Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ὁ Καλόγερος

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μικρά διηγήματα.

ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ

ΜΙΚΡΑ ΜΕΛΕΤΗ
Α´

Ὁσάκις ἠνοίγετο ἡ θύρα τοῦ μικροῦ οἰκίσκου, δυσμόθεν, ἀπέναντι τῆς πύλης τοῦ ναοῦ, καὶ δύο νεάνιδες, ἰσχναί, χλωμαί, ἡ μία ὀλίγον τι νοστιμούλα, ἡ ἄλλη σχεδὸν ἄσχημη, προέκυπτον εἰς τὸ ἄνοιγμα, κοιτάζουσαι περιέργως τὰ συμβαίνοντα εἰς τὴν ὁδόν, ἢ τοὺς διαβάτας, ὡς κάμνουν τὰ πτωχοκόριτσα ὅταν δὲν ἔχουν ἐργασίαν ἢ ὅταν ἡ περιοδικὴ ὀκνηρία διὰ τῆς φαντασίας καὶ τῆς κεφαλῆς καταβῇ εἰς τοὺς βραχίονας καὶ τὴν μέσην των, τότε ἐφαίνετο καὶ μία πρεσβυτικὴ μορφὴ γυναικὸς ὄπισθέν των, κοκκίνη, στρογγύλη, ὄχι πολὺ ἐρρυτιδωμένη ἀκόμη, ἥτις πρέπει νὰ ἦτο ἡ μήτηρ τῶν δύο νεανίδων, καὶ ἐφαίνετο ὅτι εἰς τὸν καιρόν της θὰ ἦτο πολὺ νοστιμωτέρα ἀφ᾽ ὅσον ἦσαν σήμερον αἱ δύο κόραι της.

Τότε ἀπ᾽ ἀντικρὺ μία τῶν γειτονισσῶν, ἡ κυρα-Κώσταινα, ἀγαπῶσα τὴν κακολογίαν, ὅσον καὶ πᾶσα ἄλλη, ἔλεγε:

― Νά οἱ παπαδιές!

Καὶ ὁ διαβάτης, ὅστις ἦτο ἀπὸ ἄλλην συνοικίαν, καὶ τυχαίως συνέβαινε νὰ περνᾷ ἀπ᾽ ἐκεῖ, ἀκούων τὴν λέξιν ταύτην, ἐγύριζε μὲ ἀπορίαν πρὸς τὸ μέρος τῆς μεσήλικος γυναικός, ἱσταμένης καὶ αὐτῆς παρὰ τὴν θύραν τῆς οἰκίας της, νηθούσης ὀρθοστάδην μὲ μεγάλην ρόκαν, περὶ ἣν ἦτο τυλιγμένη παχεῖα τολύπη μαλλίου, ἀδυνατῶν νὰ ἐννοήσῃ πῶς συνέβαινε νὰ ὑπάρχωσι τρεῖς παπαδιὲς ἐπὶ τὸ αὐτό, εἰς πόλιν μάλιστα ὅπου λεληθότως καὶ παρανόμως τείνει νὰ καταργηθῇ διὰ τοὺς ἱερεῖς ὁ θεσμὸς τοῦ γάμου. Ἀλλ᾽ ἡ κυρα-Κώσταινα, ἐπιφυλακτική, σιωπηλή, συνέστελλε τὰ χείλη, στυγνὴ ὡς Σφὶγξ ἥτις, ἀφοῦ εἶπε τὸ αἴνιγμά της, ἄφηνεν ἀσπλάγχνως τὰ θύματά της νὰ βασανίζωνται διὰ νὰ εὕρωσιν, ἂν δύνανται, τὴν λύσιν.

* * *

Μίαν ἑσπέραν, ὁ πάτερ Σαμουήλ, ἀφοῦ ἐψάλη ὁ ἑσπερινός, κατὰ τὸ σύνηθες, ἐξῆλθε παρὰ τὴν θύραν τοῦ ναοῦ, συνηθίζων ν᾽ ἀφήνῃ τὸν ναὸν ἀνοικτὸν καὶ μετὰ τὸν ἑσπερινὸν ἐπὶ μίαν ὥραν, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ εἰσέλθῃ τις τῶν διαβατῶν νὰ κολλήσῃ κηρίον. Ὁ πάτερ Σαμουὴλ ἦτο νέος ἀκόμη, ὀλιγώτερον τῶν σαράντα ἐτῶν, καὶ εἶχεν ἔλθει ἐκ τοῦ Ἁγίου Ὅρους διὰ νὰ ἰατρευθῇ ἐκ τῆς ὀφθαλμίας, ὑφ᾽ ἧς ἔπασχε, προσκολληθείς, χάριν προσκαίρου ἐξοικονομήσεως παρά τινι ἐνοριακῇ ἐκκλησίᾳ τῶν Ἀθηνῶν ὡς νεωκόρος. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ ἰατρεύθη, παρῆλθον ἔτη, καὶ ἐξηκολούθησε νὰ μένῃ εἰς τὴν θέσιν τοῦ νεωκόρου, μελετῶν μὲν νὰ ἐπανέλθῃ ὡς τάχιστα εἰς τὴν Μονὴν τῆς μετανοίας του, ἀλλ᾽ οὐδέποτε ἀποφασίζων. Εἶχεν ἀξιωθῆ δὲ τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν ἐπιτρόπων τοῦ ναοῦ, οἵτινες ἔλεγον ὅτι οὐδέποτε ἀπήντησαν πιστότερον ἄνθρωπον καὶ καθαρωτέρας χεῖρας. Καὶ τὴν ὑπόληψιν δὲ τῆς ἐνορίας ὅλης σχεδὸν τὴν εἶχεν ὁ πάτερ Σαμουήλ. Ἀλλὰ μόνον εἷς ἐνορίτης γείτων, κατοικῶν οὐ μακρὰν τῆς ἐκκλησίας, παρὰ τὴν καμπὴν τῆς πρώτης ὁδοῦ, τὸν ἐπείραζε τὸν καημένον τὸν καλόγηρον, δὲν τὸν ἄφηνε «σὲ χλωρὸ κλαδί». Οὗτος ἦτο ὁ κὺρ Γιάννης ὁ Μανάφτης, πεντηκοντούτης, εὐτραφής, πρῴην ἐμπορευόμενος, μετρίως εὔπορος, ἔγγαμος καὶ πατὴρ τέκνων. Ἤξευρεν ὀλίγα γράμματα καὶ ἦτο τακτικὸς ἀναγνώστης ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. Εἶχεν ἓν ἐλάττωμα, τὸ ὅτι «ἐχάνετο διὰ ξένας ὑποθέσεις». Ἅμα λοιπὸν συνήντα καθ᾽ ὁδὸν ἢ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναοῦ τὸν πάτερ Σαμουήλ, ὅστις τὸν ἐχαιρέτα ταπεινῶς καὶ ὑπομειδιῶν πάντοτε, καθὼς ἐσυνήθιζεν, (ὁ καλόγηρος ἦτο μέτριος τὸ ἀνάστημα, ξανθός, μελιχρὸς καὶ εὐπροσήγορος), ὁ κὺρ Γιάννης ὁ Μανάφτης ἀντὶ παντὸς χαιρετισμοῦ, τοῦ ἔλεγε:

― «Τί προσῆλθες, ἀδελφέ;»

Ἤ:

― «Μὴ ἔκ τινος ἀνάγκης ἢ βίας;» ἢ ἄλλο τι παραπλήσιον.

Ὅλα ρητὰ εἰλημμένα ἐκ τῶν ἐρωταποκρίσεων τῶν γινομένων κατὰ τὴν τελετὴν τῆς κουρᾶς Μοναχοῦ, δι᾽ ὧν ἀνεμίμνησκεν εἰς τὸν πτωχὸν νεωκόρον τὰς πνευματικάς του ὑποσχέσεις καὶ ὑποχρεώσεις. Ὁ πάτερ Σαμουὴλ πότε ἐμειδία ἀνεχόμενος, πότε ἐφουρκίζετο καὶ «δὲν ἐσήκωνε πειρασμόν», πότε ἔκρυπτε τὴν στενοχωρίαν του καὶ τὸν θυμόν του. Ἀλλ᾽ ὁ κὺρ Γιάννης δὲν ἐφαίνετο βαρυνθεὶς νὰ ἐπαναλαμβάνῃ τὸ πείραμα.

Καὶ τὴν ἑσπέραν λοιπὸν ἐκείνην, διαβαίνων ὁ κὺρ Γιάννης καὶ ἰδὼν τὸν καλόγηρον, ἔκαμε νεῦμα τῆς κεφαλῆς, καὶ τὸν προσηγόρευσεν λέγων:

― «Λάβε τὸ ψαλίδιον καὶ ἐπίδος μοι αὐτό».

Αἰνιττόμενος τὴν τάξιν τὴν γινομένην ἐν τῇ προμνημονευθείσῃ κουρᾷ Μοναχοῦ ἢ «Ἀκολουθίᾳ τοῦ Ἀγγελικοῦ Σχήματος», καθ᾽ ἥν, ὅπως δειχθῇ τὸ αὐτοπροαίρετον καὶ ἀβίαστον τῆς προσελεύσεως εἰς τὸν μοναστικὸν βίον, ὁ ἱερεὺς τρὶς ἐπιτάττει τῷ δοκίμῳ νὰ τῷ ἐπιδώσῃ ἰδίᾳ χειρὶ τὸ ψαλίδιον, καὶ ἀφοῦ δὶς τὸ ἐπιστρέψῃ ἐπὶ τῆς τραπέζης, μετὰ τὴν τρίτην ἐπίδοσιν μόλις ἐκτελεῖ τὴν κουράν.

Τὴν φορὰν ταύτην, ὁ καλόγηρος ἐθύμωσε πλέον τοῦ συνήθους. Ἴσως συνετέλεσεν εἰς τοῦτο καὶ τὸ ὅτι, ἐπειδὴ ἦτο ἑσπέρας Κυριακῆς τοῦ Μαΐου, ἡ μικρὰ πρὸ τοῦ ναοῦ πλατεῖα δὲν ἦτο ἐντελῶς ἔρημος ἀνθρώπων. Ἴσως ὁ πάτερ Σαμουὴλ ἐφοβήθη μὴ ἀκούσωσι καὶ ἄλλοι καὶ νοήσωσι τοὺς ὑπαινιγμοὺς τοῦ κὺρ Γιάννη. Ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ ἦσαν παιδία παίζοντα, εἶτα δύο ἢ τρεῖς νέοι ἵσταντο ὀλίγον ἀπωτέρω συνομιλοῦντες. Ἡ κυρα-Κώσταινα ἐκάθητο καὶ αὐτὴ ἄνευ τῆς ρόκας της, ἐνώπιον τῆς θύρας τῆς οἰκίας της, ἀντικρὺ τοῦ ναοῦ, καὶ ὀλίγον τι μεσημβρινώτερον ἐφαίνοντο ἱστάμεναι πρὸ τῆς θύρας τοῦ οἰκίσκου των ἐκεῖναι, τὰς ὁποίας αὐτὴ ὠνόμαζε παπαδιές.

― Γιά νὰ σοῦ πῶ, κὺρ Γιάννη, εἶπε μεθ᾽ ὑποζέοντος θυμοῦ ὁ καλόγηρος· εἶναι μιὰ παροιμία ποὺ λέγει: Ἐκεῖνος πὄχει τὰ γένεια, ἔχει καὶ τὰ χτένια.

― Τὸ ξέρω, πάτερ Σαμουήλ, ἀπήντησεν ὁ κὺρ Γιάννης, μὰ εἶναι καὶ μιὰ ἄλλη ποὺ λέει: ὅποιος μ᾽ θέλει τὸ καλό μ᾽, μὲ κάνει καὶ κλαίω.

Ὁ καλόγηρος, σκυθρωπός, δὲν ἐδευτερολόγησεν. Ἀλλ᾽ ὁ κὺρ Γιάννης, ὅστις ἦτο κατὰ βάθος φιλάνθρωπος, διὰ νὰ τὸν παρηγορήσῃ μᾶλλον, προσέθηκε:

― Δὲν θυμᾶσαι τί λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, δὲν ξέρω καὶ πολλὰ γράμματα, ἡ ὁσιότης σου γνωρίζεις καλύτερα· μοῦ φαίνεται πὼς λέει: «καλύτερες εἶναι οἱ ξυλιὲς τῶν φίλων παρὰ τὰ φιλήματα τῶν ἐχθρῶν».

― Δὲν ξέρω νὰ τὸ λέῃ αὐτὸ πουθενά, ἀπεφάνθη μετὰ πεισμονῆς ὁ καλόγηρος.

― Πῶς δὲν τὸ λέει; ἐπέμεινεν ἠπίως ὁ κὺρ Γιάννης· εἶπα δὰ πὼς δὲν ξέρω πολλὰ γράμματα ἀλλ᾽ ὣς τὴν δευτέρα τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐπῆγα, καὶ στὰ χρόνια μας δὲν τὸ εἶχαν σὲ ντροπή τους νὰ παραδίδουν τοὺς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων, καθὼς τώρα. Τὸν λόγο εἰς τὸν Εὐτρόπιον τὸν ἐπαραδόθηκα* κ᾽ ἐγὼ καὶ νά πῶς λέει, ἂν θέλῃς νὰ σοῦ πῶ τὸ κείμενο, ποὺ μᾶς ἔβαζαν τότε οἱ δασκάλοι νὰ τὸ μαθαίνουμε ἀπ᾽ ὄξω, ἐπανέλαβεν ὁ κὺρ Γιάννης: «Οὐκ ἔλεγόν σοι, ἡνίκα συνεχῶς ἐπετίμας μοι λέγοντι τἀληθῆ, ὅτι ἐγώ σε φιλῶ μᾶλλον τῶν κολακευόντων; ἐγὼ ὁ ἐλέγχων πλέον κήδομαι τῶν χαριζομένων; οὐ προσετίθην τοῖς ρήμασι τούτοις ὅτι ἀνεκτότερα τραύματα φίλων ὑπὲρ ἑκούσια φιλήματα ἐχθρῶν; Εἰ τῶν ἐμῶν ἠνέσχου τραυμάτων, οὐκ ἄν σοι τὰ φιλήματα ἐκείνων τὸν θάνατον τοῦτον ἔτεκε· τὰ γὰρ ἐμὰ τραύματα ὑγίειαν ἐργάζεται· τὰ δ᾽ ἐκείνων φιλήματα νόσον ἀνίατον παρεσκεύασε».

―Ἐκεῖνος ἦτον ὁ μέγας Χρυσόστομος, εἶπεν ὁ καλόγηρος.

― Τὸ ξέρω, καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸν ἐπικαλοῦμαι κ᾽ ἐγὼ καὶ βγάζω τὸ καπέλο μου, καὶ σκύφτω ὣς τὴ γῆ μπροστά του, εἶπε συνοδεύων τὸν λόγον διὰ κινήσεων καὶ χειρονομιῶν ὁ κὺρ Γιάννης· μὰ ὣς τόσο κ᾽ ἐγὼ δὲν σοῦ τὰ εἶπα γιὰ κακό, καὶ ἀφοῦ θυμώνεις, σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι ἀπὸ δῶ κ᾽ ἐμπρὸς δὲν θὰ σοῦ κάμω λόγο πλέον. Ἕνα μόνον θέλω νὰ σοῦ πῶ, ὅτι ἐμεῖς ὁ ἁπλὸς λαός, νὰ ξέρῃς, δίνομε μεγαλύτερη σημασία στὶς λέξεις παρὰ στὰ πράγματα. Οἱ λέξεις τί σὲ πειράζουν, κ᾽ ἐγὼ τί σοῦ φταίω ἂν κοπανίζω ἀέρα μὲ τὴ γλῶσσά μου; Τὰ πράγματα νὰ κοιτάζῃς· ἡ συνείδησή σου τί σοῦ λέει; Εἶναι ἡ συνείδησή σου καθαρή; Τότε ἀπ᾽ τὶς λέξεις δὲν ἔχεις νὰ φοβηθῇς τίποτε. Τώρα σχώρεσέ με, ἀδελφέ μου, κι ἄλλη φορὰ πλέον δὲν σοῦ ξαναλέω τίποτε γι᾽ αὐτὰ τὰ πράγματα.

― Κάθε ἀρνάκι ἀπ᾽ τὸ ποδαράκι, συνεπέρανε δι᾽ ἄλλης πάλιν παροιμίας ὁ καλόγηρος.

Καὶ ὁ κὺρ Γιάννης ἐστράφη πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος κ᾽ ἐπῆγε νὰ εὕρῃ τοὺς φίλους του τοὺς συζητητικοὺς καὶ συμποτικούς, μεθ᾽ ὧν ἔπαιρνε τὸ ὀρεκτικόν του κατὰ πᾶσαν ἑσπέραν, πρὶν ἀπέλθῃ οἴκαδε διὰ τὸ δεῖπνον.

Μόλις εἶχε στρέψει οὗτος τὰ νῶτα καὶ ἡ γραῖα Τασοὺ (ἦτο ἡ μήτηρ τῶν δύο νεανίδων, τὰς ὁποίας ἡ κυρα-Κώσταινα ἐτιτλοφόρει παπαδιές, πενηνταπέντε ἐτῶν, μὲ κόκκινον πρόσωπον, ὄχι πολὺ ζαρωμένη) ἐπλησίασεν εἰς τὸν καλόγηρον, τὸν ἐκαλησπέρισεν, εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναόν, ἔκαμε τὸν σταυρόν της, καὶ σταθεῖσα παρὰ τὸ παγκάρι (διότι ἔκαμνεν εὐχαρίστως τὴν ἐκκλησιάρχισσαν), ἐστράφη πρὸς τὸν μοναχόν, ἱστάμενον παρὰ τὴν παραστάδα τῆς θύρας, καὶ τοῦ λέγει:

― Τί σοῦ εἶπε, Σαμουήλ;

― Ποιός;

―Ὁ κὺρ Γιάννης ὁ Μανάφτης.

― Τὰ μαθημένα, δὲν ξέρεις;

― Καὶ τί θὰ ποῦν ἐκεῖνα δὰ ποὺ σοῦ λέει, πολλὲς φορές;

― Ποιά;

― Σάμπως γυρίζει ἡ γλῶσσά μου νὰ τὰ πῶ; Σοῦ λέει: «Τί μᾶς ἦρθες, ἀδερφέ;» καὶ «ἀπομένεις πᾶσα χλίψη καὶ στενοχωρία;» καὶ κάτι ἄλλα.

― Καθένας ἐλεύτερος εἶναι νὰ λέῃ, δὲν βαριέσαι;

― Καὶ τί θὰ ποῦν, σὲ τί ἀπάνου σοῦ τὰ λέει;

― Μοῦ λέει τάχα… εἶπε στενοχωρούμενος κ᾽ ἐρυθριῶν ὁ καλόγηρος… ὅτι πὼς… ὅτι δηλαδὴ νὰ ἔχω τὸ νοῦ μου, καὶ νὰ ὑπηρετῶ τὴν ἐκκλησιὰ μὲ ζῆλο.

― Καὶ μήπως δὲν ὑπηρετᾷς καλύτερ᾽ ἀπὸ καθένανε, τουλόγου σου;

― Ἀλήθεια… μὰ κόσμος εἶναι, τί τὰ θέλεις; Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τοὺς εὐχαριστήσῃ ὅλους…

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰσώρμησαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν δύο παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς, ὁ εἷς δεκαπεντούτης, ὁ ἄλλος δεκατετραέτης, ἐκβάλλοντες ἀκόμη καπνὸν ἀπὸ τοὺς ρώθωνας, ἀνυπόδητοι, κακοφορεμένοι, ἄνιπτοι. Ὁ εἷς εἶχε πετάξει ἀρτίως τὸ τσιγάρο ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ ἄλλος τὸ ἄφησεν ἀναμμένον ἐπί τινος μαρμάρου ἔξω τῆς θύρας, ἐπιφυλαττόμενος ἅμα ἐξέλθῃ νὰ τὸ ἀναλάβῃ. Καὶ οἱ δύο φαιδροί, θορυβοποιοί, πατοῦντες ἐπὶ τῶν πλακῶν μετὰ κρότου, ἐφώναξαν μὲ τὴν γνωστὴν ἐπιχώριον προφορὰν πρὸς τὸν Σαμουήλ:

― Καλόγερε! καλόγερε! Γιὰ βγάλε μας τὴν κολυμπήθρα…

― Γλήγορα! γλήγορα! εἶπε καὶ ὁ ἄλλος.

― Τί τρέχει, παιδιά;

―Ἔχουμε βάφτιση. Ἑτοίμασε τὰ σύνεργα.

―Ἑτοίμασε τὰ θυμιατὰ κι ὅλα τὰ πῶς-τὰ-λένε, προσέθηκεν ὁ ἕτερος.

― Ἀμέσως! ἀμέσως!

Οὗτοι ἦσαν οἱ δύο βοηθοὶ τοῦ καλογήρου, οἵτινες μετεκόμιζον τὴν κολυμβήθραν εἰς τὰς οἰκίας, διὰ τὰς βαπτίσεις. Οἱ ἴδιοι ἐξεκώφαινον καὶ τοὺς ἐνορίτας δι᾽ ὑπερμέτρου καὶ ἀτελευτήτου κωδωνοκρουσίας κατὰ τὰς ἑορτάς, ἐνίοτε καὶ κατὰ τὰς καθημερινάς. Οἱ αὐτοὶ δέ, διανυκτερεύοντες πλειστάκις εἰς τὸ ὕπαιθρον ὄπισθεν τῶν τοίχων τοῦ ναοῦ, ἤναπτον πυράν, κ᾽ ἐνίοτε προσείλκυον νεώτερα καὶ ἀθῳότερα παιδία εἰς τὴν ποθεινὴν συναναστροφήν των.

Ὁ Σαμουὴλ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ Βήματος τὰ ἄμφια, τὸ Εὐχολόγιον, τὸ Μυροδοχεῖον καὶ τὸ θυμιατόν, παρέδωκε τὴν κολυμβήθραν εἰς τοὺς δύο ἀγυιόπαιδας, καὶ ἠκολούθησε καὶ αὐτὸς κατόπιν των, μεταβαίνων εἰς τὴν οἰκίαν ὅπου ἔμελλε νὰ τελεσθῇ ἡ βάπτισις. Ἀφῆκεν εἰς τὴν κυρα-Τασοὺ τὴν παραγγελίαν νὰ κλειδώσῃ τὸν ναόν. Αὕτη δὲ τὴν τελευταίαν στιγμὴν τοῦ εἶπε μὲ ψίθυρον φωνήν:

― Θὰ σὲ ἰδοῦμε τὸ βράδυ; Ἔχουν κάτι νὰ σοῦ ποῦν τὰ κορίτσια.

Ὁ καλόγηρος εἶπε: «θὰ ᾽ρθῶ», καὶ στραφεὶς εἶδεν ἀντικρύ του τὴν κυρα-Κώσταιναν, ἥτις εἶχεν ἐπ᾽ αὐτοῦ ἐστηλωμένον τὸ βλέμμα, βλέμμα μεστὸν ὑποψίας καὶ κακοβουλίας.
Β´

Οἱ συμποτικοὶ φίλοι τοῦ κὺρ Γιάννη τοῦ Μανάφτη ἦσαν ὁ μπαρμπα-Γρηγοράκης, ὁ κὺρ Ἀθανάσης καὶ ὁ γερο-Παντελάκης, ὅλοι εὔθυμοι γέροντες. Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην εἶχον συνέλθει ἤδη εἰς τὸ παντοπωλεῖον τοῦ Κοσαροπούλου, εἶχον λάβει ὀλίγα χαψιὰ κ᾽ ἕνα τσίρον ὡς ὄψον, κ᾽ ἔπινον τὸν ξανθὸν ρητινίτην. Ἀπέφευγον ἐκ συστήματος τὴν μαστίχαν καὶ πᾶν οἰνόπνευμα, ἔπινον δὲ συνήθως πᾶσαν ἑσπέραν πρὸ τοῦ δείπνου ἀνὰ δύο ἢ τρία ποτήρια οἴνου ἕκαστος. Ἦσαν ὅλοι καλοὶ οἰκοκυραῖοι, ᾤκτειρον τὴν πολιτικὴν κατάστασιν, συνεζήτουν δὲ καθ᾽ ἑκάστην ζητήματα πολιτικά, θρησκευτικά, κοινωνικὰ καὶ ἐνίοτε ἐπιστημονικά. Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην τοῦ Μαΐου, οἱ μὲν ἄλλοι ἐκίρνων μὲ νερὸν τὸν οἶνον, ὁ δὲ γερο-Παντελάκης δὲν ἤθελε ν᾽ ἀκούσῃ τίποτε περὶ τούτου. Καὶ εἰς τὰ κυνικὰ καύματα ἀκόμη τὸν ἔπινεν ἄκρατον.

Ὅλας τὰς παροιμίας τὰς παρεδέχετο ὡς ἀληθεῖς ὁ γερο-Παντελάκης, μόνον τὸ ἰαμβοτροχαϊκὸν δίστιχον: «Τὸ μῆνα ποὺ δὲν ἔχει ρῶ, βάζει ὁ μπεκρὴς νερό»· αὐτὸ δὲν ἤθελε νὰ τὸ ἀκούσῃ· ἐβεβαίου μάλιστα ὅτι εἶχε γνωρίσει τὸ πάλαι ἕνα δάσκαλον οἰνοπότην, ὅστις, διὰ νὰ ψεύσῃ καὶ ἀποδείξῃ παράλογον τὸ δίστιχον τοῦτο, ἐσοφίσθη καὶ ἀνέλαβεν ὡς σπουδαῖον ἔργον νὰ προσθέσῃ εἰς ὅλους τοὺς μῆνας τὸ ρῶ. Καὶ τὸν μὲν Μάιον τὸν ἔκαμε Μάριον, τὸν δὲ Ἰούλιον, μὴ ἔχων πῶς νὰ τὸν προικίσῃ μὲ ρῶ, τὸν μετεμόρφωσεν εἰς Οἰνούλιον. Ἕως ἐκεῖ ἔφθασαν αἱ ἐπὶ τῶν ὀνομάτων τῶν μηνῶν ἐγχειρήσεις τοῦ τολμηροῦ δασκάλου.

Ὅτε εἰσῆλθεν ὁ κὺρ Γιάννης, ἡ ἑσπερινὴ συζήτησις εἶχεν ἀρχίσει ἤδη. Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, ὡς πάντοτε σχεδὸν κατὰ Κυριακὴν συνέβαινε, διότι ἕκαστος τῶν συμποτῶν γερόντων ἀπέφερε τὰς ἐκ τοῦ πρωινοῦ ἐκκλησιασμοῦ ἐντυπώσεις του, ἦτο θρησκευτικὸν τὸ θέμα.

Δὲν ἀνῆκον ὅλοι εἰς τὴν αὐτὴν ἐνορίαν. Τὴν πρωίαν τῆς Κυριακῆς ἐλειτουργεῖτο ἕκαστος εἰς τὴν ἐνορίαν του, καὶ τὴν ἑσπέραν, συνερχόμενοι ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐκακολόγουν τοὺς ἱερεῖς, τοὺς ψάλτας, τοὺς ἐπιτρόπους καὶ πρὸ πάντων τοὺς ἀρχιερεῖς.

― Νά ἔλα δά, κὺρ Γιάννη, καλῶς μᾶς ἦρθες, εἶπεν ὁ μπαρμπα-Γρηγοράκης. Δὲν λὲς καὶ σὺ τίποτε, ἀδελφέ;

― Γιὰ τί πρᾶγμα; εἶπεν ὁ κὺρ Γιάννης.

― Φέρε, παιδί, ἕνα ἑκατοστάρι, κ᾽ ἕνα ποτήρι παραπάνου, διέταξεν ὁ κὺρ Ἀθανάσης.

Ὁ κὺρ Γιάννης ἐκάθισε τέταρτος παρὰ τὴν τράπεζαν.

― Καλῶς τὰ κάνετε*, κύριοι, εἶπε.

― Φιλονικοῦμε, εἶπεν ὁ μπαρμπα-Γρηγοράκης, γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικά μας πράγματα. Ἐσὺ εἶσαι ἐκκλησιαστικώτερος ἀπὸ μᾶς. Αὐτὸς ὁ Θανασάκης ὁ φίλος μου, εἶναι χονδροκέφαλος. Κοντραστάρει καὶ καλὰ ὅτι ἡ καλογερική, τὸ μοναχικὸν σχῆμα, πῶς τὸ λένε, δὲν εἶναι γραμμένο στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ὅτι, ἂν θελήσῃ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος νὰ δώσῃ τὴν ἄδεια νὰ παντρευθοῦν, παντρεύονται ὅλοι.

― Καὶ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο ποιὸς μπορεῖ νὰ τὴν παντρέψῃ; εἶπεν ὁ γερο-Παντελάκης.

― Ἀνευλαβῶς μέν, ἀλλ᾽ ὀρθῶς, παρετήρησεν ὁ κὺρ Γιάννης· ἐννοεῖται· τότε πρέπει νὰ παντρευθοῦν πρῶτα-πρῶτα οἱ ἀρχιερεῖς.

― Κατάλαβες τώρα, Θανασάκη, φίλε μου; ἐπανέλαβε θριαμβευτικῶς ὁ Γρηγοράκης, τὸ κατάλαβες ὅτι δὲν ἔλεγες τίποτε, ἢ ὄχι;

― Ποῦ καταλαβαίνω ἐγώ; Ἐγὼ ἀργῶ νὰ καταλάβω, ἀπήντησεν ἐλαφρῶς πειραχθεὶς ὁ κὺρ Ἀθανάσης· ἀργῶ, ἀλήθεια, μὰ ὣς τόσο, ἅμα καταλάβω ἕνα πρᾶγμα, τὸ καταλαβαίνω καλά, Γρηγοράκη μου.

Ὁ μπαρμπα-Γρηγοράκης ἐγέλα σιγά.

―Ἔχετε ὑπομονήν, κύριοι, ἰδοὺ τί εἶναι· θέλετε νὰ μὲ ἀκούσετε ἐμέ; εἶπεν ὁ κὺρ Γιάννης.

― Ἀκοῦς ἐκεῖ, βέβαια· γιατί σοῦ εἶπε, ὅτι εἶσαι ἐκκλησιαστικώτερος ἀπὸ ὅλους μας; ἀπήντησεν ὁ μπαρμπα-Γρηγοράκης. Κ᾽ ἔπειτα ξέρεις καὶ γράμματα.

― Μὰ ἂς πιοῦμε ὣς τόσο καὶ μιά, ἐπρότεινεν ὁ γερο-Παντελάκης.

― Εὐχαρίστως.

Καὶ συνέκρουσαν τὰ ποτήρια.

Ὁ κὺρ Γιάννης ἤκουσε χωρὶς νὰ διαμαρτυρηθῇ τὴν περὶ τῆς ἐγγραμματωσύνης του φιλοφρόνησιν τοῦ μπαρμπα-Γρηγοράκη. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἐγνώριζεν εἴπερ τις καὶ ἄλλος τῆς εἰρωνικῆς μετριοφροσύνης τὰ θέλγητρα, καὶ ὅταν πρὸ μικροῦ διαβεβαίου τὸν πάτερ Σαμουήλ, τὸν νεωκόρον, ὅτι μόνον ἕως τὴν β´ τάξιν τοῦ Ἑλληνικοῦ σχολείου εἶχε φθάσει, δὲν ἔλεγεν ἀλήθειαν. Εἶχεν ἀκούσει καὶ γυμνασιακὰς τάξεις, καὶ προσέτι, λίαν φιλαναγνώστης ὤν, εἶχεν ἀναπτύξει τὰς ἰδέας του. Ἐκ φύσεως δὲ δὲν ἐστερεῖτο καὶ κρίσεως ὀρθῆς.

― Λοιπόν, λέγε, σὲ ἀκοῦμε, εἶπεν ὁ Γρηγοράκης.

―Ἐγὼ δὲν ἀκούω τίποτε, εἶπεν ὁ κὺρ Θανάσης.

― Μὴν ἀκοῦς ἐσύ, γιατὶ ἄδικα σκοτίζεσαι. Παιδί! φέρε ὀλίγο μπαμπάκι νὰ τοῦ στουπώσουμε τ᾽ αὐτιά.

― Μὰ σταθῆτε, ὑπέλαβεν ὁ κὺρ Γιάννης, ἄφσε τὸν Γρηγοράκη νὰ λέῃ, κὺρ Θανάση. Ἰδοὺ μὲ ὀλίγας λέξεις, ἂς διατυπώσωμεν τὸ θέμα, κύριοι. Τὸ ζήτημά σας ἦτον, καθὼς ἐνόησα, ἂν εἰς τὴν ἐποχήν μας πρέπει νὰ ὑπάρχουν πλέον καλόγηροι, ἢ ὄχι. Δὲν εἶναι αὐτό;

― Μάλιστα.

―Ἰδοὺ λοιπόν, μὲ δύο λέξεις. Ἐννοεῖτε, κύριοι, νὰ μείνωμεν ἐντὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἢ φρονεῖτε ὅτι πρέπει νὰ προσέλθωμεν εἰς τὸν Προτεσταντισμόν;

― Μὴ γένοιτο, εἶπεν ὁ Γρηγοράκης.

― Πῶς εἶπες, νὰ γίνουμε Προτεστάντες; εἶπεν ὁ γερο-Παντελάκης. Μὴ χειρότερα!

―Ἐκεῖ, σᾶς βεβαιῶ, καταντᾷ τὸ πρᾶγμα. Θέλετε νὰ σᾶς εἴπω τί πρεσβεύει ἡ Ἐκκλησία μας περὶ γάμου καὶ ἀγαμίας, ἢ νὰ λέμε ἁπλῶς ἰδικάς μας γνώμας «διδασκαλίας, ἐντάλματα ἀνθρώπων», «πλανῶντες καὶ πλανώμενοι»;

―Ἡ Ἐκκλησία μας τί φρονεῖ.

― Ἂν θέλετε λοιπὸν νὰ μείνωμεν ἐντὸς τοῦ δόγματος, ἰδού. Ὑποθέσατε ὅτι ἐγὼ σήμερον εἶμαι ἄγαμος καὶ ὅτι ἀποφασίζω νὰ μείνω ἄγαμος: ὅτι φεύγω τὴν πόλιν, ὅτι ἀναβαίνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ὑμηττοῦ, ὅπου ἔχω ἕνα χωράφι κ᾽ ἐκεῖ κτίζω μίαν καλύβην, ἐνδύομαι τρίχινα μαῦρα φορέματα ἢ σάκκινα ἢ σχοίνινα, ἀδιάφορον, καὶ ζῶ καλλιεργῶν τὴν γῆν, ἢ τρέφομαι μὲ χόρτα καὶ προσεύχομαι, χωρὶς νὰ ἔρχωμαι εἰς συχνὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Τί σᾶς πειράζω, σᾶς;

Ὅταν ἀποδειχθῇ ὅτι ἐνοχλῶ σᾶς ἢ τὰς γυναῖκάς σας ἢ τὰ κτήνη σας, τότε ἔχετε τὸ δικαίωμα, σεῖς, ἡ πολιτεία, σεῖς, ἡ κοινωνία, νὰ θέσητε νόμους περισταλτικοὺς ἐναντίον μου, νὰ μὲ τιμωρήσητε αὐστηρῶς. Ἐνόσῳ ὅμως δὲν σᾶς ἐνοχλῶ, δύνασθε νὰ μὲ κατακρίνετε, νὰ μὲ σκώπτετε, νὰ μὲ περιφρονῆτε, ὅσον θέλετε, νὰ μὲ ἐμποδίσετε δὲν ἠμπορεῖτε.

Οὕτως ἐγεννήθη ὁ μοναχικὸς βίος. Διότι, ἐννοεῖται, ὅτι, ἂν τὸ κάμω ἐγώ, πιθανὸν νὰ μὲ μιμηθῇ καὶ ἄλλος, καὶ ἄλλος… Καὶ οὕτω κατ᾽ ὀλίγον ἔγιναν τὰ μοναστήρια.

― Οἱ ἀρχαῖοι, νομίζω, [ὅτι] δὲν εἶχαν ὑποχρεωτικὸν τὸν γάμον; ὑπέλαβεν ὁ κὺρ Γρηγοράκης.

― Δυνατὸν νὰ ὑπῆρξαν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα πολιτεῖαι ἔχουσαι τοιούτους νόμους, μὲ χαρακτῆρα κοινωνικὸν καὶ οἰκογενειακόν. Ἀλλ᾽ αἱ πολιτεῖαι ἐκεῖναι εἶχαν καὶ τὸν Καιάδαν, εἶχαν καὶ τὸ Βάραθρον. Τοὺς ἀχρήστους τοὺς ἐκρήμνιζαν ἐκεῖ μέσα. Αἱ νεώτεραι ὅμως κοινωνίαι, αἱ χριστιανικαί, πρώτην βάσιν ἔχουσι τὸ ἀδέσμευτον τῆς θελήσεως, τὴν ἀπόλυτον ἐλευθερίαν τοῦ ἀτόμου. Ὅπως ὑπάρχουν ἄτομα μὴ δυνάμενα νὰ ἔλθωσιν εἰς γάμον (τοιοῦτοι εἶναι οἱ ἀσθενεῖς, οἱ ἀνάπηροι, οἱ ἀναφρόδιτοι καὶ οἱ ἀνίκανοι πρὸς ἐργασίαν), οὕτω ὑπάρχουσι καὶ ἄτομα μὴ θέλοντα νὰ ἔλθωσιν εἰς γάμον. Καὶ ἡ ἐλευθερία τῆς θελήσεως ἀπαγορεύει νὰ βιάσωμεν τοὺς τοιούτους νὰ νυμφευθῶσι.

Τὸ ζήτημα, βλέπετε, τὸ περὶ γάμου καὶ ἀγαμίας, εἶναι βαθύ, εἶναι ἓν τῶν δυσκολωτέρων κοινωνικῶν ζητημάτων. Μὴν εἴμεθα βάρβαροι, μὴ θέλωμεν νὰ ἐπιβάλωμεν βίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Τάχα ἀπαντᾶτε σήμερον πολλοὺς ἐγγάμους νὰ εἶναι εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὴν τύχην των, ἢ βλέπετε νὰ εἶναι εὔκολος ὁ γάμος, ὡς ἔπρεπε νὰ εἶναι, ὡς ἐπιούσιος κοινωνικὸς ἄρτος, ὡς θεμελιώδης θεσμός; Πολλοῦ γε καὶ δεῖ. Ἢ μήπως οἱ μόνοι ἄγαμοι σήμερον εἶναι οἱ καλόγηροι;

Ἂς καταστήσωμεν πρῶτον τὸν γάμον δυνατὸν διὰ τοὺς ἐπιθυμοῦντας νὰ νυμφευθῶσι, καὶ ἀκολούθως ἔχομεν καιρὸν ν᾽ ἀναγκάσωμεν καὶ τοὺς μὴ ἐπιθυμοῦντας. Ἂς ἀνοίξωμεν πρῶτον τὴν θύραν εἰς τοὺς θέλοντας νὰ εἰσέλθωσι, καὶ κατόπιν βιάζομεν καὶ τοὺς μὴ θέλοντας.

Ταῦτα λοιπόν· κ᾽ ἐκεῖνος ὅστις θὰ καταργήσῃ, εἴτε ἐν τῇ Ἀνατολῇ εἴτε ἐν τῇ Δύσει, τὴν καλογηρικὴν δὲν ἐγεννήθη ἀκόμη. Ὁ Λούθηρος εἰς τὰ βορειοδυτικὰ τῆς Εὐρώπης, δὲν θὰ ἐτόλμα νὰ τὸ πράξῃ, ἂν δὲν ἦτο καλόγηρος ὁ ἴδιος καὶ δὲν ἐπεθύμει νὰ νυμφευθῇ μίαν καλογραῖαν…

Τοιαῦτά τινα, κὺρ Θανάση, παραγγέλλει καὶ ὁ Χριστός, καθὼς φαίνεται καὶ εἰς τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ μὴν ἀκούῃς τὰς φλυαρίας τῶν Διαμαρτυρομένων. Ὁ Χριστὸς εἶπεν: «Ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω» καὶ ἀπεφάνθη ὅτι ὁ τελειότερος βίος δὲν εἶναι δι᾽ ὅλους, ἀλλὰ δι᾽ ἐκείνους «οἷς δέδοται», ἐννοῶν τὴν ἁγνείαν καὶ τὴν ἀκτημοσύνην, ἅτινα εἶναι ἡ βάσις τῆς μοναχικῆς πολιτείας.

Ἀλλὰ θὰ εἰπῇς ὅτι τώρα ἡ καλογηρικὴ ἐξέπεσε. Καὶ τί δὲν ἐξέπεσεν; Ὅλοι οἱ παλαιοὶ θεσμοὶ εἶναι καλοί, ὅλους τοὺς ἐνόθευσεν ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ κακία.

Ἀλλὰ ὅσον καὶ ἂν ἐξέπεσεν, ὅσον καὶ ἂν ἐκπέσῃ ἀκόμη ὁ μοναχικὸς βίος, ποτέ, τὸ ἐπαναλαμβάνω, ποτὲ δὲν ἔχεις τὸ δικαίωμα νὰ ἐμποδίσῃς τὸν ἄλλον νὰ μένῃ ἄγαμος, νὰ φύγῃ τὸν κόσμον καὶ νὰ φορέσῃ ράσα.

Τὸ μόνον δικαίωμα τὸ ὁποῖον ἔχει ἡ Πολιτεία, ἐπίκουρος ἐρχομένη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ν᾽ ἀναγκάζῃ τοὺς καλογήρους, ὅσοι, ἀμνήμονες τῆς δοθείσης ἱερᾶς ὑποσχέσεως, φεύγουν τὰ μοναστήρια κ᾽ ἐπανέρχονται εἰς τὸν κόσμον, νὰ τοὺς ἀναγκάζῃ, λέγω, νὰ ἐπιστρέφωσιν εἰς τὰ μοναστήρια.

― Ἄ! Θεὸς σχωρέσ᾽ τὸν πατέρα σ᾽, ἀνέκραξεν ὁ Γρηγοράκης.

― Ἄ! ἐδῶ εἴμαστε, εἶπε καὶ ὁ γερο-Παντελάκης. Μπράβο! μπράβο! καλὰ τὰ εἶπες. Μὰ δὲν πίνουμε ὣς τόσο καὶ μιά;

― Ἂς πιοῦμε.

Καὶ συνέκρουσαν τὰ ποτήρια.

― Ἀλλοίμονό μας, ἐπανέλαβε λείχων τὰ χείλη ὁ κὺρ Γιάννης, καθόμαστε καὶ πίνομε κ᾽ ἔχομε τὴν ἀξίωση νὰ λύσουμε ὅλα τὰ σπουδαῖα ζητήματα.

― Μὰ τὸ πιοτὸ κατεβάζει ἰδέες, εἶπεν ὁ κὺρ Παντελάκης.

― Κατὰ τὸ κεφάλι, εἶπεν ὁ κὺρ Γρηγοράκης. Στοῦ φίλου μου τοῦ Θανασάκη τί ἰδέες θέλεις νὰ κατεβοῦν;

― Λέγε ἐσύ, εἶσαι ἀσύδοτος, εἶπεν ὁ κὺρ Θανάσης.

― Βλέπω κ᾽ ἐγὼ ὅτι σᾶς ἐζάλισα, ἐπανέλαβεν ὁ κὺρ Γιάννης, μὰ ὣς τόσο δύο λέξεις ἀκόμη, εἰδικῶς ὡς πρὸς τὸ μοναστηριακὸν ζήτημα εἰς τὴν Ἑλλάδα, διότι ἐδῶ μᾶς φέρει τὸ συμπέρασμα τὸ ὁποῖον ἔβγαλα, περὶ περιορισμοῦ τῶν καλογήρων ἐντὸς τῶν Μονῶν. Περὶ τῶν μοναστηρίων εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὅπου εἶναι καὶ ἡ μεγαλυτέρα θρησκευτικὴ παρακμὴ καὶ ἠθικὴ ἔκλυσις, πολλοὶ πολλὰ εἶπαν καὶ ἔγραψαν, ἀλλ᾽ ἐγὼ φρονῶ ὅτι ἡ μεγαλυτέρα αἰτία τῆς παρακμῆς τῶν μοναστηρίων εἶναι ἡ σκανδαλώδης ἀνάμειξις τῆς Πολιτείας καὶ τῶν κοσμικῶν προσώπων εἰς τὰ καλογηρικὰ πράγματα. Καὶ ἀπόδειξις ὅτι οὕτως ἔχει εἶναι αὐτὴ αὕτη ἡ κατάστασις, καταμαρτυροῦσα καθ᾽ ἑαυτῆς, διότι εἰς τὴν ὑπόδουλον Ἑλληνικὴν χώραν εἶναι εἰς καλυτέραν σχετικῶς κατάστασιν τὰ μοναστηριακὰ πράγματα. Διὰ νὰ μὴ μακρηγορῶμεν λοιπόν, σᾶς λέγω ὅτι ἐγὼ φρονῶ ὅτι ἡ Πολιτεία, ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τῆς Ἐκκλησίας, καλὰ θὰ κάμῃ νὰ συγχωνεύσῃ ὅλα τὰ μοναστήρια εἰς σαράντα ἢ πενῆντα, τὰ μεγαλύτερα καὶ σπουδαιότερα ἐκ τῶν ὑπαρχόντων, ὅπου νὰ συγκεντρώσῃ ὅλους τοὺς μοναχούς. Τῶν ἄλλων τὴν περιουσίαν νὰ μὴ τὴν δημεύσῃ, ὅπως ἄλλοτε ἱεροσύλως ἡ Βαυαρικὴ ἀντιβασιλεία ἔπραξεν, ἀλλὰ τὰ μὲν ἱδρύματα νὰ μείνουν ὡς μετόχια τῶν σαράντα ἢ πενῆντα, διατηρουμένων εὐπρεπῶς καὶ τῶν ναῶν, τὸ δὲ περίσσευμα, ἂν ὑπάρχῃ, νὰ κατατίθεται εἰς κοινὸν ἐκκλησιαστικὸν ταμεῖον, πρὸς βοήθειαν ἀπόρων καὶ ἀσθενῶν ἱερέων καὶ μοναχῶν. Εἰς δὲ τὰ σαράντα ἢ πενῆντα κυριώτερα μοναστήρια νὰ ἐπιβληθῇ, ἐννοεῖται, αὐστηρὰ κοινοβιακὴ τάξις, ἀληθὴς βίος μοναχῶν. Πρῶτον πρέπει ν᾽ ἀπαγορευθῇ εἰς τὰς γυναῖκας ἡ εἰς τὰ μοναστήρια εἴσοδος, καὶ μέχρις ἑνὸς μιλίου περιοχῆς ἡ προσέγγισις τοῦ θήλεος. Θὰ εἰπῆτε, «ὅποιος θέλει, βρίσκει». Ἀδιάφορον· τὰ μοναστήρια νὰ μείνουν μοναστήρια, καὶ ὁ μοναχός, ὡς ἄτομον, ἐνδέχεται ν᾽ ἁμαρτήσῃ· ἔπειτα τὸ μοναστήρι εἶναι τὸ ταμπούρι τοῦ μοναχοῦ, καὶ τότε, ὅποιος θέλει, θὰ δύναται «νὰ βαστάξῃ ταμπούρι». Τὸ οὐσιῶδες εἶναι νὰ μὴ εἰσβάλλουν κουμπάρες καὶ κολλήγισσες εἰς τοὺς καθιερωμένους χώρους· ἔπαρχοι δὲ καὶ ἔφοροι καὶ δήμαρχοι μὲ τὲς ἐπαρχίνες καὶ ἐφορίνες καὶ δημαρχίνες νὰ μὴ εἰσελαύνουν εἰς τὰ «ἀρχονταρίκια» καὶ γυρεύουν «κόττα πίττα». Αὐτά. Καὶ πρὸς τούτοις ἡ προσευχὴ νὰ γίνεται πλήρης, μὲ ὅλα τὰ παλαιὰ τυπικά, μὲ τὰς παννυχίδας καὶ τοὺς βαθεῖς ὄρθρους, μὲ τὰς στιχολογίας καὶ τὰ ψαλτήρια. Καὶ νὰ ἐπιβληθῇ εἰς τοὺς κοινοβιάτας ὁ κανὼν τοῦ μοναχοῦ, καὶ ἡ κοινὴ τράπεζα, καὶ ἡ ἀκριβὴς νηστεία, καὶ ὅλα. Αὐτὰ ἐγὼ φρονῶ, καὶ πιστεύω ὅτι ἡ γνώμη μου εἶναι ὡς ἔγγιστα ἡ ὀρθοτέρα.

― Συμφωνῶ εἰς ὅλα, εἶπεν ὁ Γρηγοράκης.

Ὁ γερο-Παντελάκης παρήγγειλε καὶ ἄλλο ἑκατοστάρι, καὶ ἀφοῦ τὸ ἔπιαν, ἐξῆλθον καὶ οἱ τέσσαρες καὶ ἀπεχωρίσθησαν. Εἶχε νυκτώσει ἤδη.

* * *

Τὴν νύκτα ἐκείνην, περὶ ὥραν ἑνδεκάτην, ὅταν ἐπέστρεψεν ὁ καλόγηρος εἰς τὸ κελλίον του, ἤρχισε νὰ πλύνῃ τὸ στόμα μὲ ἄφθονον νερόν. ᾘσθάνετο ἀλλόκοτόν τινα ἐντύπωσιν, ὡς γεῦσιν καὶ ὀσμὴν χώματος, εἰς τοὺς ρώθωνας καὶ εἰς τὰ χείλη. Παράδοξον! Ἀληθεύει λοιπόν, ἡ Γένεσις τοῦ Μωυσέως λέγουσα: «καὶ ἔπλασε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν»; Καὶ ἡ γεῦσις ἆρα καὶ ἡ ὀσμὴ τῆς ἀνθρωπίνης σαρκὸς εἶναι ἀκόμη γεῦσις καὶ ὀσμὴ χώματος;

Καὶ ὅμως δὲν εἶχε παραβῆ ἀκόμη ὅλα τὰ χρέη του ὁ πάτερ Σαμουήλ, τὰ χρέη τοὐλάχιστον τοῦ νεωκόρου. Ἦτο πιστὸς καὶ τίμιος ὑπηρέτης τῆς ἐκκλησίας, οἱ ἐπίτροποι τὸ διεβεβαίουν τοὐλάχιστον. Καὶ ὡς ἄνθρωπος κοσμίως διῆγε, καὶ ὡς μοναχὸς ἀκόμη καλὰ ἐφέρετο μέχρι τῆς ἡμέρας ταύτης, ὅσον εἶναι δυνατὸν νὰ φέρεται καλὰ μοναχὸς κυλιόμενος εἰς τὸν κόσμον. Καὶ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην εἶχεν ὑπάγει εἰς δύο οἰκίας, ὅπου θὰ ἐτελοῦντο βαπτίσεις, διότι αὐτὸ ἦτο καθῆκόν του. Καὶ εἰς τοὺς γάμους ἀκόμη ἐπήγαινε κομίζων τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὰ ἱερὰ ἄμφια, καὶ ὅσα εἶναι χρέη τοῦ νεωκόρου, τοῦ ὑπηρέτου τοῦ ναοῦ καὶ ὑπηρέτου τῶν ἱερέων, ὅλα τὰ ἐξετέλει. Εἰς τὴν ἐκκλησίαν προθυμότατα ὑπηρέτει τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ἐπιτρόπους καὶ τὸν λαόν, καὶ εἰς τὰς οἰκίας τῶν ἐπιτρόπων ἀκόμη ἔκαμνε μικρὰς ὑπηρεσίας· ὑπηρέτει δὲ προθύμως καὶ τὰς εὐλαβεῖς κυρίας, τὰς προσερχομένας εἰς τὸν ναὸν ἵνα ἐκκλησιασθῶσι μὲ τὰ καπέλα των, μὲ τὰ πτερά των, μὲ τὲς μυρωδιές των, μὲ τὰ ριπίδιά των, διασχίζων συχνὰ τοὺς στοίχους των, προσφέρων εἰς αὐτὰς καθίσματα, ἀκούων τὰ εὐχαριστῶ των, καὶ ποτὲ ἕως τώρα δὲν ἡμάρτησεν, εἰμὴ διὰ τῆς ἀκουσίας ἐπαφῆς τῆς γινομένης ἐν ἡμέραις μάλιστα συρροῆς κόσμου, ὅπως τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα, καὶ εἰς ἄλλας ἑορτάς. Ἐκεῖναι δὲ ἐφαίνοντο τόσον ἀθῷαι, τόσον ἁγναί, καὶ τόσον ἀδιάφοροι! Προφανέστατα, οὐδ᾽ ὑπώπτευαν κἂν τὸ ὅτι ὑπὸ τὸ ράσον τοῦ μοναχοῦ ἦτο δυνατὸν νὰ κρύπτηται σαρκική τις ὁρμή. Καὶ αἱ πλεῖσται δὲν δυσηρεστοῦντο διὰ τὴν ἀκουσίαν ἐπαφήν, καὶ ὅλαι σχεδὸν δὲν ἀπέφευγον τὸν πρὸς τοὺς ἄνδρας συγχρωτισμόν. Εἰς τί ἡμάρτησεν ὁ καλόγηρος ἕως τώρα;

Καὶ μήπως αὐτὸς μόνον ἦτο καλόγηρος τάχα; Ὅλη ἡ ἐκκλησία, κατὰ τὰς καθημερινάς, ὅταν δὲν εἰσήρχετο λαϊκός τις νὰ προσκυνήσῃ, ὡμοίαζε μὲ μοναστήριον. Δεξιὰ ἵσταντο εἰς τὸν χορὸν ὁ πατὴρ Ἀρσένιος καὶ ὁ ἀρχιμανδρίτης Γρηγέντιος, ἀριστερὰ ὁ προηγούμενος Παυλῖνος καὶ ὁ παπα-Ἀντώνης, ἐφημέριοι τοῦ ναοῦ καὶ οἱ τέσσαρες· τούτων ὁ τελευταῖος εἶχέ ποτε πρεσβυτέραν, ἀλλὰ τώρα εἶχε χηρεύσει, καὶ δὲν διέφερε κατ᾽ οὐσίαν τῶν τριῶν ἱερομονάχων συλλειτουργῶν του. Ἄλλοτε ἦτο καὶ ὁ παπα-Γιάννης, ἐφημέριος ἔγγαμος, ἀλλ᾽ οἱ ἐπίτροποι τὸν εἶχαν ἀποβάλει, δὲν ἦτο ἀρεστὸς εἰς αὐτούς, καὶ εἰς τὴν θέσιν του ἔβαλαν τὸν προηγούμενον Παυλῖνον.

Ἵσταντο καὶ οἱ τέσσαρες εἰς τὸν χορόν, καὶ τὸ καθολικὸν προσελάμβανε τότε σεβασμίαν ὄψιν λαύρας· ἵσταντο κ᾽ ἐκοίταζαν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν πρὸς τὴν θύραν, μὴ τυχὸν εἰσέλθῃ ἐνορίτισσά τις νὰ «πάρῃ εὐχήν», διότι ὁ ἐφημερεύων, ἂν ἐτύγχανε νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ ἐνορίτης τῆς προσερχομένης, ἦτο ἱκανὸς νὰ διακόψῃ τὸν ἑσπερινόν, διὰ νὰ προφθάσῃ νὰ τῆς δώσῃ αὐτὸς τὴν εὐχήν, φοβούμενος μὴ τυχὸν οἱ ἄλλοι τρεῖς τοῦ πάρουν τὴν ἐνορίτισσαν. Καὶ μετὰ τὸν ἑσπερινόν, ὅταν ἤρχιζαν νὰ λογομαχῶσι περὶ διανομῆς εἰσοδημάτων, καταγγέλλοντες ἀλλήλους ὡς πλεονέκτας καὶ ἅρπαγας, τότε πλέον ὁ ναὸς δὲν εἶχεν ὄψιν λαύρας, ἀλλὰ (ἥμαρτον, Κύριε!) χάβρας. Ἄλλο εἶδος χάβρας πάλιν, ἦτο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀπετελεῖτο εἰς τὴν κατ᾽ οἴκους τελετὴν Εὐχελαίων, ὅτε οἱ τέσσαρες ἐμοιράζοντο τὰς εὐχάς, τὰς αἰτήσεις καὶ τὰ Εὐαγγέλια καὶ ἔλεγαν καὶ ἀπήγγελλαν ὅλοι συγχρόνως, ὡς νὰ ἐβιάζοντο νὰ διαπεραιώσωσι τὸν ἀσθενῆ μίαν ὥραν ἀρχύτερα.

Καὶ τί ἔπταιεν ἐπὶ τέλους αὐτὸς ὁ πτωχὸς καλόγηρος, ἀφοῦ ἦτο ἁπλοῦς ὑπηρέτης τῶν ἱερέων; Ἀλλὰ τί ἔπταιον καὶ οἱ ἱερεῖς, ἀφοῦ ἦσαν ὑπηρέται τῶν ἐπιτρόπων; Οἱ ἐπίτροποι, τοὺς ὁποίους εἶχεν ὀνομάσει τις φωτοσβέστας, διὰ τὴν μανίαν τὴν ὁποίαν ἔχουν νὰ σβήνωσι τὰ κηρία τῶν προσκυνητῶν ἡμίκαυστα, οἱ ἐπίτροποι, ἀφοῦ ἔτρεχον καὶ προσελιπάρουν τοὺς ἰσχύοντας ἵνα διορισθῶσιν εἰς τὴν θέσιν ταύτην, ὡς νὰ ἐπρόκειτο περὶ βιοποριστικοῦ ἔργου, ἐνῷ οἱ πλεῖστοι τοὐλάχιστον τὸ ἀναδέχονται ἀπὸ κενοδοξίαν καὶ ματαιότητα, τινὲς δὲ καὶ ἀπὸ ζῆλον εἰλικρινῆ, οἱ ἐπίτροποι ἐδέσποζον τῶν ἱερέων, τῶν ψαλτῶν καὶ τοῦ νεωκόρου. Οἱ ἐπίτροποι ἔβγαλαν ἐσχάτως τὴν μόδαν νὰ τελῶνται δύο λειτουργίαι, ἀ λὰ φράγκα, καὶ εἰς τὰς μικροτέρας ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν, ὡς νὰ ἦσαν αἱ λειτουργίαι φουρνιὲς ἢ βαρκαδιές (οἴκτειρον, Κύριε!). Οἱ ἐπίτροποι ἐβίασαν μὲ τοῦτο τοὺς ἱερεῖς, μὴ περισσεύοντος χρόνου, νὰ πατῶσι τὴν συνείδησίν των διακωμῳδοῦντες τὰ ἱερά, καὶ νὰ λειτουργῶσιν ἄνευ Μεσονυκτικοῦ, ἄνευ Ὡρῶν, σχεδὸν ἄνευ Ὄρθρου. Κατήντησαν δὲ νὰ περιφρονήσωσι τὸ θεόπνευστον βιβλίον τοῦ ἱεροῦ Ψαλμῳδοῦ, κακοδοξία ἥτις, καὶ ἂν εἶχαν ὅλας τὰς ἀρετάς, ἤρκει αὐτὴ μόνη νὰ τοὺς ἀπολέσῃ. Αὐτὰ ἔβλεπεν ὁ πτωχὸς καλόγηρος, καὶ ἐν συνειδήσει συγκρίνων τὸν ἑαυτόν του μὲ τοὺς ἱερεῖς, οἵτινες εἶναι αὐτὸ δὴ τοῦτο ψυχῶν ἀχθοφόροι, τὸν ἔβλεπεν ἑκατοντάκις καλύτερον.

Καὶ δὲν εἶχεν ἄδικον.

Ἀλλὰ τί νὰ εἴπῃ τις περὶ τῶν ἀρχιποιμένων τοῦ περιουσίου λαοῦ, αὐτῶν οἵτινες κουρεύουσι τὰ πρόβατα τοῦ Κυρίου, εἰς τὸ πρότυπον βασίλειον; Αὐτοὶ εἶναι οἱ μάλιστα ὑπεύθυνοι, καὶ οἱ μόνοι, τῆς παρούσης ἐκλύσεως. Αὐτοὶ «χάριν μισθαρίου καὶ δοξαρίου»* δὲν εἶναι οἱ ἀπεμπολήσαντες πᾶσαν ἀνεξαρτησίαν, πᾶσαν ἀξιοπρέπειαν, εἰς τὴν πολιτικὴν ἐξουσίαν; Αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ περιορίσαντες πᾶσαν αὐτῶν τὴν ἐνέργειαν εἰς τὴν ἐπίδειξιν καὶ εἰς τὸ τελετουργικὸν μόνον; Καὶ μήπως ἐκτελοῦσι τοὐλάχιστον καὶ τοὺς τύπους μετ᾽ ἀκριβείας καὶ εὐσυνειδησίας; Τρέχουσιν εἰς τὰ μνημόσυνα κατὰ Κυριακάς, χαριζόμενοι εἰς τὴν βλακώδη ματαιοφροσύνην ἀμαθῶν καὶ χυδαίων ἀνθρώπων, ἐνῷ γνωστὸν εἶναι ὅτι τὰ μνημόσυνα κανονικῶς γίνονται τὰ Σάββατα ἢ καὶ τὰς καθημερινὰς τὰς ἄλλας. Ἀνέχονται τὴν περικοπὴν ὅλων τῶν ἀκολουθιῶν, καταργήσαντες σιωπηλῶς πᾶν τυπικὸν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ. Αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ ὑπογράφοντες ἐγκυκλίους περὶ ὁρισμῶν καὶ διατάξεων ἐκκλησιαστικῶν καὶ εἶτα ἀσυστόλως πρῶτοι αὐτοὶ παραβαίνοντες τὰς ἐγκυκλίους ἐκείνας; Αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ τοσάκις ἐγγράφως ἀπαγορεύσαντες πᾶσαν καινοτομίαν ἐν τῇ μουσικῇ, καὶ εἶτα ἠλιθίως ἀνεχόμενοι τὴν θυμελικὴν παρῳδίαν, τὴν καταρρυπάνασαν βαναύσως ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς πρωτευούσης; Αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ δι᾽ ἐγκυκλίων μὲν ἀπαγορεύοντες τὴν τελετὴν γάμων καὶ βαπτίσεων κατ᾽ οἴκους, δι᾽ ὀχημάτων δὲ τρέχοντες πρὸς τελετὴν γάμων καὶ βαπτίσεων εἰς οἴκους; Αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ στέργοντες τὴν πληθὺν τῶν ἱερομονάχων ὡς ἐφημερίους εἰς τὰς πόλεις; Καὶ διὰ τίνα λόγον θὰ ἐσυγχωρεῖτο ὁ γάμος εἰς τοὺς ἱερεῖς, ἂν οἱ ἱερομόναχοι δὲν ἦσαν προωρισμένοι διὰ τὰ μοναστήρια, ὅπου ἔχουσι δώσει εὐχὴν ἁγνείας καὶ φυγῆς τοῦ κόσμου; Αὐτοί, οἱ δοκοῦντες εὐπαίδευτοι, δὲν εἶναι οἱ ἀνεχόμενοι ν᾽ ἀκούωσι τερατώδεις σολοικισμοὺς ἐν τῇ ἱερᾷ ἀκολουθίᾳ, καὶ οἱ ἴδιοι πολλάκις σολοικίζοντες1; Αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ προχειρίζοντες εἰς ἱερεῖς τὰ ἀμαθέστατα, τὰ φαυλότατα στοιχεῖα, ἐνδίδοντες μᾶλλον εἰς τὴν πίεσιν τοῦ χαμοθιοῦ* ἢ τῷ Θεῷ πειθαρχοῦντες; Τίς δύναται νὰ πιστεύσῃ ὅτι αὐτοὶ εἶναι χρημάτων κρείττονες καὶ ὅτι δὲν ἀληθεύει ἡ περὶ σιμωνίας φρικώδης κατηγορία, ὅταν βλέπῃ τοὺς ἀποθνῄσκοντας ἐξ αὐτῶν καταλείποντας βίον πολὺν εἰς τοὺς ἀνεψιούς; Καὶ δὲν εἶναι αὐτοί, οἱ ἀρχιποίμενες τοῦ περιουσίου λαοῦ τοῦ Κυρίου, οἱ περιερχόμενοι πρὸς ἐνιαυσίαν κουρὰν τὰς κώμας καὶ τὰς μονάς, ὅπου τηροῦσιν ἐν ἰσοβαρεῖ ἁρμονίᾳ, ὡς δύο ἰσορρόπους δίσκους ζυγαριᾶς, γείτονας ἀλλήλων, τὴν κοιλίαν καὶ τὸν θύλακον; Καὶ μὲ τοιαύτας ἀρχάς, μὲ τοιαῦτα αἰσθήματα, μὲ τοιοῦτον βίον, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἰθύνωσι καλῶς τὰ τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας; Καὶ δὲν εἶναι καιρὸς ἆρα νὰ σκεφθῇ ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἂν δὲν συμφέρῃ ν᾽ ἀποσύρῃ ἀπὸ τῆς ἐν Ἑλλάδι ἀνηλίκου ἀδελφῆς της τὸ αὐτοκέφαλον, τὸ ὁποῖον κατὰ συγκατάβασιν μόνον καὶ ὑπὸ ὅρους παρεχώρησεν αὐτῇ;

Ταῦτα δὲν τὰ ἐσκέπτετο ὅλα ὁ Σαμουὴλ μὲ τὴν κεφαλήν του, ἀλλὰ τίς συγγραφεὺς ὑπῆρξεν ὅστις δὲν ὑποκατέστησεν ἐνίοτε ἑαυτὸν εἰς τὰς σκέψεις τοῦ ἥρωός του; Μὲ τὴν ἄδειαν τοῦ ἀναγνώστου, παρενεβάλαμεν καὶ ἡμεῖς ὀλίγας ἰδέας ἀτομικάς μας εἰς τὰ αἰσθήματα τοῦ ἀτυχοῦς μοναχοῦ. Σπεύδομεν δὲ νὰ δηλώσωμεν ὅτι μὲ τὰ ἀνωτέρω δὲν προσβάλλομεν τὸ κῦρος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾽ ἁπλῶς ἐκφράζομεν τὴν λύπην μας διὰ τὴν κατάστασιν τῶν πραγμάτων.

* * *

Καὶ ὅμως ὁ Σαμουήλ, ἀφοῦ ἔπλυνε καὶ ἔπλυνε τὸ στόμα, καὶ ἡ ἀλλόκοτος ἐκείνη ὀσμὴ δὲν ἐξηλείφετο, ἔπεσεν εἰς εἶδος ἀναπολήσεως βαθείας, καὶ ἔβλεπεν, ἔβλεπε νοερῶς τὸ Κοινόβιόν του, παρὰ τὴν ὑπώρειαν τοῦ Ἄθω τοῦ γεραροῦ, τοῦ συστέλλοντος τὰς ὀφρῦς καὶ φέροντος εἰς τὴν κεφαλὴν πότε ἄσπρον κιουλάφιο* πότε μαῦρον καλυμμαύχιον· ἀπὸ τοῦ ὕψους τοῦ ὁποίου καταφέρεται ἡ τρικυμία μὲ μυρίας βροντὰς καὶ μὲ ἀπείρων νυκτῶν σκοτίαν, καὶ εἰς οὗ τὴν κορυφὴν ἡ ἀστραπὴ δὲν παύει νὰ καλλωπίζῃ μὲ ἐρύθημα τὴν προαιωνίαν χιόνα, τεῖχος ἄρρηκτον καθ᾽ οὗ στομώνονται τὰ ὀξύτερα βέλη τοῦ Φοίβου, καὶ ὅπου τὸ ἀέναον ἀστροποβόλημα εἶναι ὡς τὸ ἀνοιγόκλεισμα τοῦ ἀκοιμήτου ὀφθαλμοῦ τῆς θείας Προνοίας. Καὶ ἔβλεπε μίαν ἐαρινὴν αὐγήν, καθ᾽ ἣν ἐψάλλετο ὁ ὄρθρος, ὡς σύνηθες, εἰς τὸ καθολικὸν τοῦ Κοινοβίου, καὶ οἱ ἀδελφοὶ ὅλοι, ὑπὲρ τοὺς ἑκατόν, εἶχον συνέλθει εἰς τὸν ναὸν καὶ ἵσταντο ἀκίνητοι εἰς τὰ στασίδιά των, φοροῦντες ὅλοι τὰ ἐπανωκαλύμμαυχα, τινὲς δὲ τὰ πολυσταύρια καὶ τὰ σχήματά των, ἔβλεπεν, εἰς τὸν νάρθηκα ἔξω, τὴν ἐπὶ τοῦ τοίχου ἐζωγραφημένην ἀλληγορικὴν εἰκόνα τοῦ μοναχοῦ ἐσταυρωμένου, κατὰ μίμησιν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, καὶ τοὺς διαβόλους μὲ τὰ ἀκόντια, μὲ τὰ ξίφη, μὲ τὰ τόξα των, ὅλους βάλλοντας, ὅλους κεντοῦντας τὸν μοναχόν, τανυσμένον ἐπὶ τοῦ σταυροῦ του. Καὶ συγχρόνως ἐνθυμεῖτο τὸ νεκρώσιμον «εὐλογητάριον», τὸ ψαλλόμενον κατὰ τὰς κηδείας τῶν μοναχῶν, «… οἱ τὸν Σταυρόν, ὡς ζυγὸν ἀράμενοι, καὶ ἐμοὶ ἀκολουθήσαντες ἐν πίστει». Καὶ εἶτα ἀμέσως ἀνεπόλει ὅλην τὴν νεκρώσιμον ἀκολουθίαν τοῦ Ἐξοδιαστικοῦ τῶν μοναχῶν, καὶ ἔβλεπε τὸν νεκρὸν τυλιγμένον, ραμμένον εἰς τὸ ράσον του, ὡς βρέφος ἐσπαργανωμένον, μὲ τὸ πρόσωπον σκεπαστόν, μὲ τοὺς κοκκίνους σταυροὺς κεντητοὺς ἐπὶ τοῦ στήθους καὶ ἐπὶ τῶν γονάτων, καὶ ἐνθυμεῖτο τοὺς στίχους τοῦ Ἀμώμου: «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου! Διὰ τοῦτο ἠγάπησα τὰς ἐντολάς σου ὑπὲρ χρυσίον καὶ τοπάζιον. Καὶ φυλάξω τὸν νόμον σου διὰ παντὸς εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος». Καὶ ἐνθυμεῖτο τοὺς ἀναβαθμοὺς τοὺς ψαλλομένους: «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστί, θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις». Καὶ εἶτα εἰσήρχετο εἰς τὸ καθολικόν, καὶ ἔβλεπε τοὺς ἀδελφοὺς ὅλους ἀκινήτους κύκλῳ, καὶ ἐγγὺς τῶν ἁγίων θυρῶν ἵστατο νέος τις εἰκοσαετής, ξανθός, μ᾽ ἐπανθοῦντα τὸν πώγωνα, ἀσκεπής, ἀνυπόδητος, σχεδὸν γυμνός, μὲ τὸ ὑποκάμισον καὶ τὴν περισκελίδα, ἵστατο ἐνώπιον τῆς εἰκόνος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, μὲ τὰς χεῖρας ἐσταυρωμένας κάτω νεύων, ἐν σχήματι μετανοίας καὶ ταπεινώσεως. Καὶ ἠνοίγοντο τὰ βημόθυρα, κ᾽ ἐξήρχετο ὁ ἱερεὺς ὁ ἐφημέριος, ἀρτίως φορέσας τὴν ἱερατικὴν στολὴν ὅλην, μὲ τὰ κεντητὰ Σεραφεὶμ ἐπὶ τοῦ λείου λευκομετάξου του ἐπιτραχηλίου, μὲ τὸ φαιλόνιον ὅλον ποικιλτὸν μὲ κλαδωτοὺς σταυρούς, ἀσκεπὴς τὴν κεφαλήν, μὲ τὸ μέλαν ἐπανωκαλύμμαυχον ἐπὶ τῶν ὤμων, κρατῶν διὰ τῶν χειρῶν ὑπὸ τὸ φαιλόνιον τυλιγμένον τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, καὶ ἵστατο ἐπὶ τῶν βαθμίδων τοῦ εἰκονοστασίου. Καὶ δεξιόθεν τοῦ χοροῦ ἤρχετο ὁ ἡγούμενος, ὁ ἀνάδοχος τοῦ μέλλοντος νὰ καρῇ εἰς μοναχόν, ὅπως τὸν παραστατήσῃ κατὰ τὴν τελετὴν τῆς κουρᾶς. Καὶ τότε ὁ πρῶτος χορὸς ἔψαλλεν: «Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαί μοι σπεῦσον· ἀσώτως τὸν ἐμόν, κατηνάλωσα βίον». Καὶ εἶτα ἤρχιζαν αἱ ἐρωταποκρίσεις, ἐκεῖναι τὰς ὁποίας ἠσμενίζετο ν᾽ ἀναμιμνήσκῃ σήμερον εἰς τὸν Σαμουὴλ ὁ κὺρ Γιάννης ὁ Μανάφτης, τὸ Τί προσῆλθες ἀδελφέ; καὶ τὰ λοιπά. «Παραμένεις τῷ μοναστηρίῳ καὶ τῇ ἀσκήσει μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς;» ἠρώτησεν ὁ ἱερεύς· καὶ ὁ ζητῶν τὴν κουρὰν δόκιμος ἀπήντησε: «Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, τίμιε πάτερ».

Καὶ πάλιν αὐστηρῶς ὁ ἱερεὺς ἐπανέλαβε, προτρέπων τὸν δόκιμον νὰ σκεφθῇ ὡριμότερον: «Βλέπε τίνι προσέρχῃ, τίνι συντάσσῃ καὶ τίνι ἀποτάσσῃ». Καὶ ὁ δόκιμος ἐβεβαίωσεν ὅτι δὲν ἔρχεται «ἔκ τινος ἀνάγκης ἢ βίας, ἀλλ᾽ ἑκουσίᾳ αὑτοῦ γνώμῃ». Καὶ μετὰ ταῦτα ἔγινεν ἡ τριπλῆ ἐπίδοσις τοῦ ψαλιδίου, μεθ᾽ ἣν ὁ ἱερεὺς ἔκειρε σταυροειδῶς τὴν κόμην τοῦ νεοφύτου, καὶ εἶτα ἤρχισε νὰ ἐγχειρίζῃ αὐτῷ ἀνὰ ἓν τὰ σημεῖα καὶ τὰ ἐνδύματα τοῦ μοναχικοῦ σχήματος, ἐπιλέγων εἰς ἑκάστην ἐπίδοσιν: «ὁ ἀδελφὸς ἡμῶν (ὁ δεῖνα) λαμβάνει τὸ παλλίον*, τὴν ζώνην, τὸν ἀνάλαβον*, τὰ πέδιλα, κτλ.». Καὶ τότε ὁ τέως δόκιμος, ὁ ἱστάμενος ἡμίγυμνος πρὸ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, ἐνεδύθη, παρουσίᾳ πάντων, τὰ σύμβολα τοῦ μοναχικοῦ σχήματος. Καὶ ὁ τέως Σπυρίδων (ἢ Σωτήριος, ἢ Στυλιανός, ἢ Σταμάτιος) μετωνομάσθη Σαμουήλ.

Μεθ᾽ ὅ, τελεσθείσης τῆς θείας εὐχαριστίας, καὶ τοῦ νεοφύτου μεταλαβόντος τῶν θείων μυστηρίων, ὁ ἡγούμενος διέταξε τὸν μάγειρον νὰ ἑτοιμάσῃ τηγανίτες, καὶ παρήγγειλεν εἰς τὸν κελλάρην νὰ φέρῃ φιάλην ρακῆς, πρὸς παράκλησιν τῶν ἀδελφῶν. Καθόσον οὗτος ἦτο ὁ μόνος γάμος, καὶ ἡ μόνη χαρὰ τοῦ μοναχοῦ ἡ ἐπίγειος, καὶ ἡ ἀδελφότης ἔπρεπε νὰ εὐφρανθῇ εὐχομένη εἰς τὸν νεωστὶ καρέντα μοναχόν: «Νὰ εἶναι στερεωμένος καὶ νὰ εὐαρεστήσῃ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις».

Αὐτὰ ἐνθυμεῖτο ὁ πτωχὸς Σαμουήλ, καὶ ἦτο ὁ πτωχὸς Σαμουὴλ ὁ ἴδιος, ὅστις τὰ εἶχε περάσει. Καὶ τὴν ἑσπέραν ταύτην ἐπανήρχετο ἐκ τοῦ μικροῦ οἰκίσκου, ὅπου κατῴκουν ἐκεῖναι τὰς ὁποίας ἡ γειτόνισσα ἡ κυρα-Κώσταινα ὠνόμαζε «παπαδιές». Ἐκεῖ εἶχεν εἰσέλθει περὶ τὴν ἐνάτην ὥραν, ὅταν εἶχεν ἐπιστρέψει ἐκ τῶν οἰκιῶν, ὅπου εἶχε συνοδεύσει διὰ τὰς βαπτίσεις τοὺς ἱερεῖς. Καὶ ἐκεῖ εἰς τὸν μικρὸν οἰκίσκον εὗρε τὰς δύο ὠχρὰς κόρας, τὴν μίαν, τὴν ἀναιμικήν, τὴν ὀλίγον τι ραχιτικήν, τὴν ἀσχημούτσικην, καὶ τὴν ἄλλην τὴν ἰσχνήν, ἀλλὰ νοστιμούλαν. Ἐκεῖ ἦτο καὶ ἡ μήτηρ των ἡ ὑπερμεσῆλιξ ἀλλὰ κοκκίνη ἀκόμη καὶ ὄχι πολὺ ζαρωμένη. Ἤδη πρὸ ἑνὸς ἔτους, ὁ καλόγηρος εἶχε συνδέσει ἀκουσίως τὰς σχέσεις ταύτας. Αὐταὶ ἦσαν πτωχαὶ γυναῖκες κ᾽ ἐξενοδούλευαν, προσεφέροντο δὲ προθύμως νὰ τὸν βοηθῶσιν εἰς τὴν καθαριότητα καὶ τὸν εὐτρεπισμὸν τοῦ ναοῦ, καὶ ὁ πτωχὸς νεωκόρος ἔδιδεν εἰς αὐτὰς κάτι ἐκ τοῦ πενιχροῦ μισθοῦ του κ᾽ ἐκ τῶν τυχηρῶν του. Φυσικά, ὁ καλόγηρος δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀποφύγῃ τὴν συνδιάλεξιν μαζί των.
Γ´

Ἐκεῖναι δὲν ἐστενοχωροῦντο παντάπασιν ἐκ τοῦ σχήματος τοῦ μοναχοῦ, ὑπερέβαινον ἀνὰ δύο τοὺς σταθμοὺς τοῦ θάρρους, ἐφαίνοντο ὅτι ἀνετράφησαν εἰς πόλιν (δόξα τῷ Θεῷ) πρωτεύουσαν τῆς Ἑλλάδος, ὅπου προλήψεις καὶ «σκουριασμένες ἰδέες» δὲν ἐπικρατοῦσι. Σιγὰ-σιγὰ ἤρχισαν νὰ παρεισδύωσι καὶ εἰς τὸ μικρὸν κελλίον, ὅπου κατῴκει ὁ καλόγηρος. Ἔπειτα, ἡ μήτηρ των, ἡ κοκκινοπρόσωπη καὶ ὄχι πολὺ ζαρωμένη, ἦτο πάντοτε παροῦσα. Εἶτα ἤρχισαν νὰ παραπονοῦνται ὅτι δὲν ἐμβῆκε καὶ αὐτὸς μίαν φορὰν νὰ πάρῃ ἕναν καφὲ εἰς τὸν μικρὸν οἰκίσκον των, τὸν ἔλεγαν ἀκατάδεκτον, καὶ τὰ τοιαῦτα. Τέλος ὁ καλόγηρος, διὰ νὰ μὴν τὸν παραφορτώνωνται, ἐπῆγε μίαν φορὰν καὶ τὰς ἐπεσκέφθη, ἀλλ᾽ εἶχεν ἀπόφασιν νὰ μὴ ξαναϋπάγῃ. Εἶτα, ἐπειδὴ τὰ παράπονα ἐπετείνοντο, ἐπῆγε καὶ δευτέραν φορὰν καὶ τρίτην, καὶ ὕστερον ἀπὸ δύο μῆνας, κατήντησε νὰ εἰσέρχηται δὶς τῆς ἡμέρας. Αἱ δύο νέαι ἐφαίνοντο τρέφουσαι πρὸς αὐτὸν ἀδελφικὰ αἰσθήματα, οὐδ᾽ ἐδείκνυον τὴν ἐλαχίστην δυσπιστίαν ἢ κακὴν ἰδέαν. Ὁ καλόγηρος, ὁ πτωχός, ὑπέφερε πολύ, ἠνωχλεῖτο, ἐπειράζετο. Οὐχ ἧττον ἵστατο, δὲν ἔπιπτε. Μέχρι τῆς ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς, ἀφ᾽ ἧς ἄρχεται ἡ παροῦσα ἁπλῆ διήγησις, οὐδόλως εἶχε πέσει. Τὴν νύκτα δὲ αὐτήν, ὅτε ἔμεινεν ὑπὲρ τὰς δύο ὥρας εἰς τὸν μικρὸν οἰκίσκον, ἦτο μόνον δευτέρα ἢ τρίτη φορά, καθ᾽ ἣν ἐγίνετο νυκτερινὴ ἐπίσκεψις. Ἕως τώρα εἶχε φυλαχθῆ, καὶ τοῦτο διότι, κατὰ τὰς ὥρας μάλιστα αὐτὰς τὰς πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, ὤφειλε νὰ εὑρίσκηται εἰς τὸ κελλίον του. Ἡ ἐνορία ἦτο πολυπληθής, ἐὰν δὲ τυχὸν παρίστατο ἀνάγκη μεταλήψεως ψυχορραγοῦντος, ἢ βαπτίσεως βρέφους κινδυνεύοντος, ἢ καὶ εὐχῆς εἰς λεχὼ αἴφνης τεκοῦσαν ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον, εἰς αὐτὸν οἱ ἐνορῖται θ᾽ ἀπετείνοντο πρὸς ἄνοιξιν τοῦ ναοῦ καὶ πρὸς ζήτησιν ἱερέως. Καὶ ἂν δὲν εὕρισκαν τὸν νεωκόρον εἰς τὸ κελλίον;

Τὴν νύκτα δὲ αὐτήν, ἀφοῦ εἶπαν πολλὰ μὲ τὰς νεάνιδας καὶ ὄχι ὀλίγα μὲ τὴν γραῖαν, αἱ δύο ἀδελφαὶ τοῦ διηγήθησαν ὅτι ἡ πλαγινή των, ἡ κυρα-Κώσταινα, τὰς ὑποβλέπει, ὅτι φλυαρεῖ ἐναντίον των πολλά, καὶ ὅτι τολμᾷ νὰ κακολογῇ καὶ αὐτόν, τὸν καλόγηρον· ὅλα ταῦτα, ἔλεγαν, ἀπὸ τὴν ζήλιαν ὁποὺ εἶχε, βλέπουσα τὰς ἀθῴας σχέσεις των. Ἀθῴας σχέσεις των! Βεβαίως, τὸ ἐφρόνει ἐν συνειδήσει ὁ καλόγηρος, τὸ ἐφρόνουν καὶ αὐταί. Ἀλλ᾽ εἰς τί ἡμάρτησαν τάχα; Μήπως δὲν ἐφέροντο καλά; Καὶ ὅμως ἡ γραῖα, ἡ ὄχι πολὺ ἐρρυτιδωμένη, εἶχε τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ἐρυθροτέρας τοῦ συνήθους τὰς παρειάς, ἰδοὺ διατί. Ἀφοῦ εἶχε καλέσει τὸν καλόγηρον, εἰποῦσα αὐτῷ μυστηριωδῶς ὅτι κάτι εἶχαν νὰ τοῦ ποῦν τὰ κορίτσια (καὶ τὸ κάτι ἦσαν τὰ ἀφορῶντα τὴν γειτόνισσαν, τὴν κυρα-Κώσταινα), ἐφρόντισε ν᾽ ἀγοράσῃ ὀλίγον ρητινίτην, διὰ νὰ κεράσουν τὸν ἐπισκέπτην. Ἔπιε καὶ αὐτὴ ἑνάμισυ ποτηράκι (διὸ καὶ αἱ παρειαί της ἔλαβον χρῶμα τρίγλης ζεστῆς καὶ αἱ ρυτίδες της ἔτι μᾶλλον ὠλιγόστευσαν) ἔπιε καὶ ὁ καλόγηρος δύο, ἔπιαν καὶ τὰ κορίτσια ἀπὸ μισό. Ὁ καλόγηρος τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ἤκουε τί τοῦ ἔλεγαν αἱ δύο ἀδελφαὶ μᾶλλον μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς παρὰ μὲ τὰ ὦτα. Ἐκοίταζε τὰ χείλη δι᾽ ὧν ἐξήρχοντο αἱ λαλιαί, τὰ ἐκοίταζεν ὡς νὰ ἤθελε νὰ ροφήσῃ τὰς λέξεις καὶ νὰ γλείψῃ καὶ τὰ χείλη, ἐξ ὧν ἀπέρρεον. Τοῦ ἐφαίνετο ὅτι αἱ λέξεις ἐκεῖναι εἶχαν σημασίαν ἄλλην, ἄρρητον, ὄχι τὴν ἐκφραζομένην, τὴν κοινήν. Ἀπήντα δὲ εἰκῇ, διὰ κοινῶν τόπων καὶ μονοσυλλάβων. Αἱ δύο ἀδελφαὶ ἐφαίνοντο σχεδὸν ὡραῖαι ὑπὸ τὸ φῶς τῆς λυχνίας. Τῆς μιᾶς μάλιστα, τῆς νοστιμούλας, ἔλαμπε τὸ ὕπωχρον χρῶμα, τὸ ἡλιῶδες καὶ μελιχρόν. Καὶ αἱ δύο εἶχον γίνει ζωηρότεραι διὰ τῆς συναναστροφῆς καὶ διὰ τοῦ ὀλίγου οἴνου. Ἔπειτα αἱ διάφοροι κινήσεις τῶν μυώνων τοῦ προσώπου, τὰ μειδιάματα, οἱ γέλωτες, αἱ στάσεις, καὶ αἱ χειρονομίαι, ἐπὶ πᾶσι δὲ τὸ ἀτημελὲς τῆς οἰκιακῆς περιβολῆς, ὅλα συνέτεινον εἰς τὸ νὰ φαίνωνται ἄλλαι, ἀγνώριστοι. Ἡ μὲν Ἐλπινίκη εἶχε τὰς ὠλένας γυμνὰς μέχρι ἀγκῶνος κ᾽ ἐφόρει λεπτόν, λευκότατον σάκκον, τῆς δὲ Κατίνας, τῆς νοστιμούλας, ἔτυχε νὰ λείπῃ τὸ ἐπάνω κομβίον τοῦ λευκοῦ περιστηθίου της, τὸ δὲ ὑποκάμισόν της ἦτο ἄνευ περιλαιμίου, καὶ ἐντεῦθεν ἐφαίνετο γυμνὸς ὁ τράχηλός της καὶ μέρος τοῦ στήθους της.

Ἡ γραῖα ἐν τοσούτῳ εἶχε παρατηρήσει ὅτι ὁ πάτερ Σαμουὴλ εἶχεν ἐξερεθισθῆ ἐκ τῆς ἐγγὺς ἐπαφῆς καὶ ὁμιλίας μετὰ τῶν δύο νεανίδων, καὶ αἴσθημα ἀορίστου φόβου ἐξηγέρθη παρ᾽ αὐτῇ. Δὲν ἦσαν τὰ κορίτσια της τέτοια, ὄχι. Αὐτὴ «ἐξηγοράζετο τὸν καιρὸν» ἁπλῶς, εὑρίσκουσα μικρὸν συμφέρον εἰς τὴν φιλίαν τοῦ καλογήρου, καὶ περιπλέον εἶχε διατεθῆ συμπαθῶς καὶ φιλοφρόνως πρὸς αὐτόν, ὡς πολλαὶ πολλάκις γυναῖκες διατίθενται φιλανθρώπως, μεθ᾽ ἁγνότητος, ἂν ὄχι μετ᾽ ἀφιλοκερδείας, πρὸς τοὺς μπεκιάρηδες, τοὺς μὴ ἔχοντας ἑστίαν καὶ οἰκογένειαν ἐν Ἀθήναις, καὶ ζῶντας μονότονον βίον εἰς ἓν ψυχρὸν δωμάτιον, ὅπου πληρώνουσι δεκαπέντε ἢ εἴκοσι δραχμὰς ἐνοίκιον, ἁπλῶς διὰ νὰ μὴ κοιμῶνται εἰς τὸ ὕπαιθρον τὸν χειμῶνα. Ἀλλ᾽ οἱ μὲν «ἐργένηδες» οἱ κοσμικοί, οἱ πολῖτες, καθὼς ἔλεγεν ἡ γραῖα Τασού, δὲν εἶναι καὶ τόσον ἄξιοι οἴκτου, διότι οἱ πλεῖστοι αὐτῶν ἔχουσιν ὡς οἰκογένειαν τὴν ἀγορὰν ὅλην καὶ ὡς ἑστίαν τὸ προσήλιον, διημερεύοντες εἰς καφενεῖα, οἰνοπωλεῖα καὶ ἄλλα χειρότερα μέρη. Εἰς τὸν καλόγηρον ὅμως ἀπηγορεύετο καὶ πᾶσα τοιαύτη τέρψις ἢ ἀναψυχή. Αὐτὸς ὤφειλε νὰ οἰκουρῇ ἢ νὰ εὑρίσκεται παντοῦ ὅπου τὸν ἐκάλουν οἱ ἱερεῖς. Διὰ τοῦτο ἡ παρῆλιξ γυνὴ μὲ τὰ κόκκινα μάγουλα εἰλικρινῶς τὸν ἐλυπεῖτο, καὶ τὸν εἶχε πονέσει, ὡς ἔλεγε. Ποτὲ δὲν εἶχε περάσει ἀπὸ τὸν νοῦν της ὅτι ἦτο δυνατὸν «νὰ τὰ πετάξῃ» ὁ πάτερ Σαμουήλ, ν᾽ ἁρπάξῃ τὴν μίαν τῶν θυγατέρων της καὶ νὰ φύγῃ νύκτωρ μετ᾽ αὐτῆς, νυμφευόμενος αὐτὴν μὲ στέφανον ἢ χωρὶς στέφανον, μὲ παπὰ ἢ χωρὶς παπά. Ἄλλαι μητέρες ἴσως ἦσαν ἱκαναὶ νὰ χωνεύσουν μὲ τὴν συνείδησίν των ἓν τοιοῦτον πραξικόπημα. Αὐτὴ ὅμως, ἂς ἦτο καὶ ἀμαθεστάτη, ἂς μὴν εἶχε σαφὲς καὶ ἰσχυρὸν τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα, ἐν μέσῳ τῆς κοινωνικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἐλεεινότητος, ἥτις πανταχόθεν μᾶς περιβάλλει, οὐχ ἧττον δὲν θὰ τὸ ἐχώνευε ποτέ. Ἐπ᾽ οὐδενὶ λόγῳ [δὲν] θὰ ἔστεργε νὰ φαίνεται ὡς «ἀφωρισμένη» εἰς τὸν κόσμον. Ἐγνώριζε μίαν γυναῖκα ἀπὸ ἄλλην συνοικίαν τῆς πόλεως, τῆς ὁποίας μία τῶν θυγατέρων εἶχε πάρει ἕναν καλόγερον. Τρομάρα της! Σῶσον, ἐλέησον, Κύριε! Μετὰ τὴν εἰς τὸν παράνομον γάμον συγκατάθεσιν, ἡ γυνὴ ἐκείνη τῆς ἐφαίνετο ἄλλη, ὡς νὰ ἤλλαξεν ὑπόστασιν, ὡς νὰ μὴν ἦτο ἡ ἰδία πλέον. Τῆς ἐφαίνετο ὡς «ἀφωρισμένη» πράγματι. Ἡ πομπιωμένη*! δὲν ἐντράπηκε!… Τὰ μάτια της εἶχον ἀγριότητα, τὸ πρόσωπόν της ἦτον ὡς πρησμένον μὲ χρῶμα στάκτης, καὶ τὸ σιαγόνι της εἶχε στραβώσει, ὡς νὰ εἶχε πάθει τίποτε ἀπὸ κανένα ξωτικόν. Ὁ πάτερ Σαμουήλ, ὅστις ποτὲ δὲν ἄφηνε τὰ καλογηρικά του, τῆς εἶχε διηγηθῆ δι᾽ ἕνα «παράδελφόν του», ὅστις πρὸ ἐτῶν ἦτο διάκονος εἰς μίαν τῶν μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Εἶτα φυγὼν τὸν Ἄθω, ἦλθεν εἰς τὰς Ἀθήνας, ὅπου αἴφνης μίαν πρωίαν τὸν βλέπει μὲ τὰ γένεια ξυραφισμένα, μὲ καπέλον καὶ μὲ φράγκικα. Ἂν ἦτον ἄλλος, δὲν ἤθελε τὸν γνωρίσει, ἀλλ᾽ ὁ πάτερ Σαμουὴλ τὸν ἤξευρε καλά. «Τί ἔπαθες, πάτερ Συμεών; Σὲ καλό σου! Τί σοῦ ἦρθε, βρὲ ἀδερφέ;» «Τί νὰ κάμω, ἐντρέπεται κανεὶς νὰ γυρίζῃ μὲ τὰ ράσα, μέσα στὸν κόσμο!» «Καὶ δὲν ἤξευρες νὰ πᾷς στὴ μετάνοιά σου, καθὼς μοῦ ἔχεις πεῖ;» «Ἕκαστος ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν…» Μετὰ τρεῖς ἡμέρας μανθάνει ὅτι ὁ Συμεὼν οὗτος εἶχε νυμφευθῆ. Ὁ πάτερ Σαμουὴλ ἠπόρησε πῶς εὑρέθη ἱερεὺς νὰ τὸν στεφανώσῃ, καὶ διηρωτᾶτο καθ᾽ ἑαυτὸν ἂν ὁ τοιοῦτος ἱερεὺς ἐξ ἀγνοίας ἆρα ἢ ἐν γνώσει τὸ ἔπραξεν. Ἀλλ᾽ εἰς ἐπίμετρον, μανθάνει ὅτι ὁ γάμος δὲν ἐτελέσθη κατὰ τὸ δόγμα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Εἷς ἐκ τῶν εὐαγγελικῶν λεγομένων, τῶν βοσκόντων ἀνὰ τὸ πλῆρες οὐλῶν καὶ τραυμάτων σῶμα τῆς Ἀνατολῆς, εἶχε τελέσει τὸν γάμον. Ὁ πρῴην καλόγηρος εἶχε προσκολληθῆ εἴς τινα λέσχην, παρὰ τὴν πύλην τοῦ Ἀδριανοῦ, καὶ ἔζη περιλείχων κόκκαλα πλησίον των. Ὁ πάτερ Σαμουὴλ ἐσταυροκοπήθη πολλάκις καὶ μὲ τὰς δύο χεῖρας. Οὕτως ἄρα τὸ πονηρὸν πνεῦμα, τὸ ἀπελθὸν κατ᾽ ἀρχὰς ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, ἐπῆγε καὶ ηὗρεν «ἄλλα ἑπτὰ πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ», καὶ ἐπιστρέψαν ἐγκατεστάθη ὁριστικῶς εἰς τὴν καρδίαν του. Φεῖσαι, Κύριε!

Τὰ ἐνθυμεῖτο, ὅσα εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ τὸν καλόγηρον, ἡ γραῖα, ὅτε αὐτὸς ἠγέρθη νὰ ὑπάγῃ νὰ κοιμηθῇ, κ᾽ ἐκείνη, χωρὶς νὰ κρατῇ λύχνον, τὸν προέπεμψεν ἕως τὴν θύραν. Αἱ δύο κόραι ἔμειναν ἐντὸς τοῦ οἰκήματος, εἰς τὸν μυχὸν τοῦ δευτέρου θαλάμου, ὅπου ἐγίνετο ἡ συναναστροφή. Ἐκεῖ, εἰς τὸ σκότος, ἡ γραῖα ἐπῆγε παραπολὺ σιμὰ εἰς τὸν καλόγηρον, καὶ ὡς ἦτο ἀναμμένη ἀπὸ τὸν ὀλίγον ρητινίτην, κάτι ἤρχισε νὰ ψιθυρίζῃ εἰς τὸ οὖς του· λόγια σχεδὸν ἀσυνάρτητα, ἐξ ὧν ὁ καλόγηρος ἀντελήφθη μόνον τὴν κινδυνώδη φράσιν· «… ἔχασες τὰ νιᾶτα σου!» Διατί ἆρα ἡ παρῆλιξ γυνὴ μὲ τὰς κοκκίνας παρειὰς ἐπῆγε τόσον σιμὰ εἰς τὸν καλόγηρον, καὶ διατί τὰ ἔλεγεν αὐτά; Ἴσως… διὰ νὰ προασπίσῃ τὰς κόρας της, τὰς ὁποίας ἤθελε τιμίας καὶ ἀμέμπτους. Ἀλλ᾽ ἡ ἀσπὶς ἦτο ἔμψυχος καὶ εἶχε σάρκα καὶ αἷμα. Ὅταν ὁ καλόγηρος, μὲ αἴσθημα μελαγχολίας καὶ μονώσεως, τὴν ἐκαληνύκτισεν, ἡ γραῖα Τασοὺ ἀκουσίως τοῦ ἔσφιγξε τὴν χεῖρα. Καὶ ἡ πνοὴ τῆς εὐσάρκου παρήλικος τοῦ ἔκαιε τὴν παρειάν… Καὶ ὁ προκύπτων ἐκ τῆς μανδήλας βόστρυχος τῆς κόμης της τοῦ ἔψαυσε τὸ μέτωπον. Τόσον μόνον. Καὶ ὅτε ὁ καλόγηρος ἀπῆλθεν εἰς τὸ κελλίον του, πλησίον τοῦ ναοῦ, εἶχεν εἰς τὸ πρόσωπον ἐπὶ πολλὴν ὥραν τὴν αἴσθησιν τῆς ἐπιψαύσεως τῆς σαρκὸς καὶ ὠσφραίνετο ὡς ὀσμὴν χώματος, ὡς ἐξ ἀνασκαφέντος τάφου πρὸς ἀνακομιδὴν ὀστῶν. Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ. Καὶ αὐθορμήτως ἤρχισε νὰ πλύνῃ τὸ στόμα, τὸ πρόσωπον καὶ τὰς χεῖράς του. Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς.

Κόλασις ἐδῶ, Κόλασις κ᾽ ἐκεῖ! Σκώληξ ἀκοίμητος καὶ πῦρ αἰώνιον! Γέεννα! Κλαυθμὸς καὶ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων!

Μετὰ τὴν πρώτην ὀπτασίαν τῶν μοναστηριακῶν ἀναμνήσεων, τῶν κοκκίνων καὶ κυανῶν ὑέλων τῶν θυρίδων τοῦ βυζαντινοῦ ναοῦ, τῶν ὑποσκοτείνων χιβάδων, τῶν ἐζωγραφημένων εἰς τοὺς τοίχους μελαγχολικῶν Ἁγίων, τῶν κυανῶν καπνῶν τοῦ θυμιάματος, τῶν χρυσοκεντήτων ποδιῶν, τῶν εἰκόνων μὲ τὰ ἀργυρᾶ καὶ χρυσοκαπνισμένα «ὑποκάμισα», τῶν ἀργυρῶν καὶ χρυσεγγλύπτων λειψανοθηκῶν, τοῦ κοκκινίζοντος διὰ τῶν θυρίδων στερεώματος, τοῦ μυστηριώδους λυκαυγοῦς, τῆς ροδιζούσης ἀνατολῆς, τῶν στρουθίων τῶν κελαδούντων εἰς τὰ φυλλώματα γιγαντιαίων κυπαρίσσων, τῆς γενναίας φύσεως καὶ τοῦ κλίματος, τῶν ἀτελευτήτων δασῶν τῆς καστανέας, ἐπανήρχοντο πάλιν εἰς τὴν φαντασίαν του αἱ δύο μικραὶ νεάνιδες μὲ τὰ ὠχρὰ πρόσωπα, μὲ τὴν λευκὴν ἀτημελῆ περιβολήν των, μὲ τὸ πλέξιμόν των κρεμάμενον ἀπὸ τοῦ τραχήλου, μὲ τοὺς ἰσχνοὺς βραχίονας καὶ τὰς λεπτὰς χεῖρας, μὲ τὰ κονδυλένια δάκτυλα, μὲ τοὺς λευκοὺς λαιμούς των, μὲ τοὺς ὑγροὺς ὀφθαλμούς, μὲ τοὺς κυανοῦς κύκλους ὁλόγυρα, μὲ τὰ ἀθῷα καὶ τρυφερὰ βλέμματά των. Ἐπανήρχοντο καὶ ἤθελον διὰ τῆς βίας νὰ λάβωσι κατοχὴν τῆς καρδίας του. Ἀλλὰ παράδοξον! Ἡ γραῖα, ἡ ἀγωνιζομένη νὰ προασπίσῃ τὴν ἀρετήν των, ὡς ἔμψυχος ἀσπίς, ἐγίνετο τότε διὰ μιᾶς, διὰ τὸν πτωχὸν καλόγηρον, ἀσπὶς* καὶ βασιλίσκος*, ὠρθοῦτο φοβερά, ὕψωνε τὴν κεφαλήν, συνεστρέφετο, ἐσύριζε κ᾽ ἐζήτει νὰ τὸν δαγκάσῃ εἰς τὸ στόμα του… τὸ ὁποῖον ἀπέπνεεν ὀσμὴν χώματος κ᾽ ἐπιψαύσεως σαρκός.

Καὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν αὐτῆς αἱ δύο κορασίδες ἐγίνοντο ἀμυδραί, ἀόριστοι, ἠτμίζοντο, ἐλάμβανον ὕπαρξιν ὀνειρώδη, μετεμορφοῦντο ὅλως. Καὶ μετ᾽ ὀλίγον ἐπεφαίνοντο φύουσαι μικρὰ πτερύγια εἰς τοὺς ὤμους, αἱ χεῖρές των ἐγίνοντο ἄφαντοι, οἱ λαιμοί των ἐλεπτύνοντο, ἐμηκύνοντο, τὰ πρόσωπά των ὠξύνοντο, ἐγίνοντο ρύγχη, μετεμορφοῦντο εἰς δράκοντας ἀπειλητικούς. Καὶ εἰς τὸ μέσον των ἡ γραῖα μετέβαλλε πάλιν μορφήν, ἤνοιγε τὸ στόμα της ὡς φρέαρ, τὰ μέλη τοῦ σώματός της ἐξηλείφοντο, ἐγίνετο ὅλη στόμα, στόμα χάσκον καὶ ἕτοιμον νὰ καταπίῃ. Αὐτὴ ἦτον ἡ πύλη τῆς Κολάσεως, κ᾽ ἐκεῖναι οἱ δύο δράκοντες οἱ ἀγρυπνοῦντες μή τις τῶν ἁμαρτωλῶν ἐξέλθῃ τῆς Γεέννης.

Ὁ καλόγηρος ἐτινάζετο φρίσσων ἐπὶ τῆς κλίνης του, ἐξύπνα τρέμων, καὶ πάλιν ἐβυθίζετο εἰς νάρκην καὶ κάρωσιν. Καὶ ἔβλεπε τὴν κλίμακα τὴν μυστικήν, δι᾽ ἧς ἀνέρχονται οἱ μοναχοὶ εἰς τὰ ἄνω, εἰς τὴν νῆψιν, εἰς τὴν θεωρίαν, εἰς τὸν Παράδεισον. Κ᾽ ἔβλεπεν εἰς τὸν ἀέρα τὰς σκοτεινὰς μορφὰς τῶν δαιμονίων, ὅσα ἐμποδίζουν τοὺς μοναχοὺς νὰ φθάσωσιν ἐκεῖ ἐπάνω. Ἔβλεπε τὴν ἰδίαν ψυχήν του ἀγωνιῶσαν, φεύγουσαν, μὴ δυναμένην ν᾽ ἀναβῇ, κινδυνεύουσαν νὰ κρημνισθῇ ἐκεῖ κάτω, εἰς τὸ στόμα τῆς γραίας. Κ᾽ ἔβλεπε κατὰ σταθμοὺς ἐπάνω τὰ φοβερὰ λογοθέσια, μὲ τὰς τρυτάνας, μὲ τὰς γιγαντιαίας βίβλους ἀνοιγομένας, κρατουμένας ἀπὸ ἀγγέλους συμπαθεῖς, καὶ τοὺς δαίμονας ἕλκοντας λυσσωδῶς τὰς τρυτάνας πρὸς τὰ κάτω. Κ᾽ ἔβλεπε παμπόλλους μοναχοὺς πίπτοντας ἀπὸ διαφόρων βαθμίδων τῆς οὐρανομήκους κλίμακος. Καὶ ᾤκτειρε τοὺς δυστυχεῖς ἐκείνους, καὶ αὐτὸς μὲ τρεμουλιαστὰς κνήμας καὶ μὲ ἀσθενεῖς χεῖρας προσεπάθει ἐναγωνίως νὰ κρατηθῇ ἐπὶ τῶν κάτω βαθμίδων. Ἀλλ᾽ αἴφνης ἓν σκοτεινὸν δαιμόνιον, ἔχον εἰς τὸ πρόσωπον τοὺς χαρακτῆρας τῆς μιᾶς τῶν δύο νεανίδων, ἐναέριον φοιτῆσαν, τὸν ἥρπασε μανιωδῶς ἀπὸ τὸ κράσπεδον τοῦ ράσου του, καὶ μὲ ὅλας τὰς δυνάμεις του ἐτράβα, ἐτράβα ἐπιμόνως νὰ τὸν κατακρημνίσῃ. Ὀλίγον ἀκόμη καὶ αἱ τρεμουλιασμέναι χεῖρές του θὰ ἐξεπιάνοντο ἀπὸ τὴν ἀνωφερῆ δοκὸν τῆς κλίμακος. Ἀλλ᾽ αἴφνης ἐξύπνησε μετὰ νευρικοῦ ἀνατιναγμοῦ.

― Κόλασις ἐδῶ, Κόλασις κ᾽ ἐκεῖ! ἐψιθύρισε ποιήσας τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ὁ μοναχός.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Τὴν ἐπαύριον πρὸ μεσημβρίας, ὁ μοναχὸς Σαμουὴλ μετέβη εἰς τὴν ἀρχιεπισκοπήν, ὅπου ἔμεινε περὶ τὴν ἡμίσειαν ὥραν. Ἀκολούθως ἀφοῦ ἠρίστησε, περὶ τὴν δείλην, ἐπεσκέφθη τὴν μίαν μετὰ τὴν ἄλλην τὰς οἰκίας τῶν ἐπιτρόπων καὶ τῶν ἱερέων τοῦ ναοῦ. Εἶτα καλέσας μυστηριωδῶς ἕνα γείτονα ἔχοντα κάρον, σχολάσαντα ἐνωρίς, τοῦ εἶπε ὀλίγας λέξεις, τὰς ὁποίας ἐκεῖνος μετ᾽ ἐκπλήξεως ἤκουσε.

― Καὶ γιατί τέτοια ὥρα, γέροντα; τὸν ἠρώτησε.

― Θέλω νὰ μὴ μὲ μάθῃ κανείς, ἀπήντησεν ὁ Σαμουήλ, καί, σὲ παρακαλῶ, νὰ μὴν ἐβγῇ ἀπ᾽ τὸ στόμα σου.

― Καὶ ξέρουν χαμπάρι οἱ πιτρόποι; ἠρώτησε πάλιν ὁ ἄνθρωπος.

― Μὴ σὲ μέλῃ, ἐγὼ εἶμαι συνεννοημένος.

― Καὶ τί ἀνάγκη τὸν ἔχεις τὸν κόσμο, ἂν σὲ ἰδοῦν τάχα κιόλας; ἐπέμεινεν ὁ ἔχων τὸ κάρον.

―Ἔ! Δὲν ἔχω ἀνάγκη τὸν κόσμο, ἔχω ὅμως ἀνάγκη τὸν ἑαυτό μου. Ἐγὼ τὸ ξέρω πλέον.

Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐφαίνετο πεισθείς.

― Ἂν δὲ βαριέσαι, σύρε νὰ ρωτήσῃς στὸ σπίτι τοῦ ἐπιτρόπου τοῦ κὺρ Γιάννη τοῦ Ρηγίτσα, γιὰ νὰ βεβαιωθῇς. Σὲ παρακαλῶ μόνον, μὴν κάνῃς λόγο ἀλλοῦ πουθενὰ ἕως αὔριο.

Ὁ ἔχων τὸ κάρον ἀπεμακρύνθη, νεύσας διὰ τῆς κεφαλῆς ὅτι θὰ ὑπάγῃ καὶ ὅτι θὰ τηρήσῃ τὸ μυστικόν.

Μετ᾽ ὀλίγας στιγμάς, ἐφάνη ἡ γραῖα Τασού, ὁ ἐφιάλτης τῆς προλαβούσης νυκτός.

― Πῶς δὲ σὲ εἴδαμε σήμερα, Σαμουήλ; τοῦ λέγει.

― Τί νὰ κάμω; Εἶχα δουλειὲς κ᾽ ἔτρεχα, ἀπήντησε ψυχρῶς ὁ καλόγηρος.

― Ποῦ πῆγες;

― Πῆγα στὴ μητρόπολη, κι ἀλλοῦ, κι ἀλλοῦ.

― Ποῦ ἀλλοῦ;

―Ἐδῶ, ἐκεῖ, εἶπεν ἀθύμως ὁ καλόγηρος.

― Τί πῆγες στὴ μητρόπολη; Εἶναι καμμιὰ δουλειά;

― Ἄλλη φορὰ σοῦ λέγω, εἶπεν ἀλλοῦ βλέπων ὁ καλόγηρος.

―Ἔχεις, βλέπω, μυστικά, Σαμουήλ, εἶπεν ἡ κοκκίνη γραῖα.

― Τί μυστικά, βλοημένη, νὰ ἔχω;… μὰ ὣς τόσο… ἄλλη φορὰ τὰ λέμε.

Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἐπέστρεψεν ὁ ἔχων τὸ κάρον. Ἔνευσε μακρόθεν εἰς τὸν καλόγηρον ὅτι ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἐπιτρόπου, ὅτι ἐπληροφορήθη καὶ δὲν εἶχε πλέον καμμίαν ὑποψίαν.

― Μοῦ εἶπαν ὅτι ἐπαράδωκες, εἶπε διὰ τῆς φωνῆς, καὶ εἶσαι νέτος.

― Σιούτ! ἔνευσε διὰ τοῦ δακτύλου εἰς τὸ χεῖλος ὁ καλόγηρος.

Ἡ γραῖα ἤκουσε τὴν λέξιν τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἔσπευσεν εὐθὺς ὡς ἀπεμακρύνθη οὗτος νὰ ἐρωτήσῃ τὸν καλόγηρον:

― Τί ἐπαράδωκες, Σαμουήλ; Τί σοῦ λέγει αὐτός; Τί εἶσαι νέτος;

― Δὲ λέει τίποτε, βλοημένη, ἀπήντησεν ὁ καλόγηρος. Τάχα πὼς… παραδίνω… δίνω λογαριασμὸ γιὰ τὸ κερὶ τῆς ἐκκλησιᾶς… εἰς τοὺς ἐπιτρόπους, κάθε μῆνα.

― Σὰν ἀλλοιώτικος μοῦ φαίνεσαι σήμερα, εἶπεν ἐν ὑποψίᾳ, ἡ κοκκίνη γραῖα. Μὴ σοῦ ἦρθε καμμιὰ ἰδέα νὰ μᾶς φύγῃς, Σαμουήλ;

― Νὰ σᾶς φύγω; Ὄχι! εἶπεν ἐντόνως ὁ καλόγηρος.

― Κοίταξε, μὴ σὲ χάσουμε, γιατὶ σ᾽ ἐμάθαμε, καημένε Σαμουήλ, καὶ θὰ μᾶς κακοφανῇ πολύ.

― Τί λές, βλοημένη;… Δὲ σοῦ λέω, ἠμπορεῖ νὰ φύγω, ὕστερα ἀπὸ καιρὸ… καθὼς πολλὲς φορὲς σοῦ εἶπα… μὰ εὔκολα δὲν φεύγει, βλέπεις, κανείς.

― Γιατὶ σ᾽ ἐπονέσαμε καὶ μᾶς πόνεσες, προσέθηκεν ἡ γραῖα.

― Ἀλήθεια, εἶπεν ὁ Σαμουήλ. Ἂς εἶστε καλά. Μά, καλόγερος, βλέπεις, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ πάῃ στὴ μετάνοιά του μιὰ μέρα…

―Ὕστερ᾽ ἀπὸ κάμποσα χρόνια, σὰ γεράσῃς, Σαμουήλ.

―Ὅποτε εἶναι θέλημα Θεοῦ.

Ἡ γραῖα ἐσιώπησεν ἐπ᾽ ὀλίγας στιγμὰς καὶ εἶτα εἶπε:

― Τί ὄμορφα ποὺ περάσαμε ψὲς τὸ βράδυ! Τὰ κορίτσια εὐχαριστηθήκανε πολὺ ἀπ᾽ τὴ συναναστροφή σου… Πότε πάλι θὰ μᾶς ἔρθῃς, Σαμουήλ;

―Ἔ! καμμιὰ βραδιὰ πάλι, νὰ περάσουν ἡμέρες.

Καὶ ἡ γραῖα, ἰδοῦσα ὅτι ἡ Κώσταινα τὴν κατασκόπευεν ἀπ᾽ ἀντικρὺ μὲ τὴν μικρὰν ἠλακάτην της, ἀπεμακρύνθη.

* * *

Τὴν βαθεῖαν νύκτα, κοντὰ τὰ μεσάνυκτα, ἐκρούσθη ἡ θύρα τοῦ μικροῦ κελλίου.

― Καλόγερε! Πάτερ Σαμουήλ!

Ἀπάντησις δὲν ἐδόθη.

― Σαμουήλ! Πάτερ Σαμουήλ! Καλόγερε!

Οὐδὲν σημεῖον ὅτι ἤκουσαν ἔσωθεν τὴν ἐπίκλησιν. Φῶς εἰς τὸ παράθυρον δὲν ὑπῆρχε.

― Κάτι βαριὰ ἐκοιμήθηκε ἀπόψε ὁ καλόγερος, εἶπεν ὁ κρούων τὴν θύραν. Νὰ μὴν τὸ εἶχε τάχα τῶν Κτιτόρων2;

Καὶ ὕψωσε τὸν φανὸν ὃν ἐκράτει πρὸς τὸ παράθυρον τοῦ κελλίου, ἐφωτίσθη δὲ τότε ἡ ὄψις του, μεσήλικος ἀνδρός, εὐτραφοῦς μὲ ψαλιδισμένον τὸ γένειον. Ἦτο αὐτὸς οὗτος, ὁ κὺρ Γιάννης Μανάφτης· ἐξηκολούθησε νὰ κρούῃ θορυβωδῶς τὴν θύραν ὡς καὶ τὸ παράθυρον τοῦ ἰσογείου οἰκήματος, ὑποψιθυρίζων μὲ τοὺς ὀδόντας:

«Τί προσῆλθες, ἀδελφέ;» καὶ πάλιν ἤρχισε νὰ φωνάζῃ δυνατά.

Αἱ φωναὶ καὶ αἱ κρούσεις τοῦ κὺρ Γιάννη ἔσχον ἀποτέλεσμα τὸ νὰ τρίξῃ ἐλαφρῶς ἓν παράθυρον γειτονικῆς οἰκίας, νὰ διανοιγῇ, καὶ μία κεφαλὴ νὰ προβάλῃ διὰ τοῦ ἀνοίγματος. Ὁ κὺρ Γιάννης ἤκουσε τὸν ἐλαφρὸν τριγμόν, ἐστράφη, καὶ διεῖδεν εἰς τὸ σκότος τὴν ἐπιφανεῖσαν κεφαλήν.

― Τί νὰ ἔγινεν ὁ καλόγερος; ἠρώτησε, μὴν ἐπῆγε πουθενά;

― Τί τόνε θέλεις; ἠρώτησε γυναικεία φωνή.

Ἦτο ἡ γειτόνισσα ἡ Κώσταινα, ἄνευ τῆς ἠλακάτης, ἥτις, κοιμωμένη ἀπὸ τῆς ὀγδόης, εἶχε χορτάσει τὸν ὕπνον, κ᾽ ἐγερθεῖσα, ἦλθεν εἰς τὸ παράθυρον νὰ ἴδῃ καὶ ν᾽ ἀκούσῃ. Ὁ κὺρ Γιάννης ἀπήντησεν:

―Ἡ πεθερά μου κινδυνεύει, καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ τὴν μεταλάβουμε. Ἀλλὰ δὲν ξέρω ποῦ νὰ εἶναι ὁ καλόγερος.

― Θὰ εἶναι στὶς παπαδιές, ἀπήντησεν ἑτοίμως ἡ Κώσταινα.

― Ποιὲς παπαδιές; ἠρώτησε μετὰ προσποιητῆς ἀπορίας ὁ κὺρ Γιάννης.

Ἡ κυρα-Κώσταινα δὲν ἀπήντησεν ἀπ᾽ εὐθείας, ἀλλὰ μετὰ βραχεῖαν σιγὴν ἐπανέλαβε:

― Ποιὸς ξέρει ἂν δὲν τὸν ἔχουν κρυμμένον μέσα οἱ παπαδιές, μὴν τόνε ζηλέψῃ κανεὶς καὶ τόνε πάρῃ.

― Τί παπαδιές; Δὲν καταλαβαίνω τί μοῦ λές, κυρά, εἶπεν ὁ κὺρ Γιάννης, ὅστις τοὐναντίον εἶχεν ἐννοήσει ἐξ ἀρχῆς, διότι κάτι ἤξευρε περὶ τῆς σχέσεως τὴν ὁποίαν ὑπῃνίσσετο ἡ ἀπὸ τοῦ παραθύρου γυνή.

― Θὰ εἶναι χωσιὰ σοῦ λέω, ἐπέμεινεν ἡ Κώσταινα. Βρόντα ἐκεῖ (δείξασα τὴν θύραν τῆς γραίας Τασοῦς) νὰ μάθῃς.

― Δὲν μπορῶ νὰ βροντῶ στὰ ξένα σπίτια, εἶπεν ὁ κὺρ Γιάννης.

― Μεγάλη προσβολὴ θὰ τὶς κάμῃς! εἶπεν ἡ Κώσταινα· δὲν ξέρεις, καλέ, νὰ καμωθῇς, νὰ βρῇς ἀφορμὴ πὼς τάχα, ἐπειδὴς δὲ βρῆκες τὸν καλόγερο, πίστεψες πὼς θὰ πῆγε κάπου σὲ κανένα ἐξωκκλήσι, καὶ θέλεις νὰ ρωτήσῃς τὴ γριά, μὴν τῆς ἄφησε τὸ κλειδὶ τῆς ἐκκλησιᾶς, ὡσὰν κλησάρισσα ποὺ εἶναι;

Ὁ κὺρ Γιάννης ὁ Μανάφτης ἐθαύμασε τὸ σχέδιον τῆς γυναικός. Ἐν τούτοις ἐδίσταζε νὰ τὸ βάλῃ εἰς πρᾶξιν.

― Θὰ πάγω καλύτερα, εἶπεν, ἀφοῦ ἐπὶ στιγμὴν ἐσκέφθη, νὰ βροντήξω τὴν πόρτα τοῦ παπα-Παυλίνου, ποὺ κάθεται δῶ κοντά. Θαρρῶ νὰ εἶναι ἐφημέριος, κ᾽ ἴσως νὰ ἔχῃ ὁ ἴδιος τὸ κλειδί, ἂν λείπῃ ὁ καλόγερος. Τέλος πάντων, ὅ,τι εἶναι, θὰ ξέρῃ.

Καὶ ὡς εἶπεν, ἔκαμεν. Ὁ παπα-Παυλῖνος, ἐφημέριος ὤν, εὑρέθη ἔχων τὸ κλειδίον τῆς ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖον συνήθως ἐκράτει ὁ νεωκόρος. Ὁ ἱερεὺς ἐξύπνησε καὶ ἀπελθὼν μετέδωκε τὴν κοινωνίαν εἰς τὴν ψυχορραγοῦσαν. Ὁ κὺρ Γιάννης ἐντράπη νὰ ἐρωτήσῃ τὸν ἱερέα διατί τὸ κλειδίον εὑρέθη, ἐξαιρετικῶς τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, εἰς χεῖράς του, καὶ τί ἔγινεν ὁ καλόγηρος. Μόνον δὲ τὸ πρωὶ ἔμαθε, μεθ᾽ ὅλης τῆς γειτονιᾶς ὅτι ὁ καλόγηρος εἶχεν ἀναχωρήσει τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, παραιτήσας τὸ ἐπάγγελμα τοῦ νεωκόρου.

* * *

Τὴν δεκάτην ὥραν τῆς νυκτός, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ κάρον εἶχεν ἔλθει ἔμπροσθεν τοῦ κελλίου. Ὁ πάτερ Σαμουὴλ εἶχεν ἑτοιμάσει, ἅμα ἐνύκτωσεν, ὅλην τὴν πενιχρὰν ἀποσκευήν του, καὶ ἀφοῦ τὴν ἐπεβίβασεν εἰς τὸ κάρον, ἀνέβη καὶ αὐτός. Ἐξεκίνησαν διὰ τὸν Πειραιᾶ. Ὅλη ἡ συνοικία ἐκοιμᾶτο, καὶ κανεὶς δὲν τοὺς εἶδεν, εἰμή τινες ἀγυιόπαιδες, οἵτινες ὑπέθεσαν ὅτι ὁ καλόγηρος ἐπήγαινεν εἰς κανὲν ἐξωκκλήσιον.

Δὲν εἶχεν ἐνδώσει εἰς τὰς πιέσεις τῶν ἐπιτρόπων, ὅπως μείνῃ ἐπ᾽ ὀλίγας ἡμέρας, μέχρις οὗ εὕρωσι διάδοχόν του. Ἐβιάζετο νὰ φύγῃ φοβούμενος μήπως μετεμελεῖτο τὴν ἐπαύριον. Ἀπὸ τῆς πρωίας ἐζήτησεν ἐκκλησιαστικὸν διαβατήριον ἀπὸ τὴν ἀρχιεπισκοπήν. Οἱ ἐπίτροποι κατεθλίβησαν διὰ τὴν ἀναχώρησίν του.

Ἐπεβιβάσθη εἰς τὸ πρῶτον ἀτμόπλοιον, τὸ ἀποπλέον διὰ τὴν Θεσσαλονίκην, καὶ μὲ αἴσθημα ἀνακουφίσεως, διὰ τὸ ὁποῖον ἠπόρει καὶ αὐτός, ἐπέστρεψεν εἰς τὸν Ἄθωνα, εἰς τὴν μετάνοιάν του.

(1892)

1. Ἤκουσα ὅτι εἷς τῶν ἀρχιερέων, ἐν τῇ περικοπῇ τοῦ εἰς Κεκοιμημένους Εὐαγγελίου προφέρει ἐπιδεικτικῶς: «Μὴ θαυμάζητε τοῦτο». Ἐν τῷ νεκρωσίμῳ ἰδιομέλῳ τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὅλοι σχεδὸν ἀπαγγέλλουσιν: «ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται». Ἐν τοῖς παλαιοτέροις Εὐχολογίοις φέρεται ὀρθῶς, ἐξηφάνισε.

2. Ἡ φράσις σημαίνει κραιπάλην, ἔλαβε δὲ ἀρχὴν ἐκ τῆς μοναστηριακῆς συνηθείας, καθ᾽ ἥν, ἐνῷ τὴν ἡμέραν τῆς πανηγύρεως οἱ κοινοβιᾶται ἑορταζούσης Μονῆς δὲν εὐκαιροῦσι τρόπον τινὰ νὰ καθίσωσιν εἰς τὴν τράπεζαν, ὡς μὴ προφθάνοντες νὰ ὑπηρετῶσι τοὺς πολυαρίθμους προσκυνητάς, τὴν ἐπαύριον, ἡμέραν καθ᾽ ἣν τελεῖται ἐπίσημον μνημόσυνον ὑπὲρ τῶν ψυχῶν τῶν Κτιτόρων, ἱδρυτῶν καὶ συνδρομητῶν, εὑρίσκουσι καὶ αὐτοὶ καιρὸν πρὸς εὐωχίαν.

http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/216-02-21-o-kalogeros-1892

ΔΗΜΟΦΙΛΗ