Ω ατρόμητε ηρωικέ οπλαρχηγέ Αθανάσιε Διάκο
Γεννήθηκες μια νύχτα ανθοπλημμυρισμένη στη Φωκίδα
Κι έλαμπαν τ’ άστρα στ’ ουρανού την ασημένια αψίδα
Κι είχε πανσέληνο κι έπεφτε μια δροσοσταλίδα.
Ο πατέρας σου Νικόλαος ήτανε ένας τσοπάνος φτωχός
Κι είχες δυο αδελφές και δυο μεγαλύτερους αδελφούς
Που έγιναν κι αυτοί τσοπάνοι υπό της αυγής το φως
Και βόσκανε τα κοπάδια τους στους ορεινούς αγρούς.
Ο πατέρας σου σ’ έστειλε πολύ νωρίς δόκιμο μοναχό
Στου Αγίου Ιωάννου Προδρόμου την κοντινή Μονή
Μην μπορώντας να αντέξει το βάρος το οικογενειακό
Και δεκαεπτά χρονών χειροτονήθηκες διάκονος εκεί.
Σ’ αυτό το μοναστήρι με γύρω έλατα έμαθες γράμματα
Κι ήσουν ιδιαίτερα καλλίφωνος κι όμορφος άνδρας νέος
Και σαγήνευες τις γυναίκες και σε κοιτούσαν κατάματα
Κι είχες λεβέντικο παράστημα κι ήσουν ακμαίος.
Εκεί έλαβες της πίστης και της πατρίδας τα ιδανικά
Και ξεχώρισες αμέσως για το απαράμιλλό σου ήθος
Διάβαζες κι έψελνες απ’ τα βιβλία τα εκκλησιαστικά
Κι οι σπίθες της λευτεριάς στο δασύτριχό σου στήθος.
Κι όταν ένας Τούρκος Αγάς έθιξε τον ανδρισμό σου
Τον σκότωσες κι ανέβηκες στα βουνά κι έγινες κλέφτης
Κι οι Τούρκοι έτρεμαν το γενναίο παρουσιαστικό σου
Που πλέρια το φώτιζε του ήλιου ο χρυσός καθρέφτης.
Εκεί στις άγριες βουνοπλαγιές με τον λεύτερο αγέρα
Οργανώθηκες σε κλέφτικες ομάδες κι ηχούσε η φλογέρα
Και σαν ο καπετάνιος, ο Καλόγερος, πληγώθηκε βαριά
Εσύ τον έσωσες μεταφέροντάς τον στη Γραμμένη Οξυά.
Μια μέρα ένα τουρκικό απόσπασμα πήγε στα χειμαδιά
Και συνέλαβε τον πατέρα και τον πρώτο αδελφό σου
Και τους φυλάκισαν και τους σκότωσαν την ίδια βραδιά
Κι εσύ ξέκανες τους Τούρκους απ’ τον τεράστιο θυμό σου.
Επέστρεψες για μικρό χρονικό διάστημα στο μοναστήρι
Μα σε συνέλαβαν οι Τούρκοι σ’ έναν γάμο στην Αρτοτίνα
Και σε κλείσανε στη φυλακή κι είχε σκοτεινιά πλήρη
Αλλά εσύ δραπέτευσες απ’ το Λιδωρίκι μες στον μήνα.
Βγήκες πάλι κλέφτης με τον Σκαλτσοδήμο τώρα μαζί
Μα μετά από λίγο καιρό έφυγες και πήγες στη Λιβαδειά
Κι έγινες του Ανδρούτσου πρωτοπαλίκαρο με χαρά πολλή
Και πετύχατε ν’ αρθεί η επικήρυξή σου απ’ τον Αλή Πασά.
Μετά στη Φιλική Εταιρεία κι ο σταυρός στην παντιέρα
Έγινες αρματολός της Λιβαδειάς περίπου πέντε μήνες
Πριν απ’ την παμμέγιστη του εθνικού ξεσηκωμού ημέρα
Και σ’ οδηγούσαν πιστά της ελευθερίας οι ακτίνες.
Εσύ ύψωσες της Επανάστασης τη σημαία στη Λιβαδειά
Στο ιστορικό βυζαντινό μοναστήρι του Οσίου Λουκά
Με τον δεσπότη των Σαλώνων Ησαΐα και τον Πανουργιά
Και στον ανέφελο ουρανό βρόντηξε η πρώτη τουφεκιά.
Επιτέθηκες με του καταρράκτη την ορμή στη Λιβαδειά
Κι ύστερα από μια άγρια τριήμερη μάχη έπεσε η πόλη
Μάχη σε κάθε σπίτι και καύση του σπιτιού του Μιρ Αγά
Και του κάστρου κατάληψη και χαίρονταν οι Ρωμιοί όλοι.
Κι όταν έμαθες ότι ο Κιοσέ Μεχμέτ κι ο Ομέρ Βρυώνης
Κινούνταν νότια για να καταπνίξουν την Επανάσταση
Έκανες σύσκεψη με τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη
Για το πώς θα αντιμετωπιστεί η απειλητική κατάσταση.
Εσύ έπιασες με πεντακόσιους άνδρες την Αλαμάνα
Κι οι Τούρκοι επιτέθηκαν καταρχάς κατά των άλλων δύο
Που αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν απ’ το σφαγείο
Μα εσείς μείνατε με πείσμα σταθεροί στο πεδίο.
Στην ξύλινη γέφυρα της Αλαμάνας πολέμησες ηρωικά
Κατά των ευάριθμων ανδρών του Κιοσέ Μεχμέτ πασά
Τα τουρκικά βόλια έπεφταν σαν το χαλάζι απανωτά
Κι εκεί σκοτώθηκε κι ο άλλος αδελφός σου δραματικά.
Μια σφαίρα σμπαράλιασε το τουφέκι σου ξαφνικά
Κι έβγαλες το γιαταγάνι και θέριζες αγρίως την Τουρκιά
Μα έσπασε κι αυτό και σε κύκλωσαν τα σαρκοβόρα θεριά
Και σε συνέλαβαν με τραύματα στον ώμο πολύ βαθιά.
Σε πήγαν ύστερα στον πασά Ομέρ Βρυώνη στη Λαμία
Που σου ζήτησε μ’ επιμονή να προδώσεις τη θρησκεία
Ν’ αλλαξοπιστήσεις για να σώσεις την πολύτιμη ζωή σου
Μα εσένα σ’ ένοιαζε μόνο η πίστη σου και η ψυχή σου.
«Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να αποθάνω!»
Του είπες χωρίς περιστροφή και μ’ άφθαστη παλικαριά
Και θύμωσες τρομερά τον Τουρκαλβανό μουσουλμάνο
Κι αγαλλίαζε για σένα του Έθνους η ολογάλανη καρδιά.
Σε δέσανε κατόπιν σ’ ένα παχνί με σκοινιά γερά
Και σου ’χωναν κτηνώδικα στις πατούσες καρφιά μυτερά
Κι έριχναν συνάμα στα πόδια σου πυρίκαυστο λάδι
Σε μια σκηνή βγαλμένη κατευθείαν απ’ τον Άδη.
Όμως εσύ ήσουν καμωμένος απ’ του ατσαλιού τη χροιά
Και δεν λύγιζες κι αυτοί γίνονταν ακόμα πιο σκυλιά
Και σου ’ριχναν αέναα και στα στήθη και στα χέρια λάδι
Κι αυτό το φοβερό μαρτύριο συνεχίστηκε όλο το βράδυ.
Το ηρωικό κορμί σου είχε αρχίσει να νεκρώνεται πια
Κι οι τερατώδεις βασανιστές σου είχαν τελείως αποκάμει
Και δάκρυζε γοερά η πλάση και σπάραζαν τα πουλιά
Κι είχε ξημερώσει μια μέρα άγρια σαν αφρισμένο ποτάμι.
Κι όταν ο αγκαθωτός ήλιος ανέβηκε στα ουράνια ψηλά
Σ’ έλυσαν παραμορφωμένο και σ’ έσυραν μέχρι ένα ρέμα
Κι εκεί με κόσμο ολόγυρα είχε στηθεί μια ψησταριά
Κι έβγαζε θεόρατη φωτιά του Χαλίλ Μπέη το βλέμμα.
«Για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει
Τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάνει η γης χορτάρι»
Είπες προβλέποντας του Ελληνισμού την Ανάσταση
Ενώ θέριευε σαν την πυρκαγιά η Ελληνική Επανάσταση.
Έφτασε ο δήμιος μ’ ένα σουβλί στο φονικό του χέρι
Στο πέρασε απ’ τη βουβωνική χώρα κάτω απ’ το δέρμα
Και βγήκε απ’ το δεξί σου αυτί κι ήταν ντάλα μεσημέρι
Κι ήταν εκείνου τ’ ολάνθιστου Απρίλη το κόκκινο γέρμα.
Μετά οι Τούρκοι σ’ έδεσαν πάνω στη σούβλα με σκοινιά
Άναψαν τη φωτιά κι άρχισαν να σε σουβλίζουν με χαρά
Τότε ένας Τούρκος σ’ ένα άλογο καβάλα με μορφή κακιά
Σε πυροβόλησε απανωτά δυο φορές στην καρδιά.
Το αίμα σου τινάχτηκε και πότισε το τυραννισμένο χώμα
Και φύτρωσε μια γαριφαλιά και δυο λουλούδια ακόμα
Και θρηνούσαν τα βουνά και σε υμνούσε κάθε στόμα
Και σε δόξαζε ο ουρανός με το γαλανόλευκό του χρώμα.
Ο ένδοξος Ελληνικός Στρατός σου απέδωσε τιμητικά
Του στρατηγού βαθμό και τ’ όνομά σου σε μύριες οδούς
Κι αγάλματά σου σ’ όλη την Ελλάδα στηθήκανε πολλά
Και προτομές σου σε πλατείες και κήπους λαμπερούς.
Ω εθνομάρτυρα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
Με τον αγώνα και τη θυσία σου εμπνέεις όλες τις γενιές
Στο κενοτάφιό σου στη Λαμία φύλλα δάφνης σπαρμένα
Θα είσαι πάντα στης Ιστορίας τις σελίδες τις πιο χρυσές.
ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ