Ένα μεγάλο «αγκάθι» για την οικονομία και τις θέσεις εργασίας έχει αφήσει πίσω της η περιπέτεια της χώρας με τα Μνημόνια αλλά και τις επόμενες κρίσεις που βίωσε η Ελλάδα: υγειονομική και ενεργειακή. Πρόκειται για τις λεγόμενες εταιρίες «ζόμπι», αυτές, δηλαδή, που βρίσκονται στο όριο της χρεωκοπίας και δεν έχουν καμία ελπίδα να επιβιώσουν. Ωστόσο, με κάποιον τρόπο «φυτοζωούν», καθώς ουδείς μπορεί να πάρει την απόφαση να τις βγάλει από την… πρίζα.
Αυτές οι επιχειρήσεις είναι υπερδανεισμένες και διατηρούνται στον «αναπνευστήρα», υπό την απειλή να υπάρξουν συστημικοί κλυδωνισμοί και να χαθούν θέσεις εργασίας, εκτοξεύοντας τα αντίστοιχα ποσοστά που λαμβάνονται υπόψη ακόμα και από τις διεθνείς αγορές, είτε για την πορεία της οικονομίας είτε για την αναβάθμιση της χώρας, από τους οίκους αξιολόγησης.
Ο ορισμός που υιοθετεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προβλέπει ότι «ζόμπι» χαρακτηρίζονται οι επιχειρήσεις που καλύπτουν τις παρακάτω προϋποθέσεις για δύο συνεχόμενα χρόνια: Αρνητική απόδοση κεφαλαίων, δηλαδή είναι ζημιογόνες, περιορισμένη δυνατότητα εξυπηρέτησης οφειλών, δηλαδή είναι υπερχρεωμένες, και έχουν αρνητικές καθαρές επενδύσεις, ώστε να μην εντάσσονται στην κατηγορία «Νέες Εταιρίες», που επενδύουν για να αναπτυχθούν παρότι είναι ακόμα ζημιογόνες.
Η πραγματικότητα
Η Ελλάδα αποτελεί το αρνητικό παράδειγμα στον τομέα του επιχειρείν, αφού τα στοιχεία δείχνουν πως είναι… πρωταθλήτρια στις εταιρίες «ζόμπι», καθώς το ποσοστό αυτών των εταιριών ανέρχεται στο 16% του συνόλου των επιχειρήσεων στη χώρα. Η απόσταση, μάλιστα, από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι μάλλον χαοτική, αφού στη δεύτερη θέση βρίσκονται Ιταλία και Βουλγαρία, με τις εταιρίες «ζόμπι» να μην ξεπερνούν το 10% του συνόλου!
Ωστόσο, τα παραπάνω στοιχεία ενδέχεται να είναι μάλλον… ξεπερασμένα, καθώς δεν έχουν αποτυπωθεί ακόμα οι επιπτώσεις που είχαν στις επιχειρήσεις τόσο η υγειονομική όσο και η ενεργειακή κρίση, με τους αναλυτές να εκτιμούν ότι τα ποσοστά είναι πλέον πολύ υψηλότερα. Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριξαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας ότι οι επιχειρήσεις που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, πήραν… παράταση ζωής με τις επιστρεπτέες προκαταβολές, καθώς δικαιούνταν μεν την κρατική ενίσχυση με βάση τα οικονομικά στοιχεία τους, αλλά ύστερα από πολλά χρόνια οικονομικής κρίσης βρίσκονταν στο χείλος του γκρεμού. Επίσης, απέκτησαν πρόσβαση σε δάνεια με εγγύηση του Δημοσίου, εντάχθηκαν σε μορατόρια, πληρώνοντας στις τράπεζες -ενδεχομένως- μόνον τόκους, και γενικώς εξασφάλισαν ευνοϊκούς όρους προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα (πολλά) δάνειά τους.
Τότε, μάλιστα, προϋπόθεση για τη λήψη της ενίσχυσης ήταν η διατήρηση των θέσεων εργασίας, που σημαίνει πως η κυβέρνηση ήθελε διακαώς να μην υπάρξει αύξηση της ανεργίας. Άλλωστε, μια επιχείρηση η οποία δεν μπορεί να φέρει εις πέρας ούτε τα τρέχοντα έξοδά της και… μπαίνει συνεχώς μέσα, αδυνατεί να δώσει ικανοποιητικούς μισθούς στους εργαζομένους, αν φυσικά καταβάλλει τις μηνιαίες αποδοχές στην ώρα της, πόσο μάλλον τους φόρους και τις εισφορές που τις αναλογούν.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά στη χώρα μας τα ποσοστά είναι υψηλά. Γι’ αυτόν τον λόγο έχει αρχίσει εκ νέου μια συζήτηση για το πώς μπορούν να «αποσωληνωθούν» οι επιχειρήσεις «ζόμπι» με τις μικρότερες δυνατές επιπτώσεις στην οικονομία και τους εργαζομένους.
Παράλληλα, στη χώρα μας υπάρχει ακόμα μία κατηγορία εταιριών «ζόμπι». Πρόκειται για σχεδόν 700.000 επιχειρήσεις που επί της ουσίας είναι ανενεργές, χωρίς να ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, και παραμένουν ενεργές στα χαρτιά. Ο λόγος είναι ότι ο νόμος δεν επιτρέπει να κλείσουν, εάν δεν διευθετήσουν προηγουμένως τις οφειλές που έχουν προς το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία ή προς άλλους φορείς.
Μείωση της παραγωγικότητας και άνισος ανταγωνισμός
Σύμφωνα με τη μελέτη της Bank for International Settlements (BIS), η διατήρηση των εταιριών «ζόμπι» εν ζωή μειώνει την παραγωγικότητα σ’ ολόκληρη την οικονομία και «πληγώνει» τις υγιείς επιχειρήσεις, που αντιμετώπιζαν άνισο ανταγωνισμό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, με βάση μελέτη της BIS που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2018 για τις επιχειρήσεις «ζόμπι», η οποία περιελάμβανε τον έλεγχο 32.000 εισηγμένων επιχειρήσεων σε 14 ανεπτυγμένες οικονομίες, προέκυψε το εξής άκρως ενδιαφέρον συμπέρασμα: Το 12% εξ αυτών λειτουργούσε για τουλάχιστον 10 χρόνια και είχε δείκτη κάλυψης τόκων (interest coverage ratio) κάτω από 1.0 για τρία συνεχόμενα χρόνια. Στην πράξη, οι συγκεκριμένες εταιρίες δεν είχαν τα απαιτούμενα έσοδα για να καλύψουν τις δανειακές ανάγκες τους και, φυσικά, δεν φτάνουν για να αποπληρώσουν τις υπόλοιπες δαπάνες λειτουργίας τους, διογκώνοντας τις υποχρεώσεις τους.
Μια άλλη έρευνα που έχει γίνει από την Bank of America την περίοδο της κορύφωσης της ενεργειακής κρίσης ανέφερε ότι στην κορυφή των εταιριών «ζόμπι» ή, όπως χαρακτηριστικά τις αποκαλεί, «ζωντανών νεκρών» βρίσκονται οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Και αυτό διότι το κόστος του φυσικού αερίου ανάγκασε πολλές εταιρίες να σταματήσουν την παραγωγή. Μάλιστα, οι αναλυτές της BofA αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη ενδεχομένως να αυξήσει τις εταιρίες «ζόμπι» σε βασικές οικονομίες τόσο της ευρωζώνης όσο και στη Βρετανία, όπου αρκετές εταιρίες δείχνουν να είναι ιδιαίτερα ευάλωτες.