Τοῦ Γιώργου Νικολακάκου
Επειδή ὑπάρχουν ἀκόμη ἄνθρωποι ποῦ θέλουν νά δίνουν μιάν ὑπερβατική διάστασι στήν αὐτοκτονία τοῦ Λιαντίνη καί νά λένε ὄτι Λιαντίνης ἔκανε τήν δική του ἐπανάστασι αἰσθάνομαι τήν ανάγκη νά προσφέρω τήν δική μου ἐρμηνεῖα τῆς αὐτοκτονίας του.
Γιά νά καταλάβωμε τόν ψυχικό κόσμον τοῦ Λιαντίνη θά πρέπη νά ἐξετάσωμε τίς ἀφετηρίες τῆς ζωῆς του.
Ὁ Λιαντίνης, ὄπως καί ἐγῶ, γεννήθηκε σέ μίαν ἐποχή καί σέ ἓναν χῶρο πού δέν διέφερε ἀπό τό σπήλαιον τῆς περίφημης ἀλληγορίας τοῦ Πλάτωνος. Σέ αυτήν τήν ἐποχή καί σέ αυτόν τόν χῶρο οί ἄνθρωποι ἀκροβατοῦσαν παράλογα στούς
μύθους τους καί στίς ἀρχέγονες δοξασίες τους.
Η φοίτησις στό γυμνάσιο γιά ἐμᾶς ἤταν σάν ή ἔξοδος ἀπό τό σπήλαιο καί τό αντικρύσμα τοῦ ἐκπάγλου φωτός. Ο Λιαντίνης ἔκανε προσπάθειες νά συνηθήση αὐτό τό ἐκθαμβωτικό φῶς ἀλλά τελικά φαίνεται ότι δέν ἄντέξε τήν λάμψι τού ἠλίου καί θέλησε νά ἐπιστρέψη πίσω στό σπήλαιο. Ἀλλά δέν επέστρεψε ἀπλῶς στό σπήλαιον. Προχώρησε στά ἄδυτα τού Σπηλαίου. Ἑκεῖνο τό ὀποῖον οδήγησε τόν Λιαντίνη πίσω στόν σπήλαιον ήταν ή επαφή του μέ τήν Γερμανική Φιλοσοφία. Ἡ γερμανίκή φιλοσοφία ξύπνησε μέσα του τήν ἀρχέγονη κατάστασι τῆς ψυχῆς καί αἰσθάνθηκε τήν ἀνάγκη νά αναζητήση τό νόημα τῆς ζωῆς μέσα στά ἄδυτα τῆς ψυχῆς. Τό περιεχόμενο τῶν ἰδεῶν του δέν προήρχετο ἀπό τήν ἀτομική του συνείδησιν ἀλλά ἀπό ίδιότητες πού εἶχε κληρονομήσει ἀπό μιά βαθύτερη καί εὐρύτερη ἐπικράτεια τήν ὀποῖα ο Γιουνγκ ἔχει ὀνομασει συλλογικό ἀσυνείδητο. Επίσης ό τρόπος μέ τόν ὀποῖον περιγράφει τόν ἔρωτα δείχνει ὄτι μπορεῖ ή ψυχή του νά ἤταν γεμάτη ἀπό καταπιεσμένα ἔνστικτα καί ὀρμές πού ζητοῦσαν τήν ίκανοποιήσιν τους. Αὐτά τά ενστικτα μποροῦν νά μεταμορφωθοῦν, νά εξευγενιστοῦν σέ τέχνη, πολιτισμό, καί θρησκεῖα. Ο ἔρωτας του γιά τόν θάνατο είχε προσλάβει μιά θρησκευτική μορφή.
Ἀλλά άς δοῦμε τί εννοοῦσε ὁ Γιούνγκ μέ τό ἀσυνείδητο Ο Γιούνγκ εῖδε μέσα ἀπό τήν παρατήρησιν τό ἀσυνείδητον ώς τόν χῶρο τῶν «ἀρχετύπων». Τί εἶναι ὄμως τά ἀρχέτυπα; Εἶναι εἰκόνες, μορφές,ιδέες τῆς συλλογικῆς μνήμης, ποὐ βρίσκονται σἐ αὐτόν τόν ἀσυνείδητο χῶρο καί ἐπηρεάζουν, προσδιορίζουν τήν ζωή τῆς ἀνθρωπότητος καί τοῦ κάθε ἑνός προσωπικά. Ἔτσι, τέτοιες πανάρχαιες εἰκόνες εἶναι συνυφασμένες μέ τήν ζωή, ὄπως τῆς «άνιμα» καί τοῦ «άνιμους» ὡς τό ἄλλο μισό τοῦ άνδρός καί τῆς γυναικός ἀντίστοιχα, τῆς «σκιάς» ὡς τό ψυχικό κέντρο τοῦ κακοῦ, που ωθεί τον άνθρωπο στην καταστροφή, την αμαρτία και το θάνατο, τοῦ «γέροντα σοφοῦ», τοῦ δασκάλου πού διδάσκει καί καθοδηγεῖ τόν μαθητήν του.
Ὄταν ό Λιαντίνης ἤρθε σέ ἐπαφή μέ τήν Γερμανική φιλοσοφία, ἀπό ὑμνητῆς τής ζωῆς, ἔγινε ὁ μακαριστής καί ὀ στοχαστής τοῦ θανάτου ποῦ εἶναι ἀνάγκη καί πόθος.Ὁ θάνατος προσέλαβε τήν ἔννοια τοῦ ὑπερτάτου νοήματος. Ἔφθασε νά πιστεύη ὄτι ὁ ἐπίγειος βίος τοῦ φιλοσόφου εῖναι ἡ μελέτη τοῦ θανάτου, καί νά ἔχη τήν προσδοκία καί προπαρασκευή τῆς μεταθανάτιας συμβιώσεως με τούς ἀθανάτους. Ποίοι εῖναι ἐκείνοι οί ἀθάνατοι; Δέν εῖναι αὐτοί τούς οποίους θά βροῦμε στόν ὑπερβατικόν κόσμο, ὄπως πίστευε ο Σωκράτης, εφ’όσον ό Λιαντίνης δέν πίστευε στήν ύπαρξιν ἑνός ὑπερβατικοῦ κόσμου.Είναι ἐκείνοι πού ἀφήνουν μία μεγάλη ὑστεροφημία, ὄπως ὁ Νίτζε, ὁ Γκαῖτε καί άλλοι, γιατί ο Λιαντίνης πίστευε ὄτι ἡ μόνη μορφή ἀθανασίας εῖναι ή υστεροφημία. Παρ’όλον ὄτι ἐκήρυττε ὄτι δέν ὑπάρχει τίποτα μετά θάνατον κατά βάθος δέν ἤθελε νά τό ἀποδεχθῆ. Ἔπρεπε νά ὑπάρχη κάτι, καί αὐτό ἤταν ή υστεροφημία καί γιαυτό εἶχε ἀναγάγει τήν ὑστεροφημία σέ τρόπον διαιωνήσεως τῆς ὑπάρξεως. Μέ τόν θάνατον του πίστευε ὄτι θά συμπεριλαμβάνετο μεταξὖ τῶν άθανάτων, δηλαδή θά κατάλειπε μιά ὑστεροφημία. Εἶναι συμπωματικό ὄτι ό Λιαντίνης ἐπέλεξε ἕνα σπήλαιο γιά νά τελευτήση τόν βίον του; Επίσης, εἶναι συμπωματικό ὄτι ἤθελε νά πεθάνη σέ ένα σημεῖο πού θά τό φωτιζε πάντα ό ἤλιος; Τό φῶς πού δέν τό ἄνθεξε ἐν ὄσω ἐβρίσκετο ἐν τῆ ζωῆ; Κάποιος ἔχει γράψει ὄτι «ο όλος ντόρος με τον οποίο τεχνηέντως και κατόπιν σχεδιασμού, επένδυσε το θάνατό του ο Λιαντίνης, συνάδει με ροκ σταρ, περισσότερο απ’ ό,τι με άνθρωπο του πνεύματος. Θέλησε να τραβήξει την προσοχή στον εαυτό του, να δομήσει έναν αθάνατο μύθο, που θ’ άφηνε στη θέση του θνητού του σαρκίου. Ο Λιαντίνης δεν αγαπούσε τη ζωή, αγαπούσε την αθανασία και ο τρόπος με τον οποίο την επιδίωξε, για μένα προσωπικά είναι ιδιαίτερα άκοσμος.» Προσωπικά συμφωνῶ ἀπόλυτα τουλάχιστον μέ τό ὄτι ὀ Λιαντίνης δέν αγαποῦσε τήν ζωή, ἀγαποῦσε τήν ἀθανασία καί πίστευε ὄτι μποροῦσε να το πετύχη μέ τό νά δομήση ἔναν ἀθάνατον μῦθο . Ὁ Λιαντίνης νόμιζε πῶς ἤταν σοφός, ὄμως ὑπῆρξε θύμα τοῦ Κυρίου τῆς Αβύσσου, ως εκ τούτου θεωρώ ότι στην Άβυσσο κατέληξε, αντί του κόσμου τοῦ ἀνέσπερου φωτός ποῦ ονειρευόταν.Δέν μπόρεσε στήν ζωή του να ἀντικρύση αὐτὀ τό ἀνέσπερο φῶς καί προτίμησε τό ἠμίφως τοῦ Σπηλαίου.
Ὁ Λιαντίνης λοιδώρησε τόν ἄνθρωπον γιατί δέν μπόρεσε νά νικήση τόν θάνατον καί δέν ἄντεξε ὁ ἄνθρωπος τόν πανικό καί τόν φόβο μπροστά στόν θάνατο. Λοιδόρησε τόν ἄνθρωπον γιατί «δέν βρῆκε τήν βούλησιν να τόν νικήση. Να τόν παραδεχτῆ, να τόν ἀναγνωρίση. Να ὑποταχθῆ εὐγενικά καί περήφανα στό ἀδυσώπητο φυσικό καί στό ἀδυσώπητο δίκηο του. Ελύγισε. Καί ἐλύγισε ἐπάνω ἀκριβῶς στό σημεῖο τῆς τροπῆς. Έτσι το τρόπαιο το επήρε ο θάνατος. Έβαλε πια τον άνθρωπο μπροστά και τον κυνηγά προτροπάδην. Και τούτος ο βερέμης τρέχει να του ξεφύγει. Αλλόφρονας, τυφλός, ανεμοπόδαρος. Σπεύδει, με τα φυσικά του σημάδια χαμένα, να κρυφτή στα καταφύγια.» Ποιός ὄμως ἔσπευσε νά βρῆ καταφύγιο στά σπήλαια. Στό Σπήλαιο πού ἐτελεύτησε τόν βίον του ἐπήγαινε συχνά ὁ Λαιντίνης γιά νά στοχαστῆ. Μᾶς λέγει ὄτι τά καταφύγια τοῦ ἀνθρώπου εῖναι τά σπήλαια καί οί «κατάγειες οικήσεις.» «Είναι οἰ ὀπές και τα πέτρινα ρήγματα, οι βαραθρωμοί και οι καταβυθίσεις στα υπόγεια του συναισθήματος και της εμπύρετης φαντασίας του.» Πόσο μοιάζουν αὐτά πού ἔγραφε μέ αυτά πού ἔπραξε έν ὄσω ζοῦσε. Σέ αυτά τά σπήλαια καί ρωγμές ἐβρισκε καταφύγιο ο Λιαντίνης.
Τό ὄτι ό Λιαντίνης ἤταν μέγας ἐραστής τοῦ θανάτου ἀποδεικνύεται καί από τόν τρόπον μέ τόν ὀποῖον περιγράφει τόν ἔρωτα. Ἔτσι , ἀπό τήν ἄποψιν τῆς οὐσίας ὁ ἔρωτας καί ὁ θάνατος δέν εἶναι ἀπλῶς στοιχεῖα ὑποβάθρου. Δέν εἶναι δῦο ἀπλές καταθέσεις τῆς ἐνόργανης ζωῆς. Ας δοῦμε τί λέει γιά τόν ἔρωτα. «Πιο πλατειά, και πιο μακρυά, και πιο βαθειά, ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο πανεπίσκοποι νόμοι ανάμεσα στους οποίους ξεδιπλώνεται η διαλεκτική του σύμπαντος. Το δραστικό προτσές δηλαδή ολόκληρης της ανόργανης και της ενόργανης ύλης. Είναι το Α και το ω του σύμπαντος κόσμου και του σύμπαντος θεού. Είναι το είναι και το μηδέν του όντος. Τα δύο μισά και αδελφά συστατικά του.»
Επίσης λέγει ὄτι ἔξω ἀπό τόν ἔρωτα καί τόν θάνατον πρωταρχικό δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο. Ἀλλά οῦτε εἶναι καί νοητό να ὑπάρχη. «Τα εννενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Και οι τέσσερες θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης, ηλεκτρομαγνητική, ασθενής, ισχυρή, βαρυτική, λειτουργούν για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Όλα τα όντα, τα φαινόμενα, και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου. Γι αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί κα ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δύο όψεις του ιδίου προσώπου.».
.
Ο Λιαντίνης ἴσως εῖχε διαβάσει τόν Τριστάνο τοῦ Μπερούλ ἥ τοῦ Μ. Μπεντιέ, καί να εἶχε ἀκούσει τήν ὄπερα τοῦ Βάγκνερ, καί να ὑπέστη στήν καθημερινή ζωή του τήν νοσταλγική κυριαρχία ἑνός τέτοιου μύθου. Αὑτή προδίδεται στά περισσότερα ἀπό τά μυθιστορήματα καί τά κινηματογραφικά ἔργα μας, τήν ἐπιτυχία τους στίς μᾶζες, τήν εὐμενή διάθεσιν ποῦ ξυπνᾶ στίς καρδιές τῶν ἀστῶν, τῶν ποιητῶν, τῶν κακοπαντρεμένων καί τῆς μοδιστρούλας ποῦ ὀνειρεύεται θαυματοποιούς ἔρωτες. Ὁ μῦθος δρᾶ παντοῦ ὄπου «οἱ ἄνθρωποι ὀνειρεύονται τό πᾶθος ὡς ἰδεῶδες καί δέν τό σκιάζονται σάν κακοήθη πυρετό• παντοῦ ὄπου τήν μοιραῖα του ἐπέλευσις, τήν ἐπικαλοῦνται, τήν φαντάζονται ὡς μιά ὡραῖα καί ἐπιθυμητή καταστροφή καί καθόλου ὡς ἀπλή καταστροφή. Ζεῖ μέ τήν ἴδια τήν ζωή ἐκείνων πού πιστεύουν ὄτι ὁ ἔρωτας εῖναι ἕνα πεπρωμένο (ήταν το φίλτρο της Μυθιστορίας) ὄτι χύνεται πάνω στόν ἀδύναμο καί γοητευμένον ἄνθρωπον γιά νά τόν κατακάψη με καθάρια φωτιά• καί ὄτι εῖναι πιὀ δυνατός καί πιό ἀληθινός ἀπό τήν εὑτυχία, την κοινωνία και την ἡθική. Ζεῖ μέ τήν ἴδια τήν ζωή του ἐντός μας ὑπάρχοντος ρομαντισμοῦ»
Ο Λιαντίνης προέβαλε τίς ἰδέες του σάν ἀπόλυτες ἀλήθειες. Παρὀλον ὄτι ἤταν θαυμαστής τοῦ Νίτσε δέν ἐνστερνίσθη πολλές άπό τίς ιδέες του. Ἡ μεταξίωσις, πού εἰσηγήθη ο Νίτσε, πίστευε ὄτι δέν ὑπάρχει μιά ἀντικειμενικά θεμελιωμένη ἀλήθεια. Κατά τό Νίτσε, δέν ὑπάρχει ἀντικειμενική τάξις πραγμάτων καί γεγονότων, μέ συνέπεια ἡ ἀλήθεια νἀ εἶναι ἀνέφικτη. Γιά τήν ἀκρίβεια, ἡ σημασία τῆς ἀλήθειας εἶναι σχετική. Ἁληθινό εἶναι ό,τι ὁ καθένας μας ὁρίζει ὡς ἀληθινό ἀνάλογα με τήν είκόνα πού ἔχει σχηματίσει μέσα του γιά τήν πραγματικότητα. Πῶς μποροῦμε να γνωρίζωμε ὄτι δέν ὑπάρχει θεός καί ὄτι ὄλα καταλήγουν στό μηδέν;
Σέ κάποιο στάδιο τῆς ζωῆς του κάτι συνέβη μέσα του. Ὄταν ἤλθε σε επαφή μέ τήν Γερμανική Φιλοσοφία, είσῆλθε σέ δύσβατους ἀτραπούς. Εκεῖ ἔχασε τόν προσανατολισμό του. Ἡ γυροσκοπική του πυξίδα χάλασε καί δέν μπόρεσε νά προσανατολισθῆ. Ὁ Λιαντίνης ἤταν ἓνας ἀπολυτος μηδενιστής. Δέν πίστευε σέ καμία ἠθική αξία. Πῶς μποροῦσε ἄλλωστε νά καταφάσκη σέ ἠθικές ἀξίες. Γιά νά ἔχουν κῦρος οί ἀξίες τοῦ ἀνθρώπου θά πρέπει νά ἐκπορεύωνται ἀπό κάποια ὑπερβατική πηγή, ἥ ὁ ἄνθρωπος θά πρέπη νά πιστεύη ὄτι ἐκπορεύωνται ἀπό κάποια ὑπερβατική πηγή.
Η σχετικότητα τῆς ἀλήθειας μᾶς ὀδηγεῖ στό συμπέρασμα ὄτι ἡ ἀντίληψις γιά τήν ζωή δέν εἶναι κατ’ ανάγκην μία, ὄτι ἐκεῖνο πού ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι πίστευαν γιά αὐτήν δέν εἶναι ὑποχρεωτικά τό ἴδιο με αὐτό πού μποροῦμε να πιστεύουμε ἐμεῖς σήμερα γιά αὐτήν, συνεπῶς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἴδια πού θά πιστέψωμε αύριο. Άρα, στήν προοπτική τῆς ἀλλαγῆς τῆς ζωῆς μας δέν ὑπάρχει κανένας φραγμός.