγράφος στο νησί, ενώ η μαμά Καλλιόπη ήταν νοικοκυρά. Η οικογένεια απέκτησε οκτώ παιδιά. Εγώ και η Ρένα είχαμε έξι χρόνια διαφορά. Η Ρένα ήταν γεννημένη το 1923 κι εγώ το 1929» τόνιζε.
Την 1η Νοεμβρίου 1940 οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Κέρκυρα. Ενα από τα σπίτια που διαλύθηκαν ολοσχερώς ήταν και της οικογένειας Βλαχοπούλου. «Στον πόλεμο περάσαμε μεγάλα δράματα. Επεσε βόμβα στο σπίτι μας και έτσι σκοτώθηκαν οι γονείς μας. Το σπίτι διαλύθηκε μέχρι και το υπόγειο. Εγώ με τον αδελφό μου τον Μίμη βρισκόμασταν κάτω από ένα κρεβάτι. Θυμάμαι πυκνούς καπνούς μαζί με σκόνη από τα συντρίμμια να έχουν σκεπάσει τα πάντα. Κρατούσα τον αδελφό μου, που ήταν κουλουριασμένος ανάμεσα στα πόδια μου σαν φίδι. Υστερα από περίπου δύο ώρες οπότε έπεσε η βόμβα, αρχίσαμε να ψάχνουμε να βρούμε τι είχε συμβεί. Ηταν παντού σκοτάδι. Και εμείς τραυματισμένα ψάχναμε τους γονείς μας, που είχαν ήδη σκοτωθεί. Κάποια στιγμή είδαμε λίγο φως και, όπως σερνόμουν εγώ πρώτος, εκείνος με κρατούσε από το πόδι για να τον βγάλω έξω από όλη αυτή τη λαίλαπα. Τον πήρα αγκαλιά και μέσα στα συντρίμμια των δρόμων που είχε αφήσει η βόμβα ψάχναμε να βρούμε έναν δικό μας, ένα στήριγμα. Τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας, τα τρία κορίτσια (Ρένα, Μαρίνα, Αννα), βρίσκονταν στην Αθήνα, ο μεγάλος μας αδελφός ήταν ναύτης. Και πηγαίναμε από ορφανοτροφείο σε ορφανοτροφείο μέχρι να δούμε πώς θα ζήσουμε» ανέφερε.
Τα μάτια του υπερήλικα άνδρα σε εκείνη τη συγκλονιστική συνέντευξη ήταν συνεχώς γεμάτα δάκρυα. Οπως ο ίδιος αφηγούνταν, η Ρένα, η οποία είχε ήδη αρχίσει καριέρα στην Αθήνα, ήταν η μόνη τους σωτηρία. «Για εμάς η Ρένα υπήρξε και μάνα και πατέρας μαζί. Εκείνη μας βοήθησε να ορθοποδήσουμε και να σπουδάσουμε» έλεγε. Στην ερώτηση πώς αντέδρασε εκείνη όταν ενημερώθηκε για τον θάνατο των γονιών τους, η σκηνή που περιέγραφε ήταν συνταρακτική: «Βρισκόταν πάνω στη σκηνή του θεάτρου “Μακέδος”, στην οδό Θεμιστοκλέους της Αθήνας, όταν έμαθε το δυσάρεστο νέο. Οπως έπαιζε, κάποιος της φώναξε στα παρασκήνια για τον βομβαρδισμό και όσα ακολούθησαν. Αργότερα, εκείνη μου είπε ότι συνέχισε να παίζει στο έργο. Μόλις τελείωσε η παράσταση και χαιρέτησε το κοινό, μπήκε στο καμαρίνι της και κατέρρευσε από το κλάμα». Ο ίδιος στη σπάνια εξομολόγησή του θυμόταν τα πάντα που αφορούσαν το υποκριτικό της ταλέντο, λέγοντας πως η αδελφή του συνεχώς αυτοσχεδίαζε και στις ταινίες και στο θέατρο: «Η Ρένα όχι μόνο έβαζε δικές της προσθήκες στους ρόλους που της έδιναν, αλλά έκανε ό,τι ήθελε. Της έδιναν οι σκηνοθέτες και οι σεναριογράφοι το σενάριο και εκείνη έλεγε “αφήστε το πάνω μου”. Δεν ακολουθούσε το σενάριο. Ομως, και οι σκηνοθέτες τής είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη». Οταν η συζήτηση έφτασε και στο κεφάλαιο «παιδιά», ο Σπύρος Βλαχόπουλος δύσκολα ανοίχτηκε: «Καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στη ζωή του. Η αδελφή μου δεν επιθυμούσε να αποκτήσει παιδιά. Είχε… περιπέτειες στο να αποκτήσει παιδί».
Οι τρεις γάμοι και η λατρεία στον τρίτο άνδρα της
Στην Αθήνα η Ρένα έκανε τεράστια καριέρα χάρη στον Γιάννη Σπάρτακο και τον Μίμη Τραϊφόρο. Βέβαια είχε ξεκινήσει από την Κέρκυρα να παίζει στο καφενείο του «Παπαφοράδου», όπως θυμόταν στην τελευταία συνέντευξη της ζωής του ο αδελφός της. Ομως και στην προσωπική ζωή της, είχε μεγάλη επιτυχία, πολλά φλερτ και γάμους. «Ο πρώτος της σύζυγος ήταν ο παίκτης της ΑΕΚ Κώστας Βασιλείου. Ενα εξαιρετικό παιδί και πολύ σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Τον έλεγαν “μπαλαρίνα”, γιατί ήταν τόσο πολύστροφος, που δεν προλάβαιναν οι άλλοι ποδοσφαιριστές να τον μαρκάρουν. Ωστόσο, η αδελφή μου ήταν πολύ τυχερό πλάσμα και, όπως φαίνεται, ο Θεός την αγαπούσε. Λίγο μετά τον γάμο τους αποφάσισαν να φύγουν από την Ελλάδα με ένα καράβι που είχε δέσει στον Πειραιά. Τα αμπάρια του ήταν γεμάτα ζάχαρη. Λίγο προτού αποπλεύσει, το πλοίο βομβαρδίστηκε και η αδελφή μου σώθηκε από θαύμα. Η δε ζάχαρη έσωσε πολύ κόσμο στην Κατοχή! Λόγω της φωτιάς που πήρε το πλοίο, η ζάχαρη ψήθηκε κι έγινε καραμέλα. Και ο κόσμος πήγαινε με κάθε μέσο στα αμπάρια του πλοίου να πάρει λίγη για να ζήσει. Υστερα από τέσσερα χρόνια η Ρένα χώρισε από τον Βασιλείου και παντρεύτηκε τον αρχηγό του Παναθηναϊκού Γιάννη Κωστόπουλο, της γνωστής οικογένειας των τραπεζιτών. Οταν χώρισε και από αυτόν, πέρασαν πολλά χρόνια για να παντρευτεί ξανά τον τελευταίο της σύζυγο, τον Γιώργο Λαφαζάνη, τον οποίο και λάτρεψε» ανέφερε.
Η φήμη της τσιγκουνιάς που την κυνηγούσε
Τελευταία ερώτηση σε αυτή την ιστορική εξομολόγηση που έκανε ο αδελφός της κορυφαίας Κερκυραίας ήταν για τη φήμη της τσιγκουνιάς που είχε η αδελφή του.«Ηταν τσιγκούνα, όχι όμως πάντα. Σε στιγμές που δεν ήταν τσιγκούνα μπορούσε να δώσει τα πάντα. Εδινε πολλά σε ανθρώπους που αποδεδειγμένα το είχαν ανάγκη. Βοήθησε πολύ φτωχό κόσμο. Θα σας πω ένα παράδειγμα: Στις δύσκολες στιγμές που περνούσαν διάφοροι συνάδελφοί της, η Ρένα έτρεχε και τους βοηθούσε. Βοήθησε πάρα πολύ τη σπουδαία αρτίστα εκείνης της εποχής, την Μπελίντα. Είχε αρρωστήσει βαριά και τότε η αδελφή μου την είχε υπό τη σκέπη της για μεγάλο χρονικό διάστημα, και οικονομικά και ηθικά.Ωστόσο, εκείνο που είναι άγνωστο είναι ότι η Ρένα είχε βοηθήσει πολύ τον Χρόνη Εξαρχάκο. Εκείνος είχε αρρωστήσει πολύ βαριά από καρκίνο και η Ρένα ήταν εκείνη που έδινε όλα τα νοσήλια, πλήρωνε τα πάντα για τον Χρόνη. Οταν πέθανε ο Χρόνης, άφησε πίσω του την υπερήλικη μητέρα του, η οποία ήταν πολύ φτωχή. Η Ρένα την πήρε υπό την προστασία της μέχρι που έκλεισε τα μάτια της και εκείνη, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του παιδιού της» τόνιζε.