Από τους πολλούς γλύπτες που, σύμφωνα με τη γραμματειακή παράδοση, υπήρξαν μαθητές του Φειδία δύο φαίνεται να είναι οι σημαντικότεροι: ο Αλκαμένης και ο Αγοράκριτος.
Ο πρώτος ήταν Αθηναίος και μπορούμε να τοποθετήσουμε τη δραστηριότητά του στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ., παρόλο που οι πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων είναι αντιφατικές και όχι πάντοτε αξιόπιστες. Το τελευταίο του έργο χρονολογείται λίγο μετά το 403 π.Χ., όταν ο Θρασύβουλος και οι οπαδοί του επανέφεραν στην Αθήνα τη δημοκρατία μετά από τις πολιτικές ανατροπές που έφερε το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου· ήταν στημένο στο ιερό του Ηρακλή στη Θήβα, όπως μαθαίνουμε από τον περιηγητή Παυσανία (Ελλάδος περιήγησις 9.11.6):
«Ο Θρασύβουλος ο γιος του Λύκου και οι Αθηναίοι που κατέλυσαν μαζί του την τυραννίδα των Τριάκοντα, επειδή επανήλθαν στην Αθήνα έχοντας ως ορμητήριο τη Θήβα, αφιέρωσαν στο Ηράκλειο [το ιερό του Ηρακλή] κολοσσικά αγάλματα της Αθηνάς και του Ηρακλή από μάρμαρο της Πεντέλης, έργα του Αλκαμένη.»
Ο Αλκαμένης είχε κατασκευάσει ένα άγαλμα του Άρη που στα ρωμαϊκά χρόνια ο Παυσανίας το είδε τοποθετημένο στον ναό του θεού στην Αγορά της Αθήνας. Σήμερα ξέρουμε όμως ότι ο «ναός του Άρη» ήταν στην πραγματικότητα ο ναός της Αθηνάς Παλληνίδος, ο οποίος μεταφέρθηκε στην Αγορά της Αθήνας πιθανότατα στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυγούστου (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.). Δεν διαθέτουμε καμιά πληροφορία σχετικά με την αρχική θέση του αγάλματος του Άρη.
Αλλά το γνωστότερο έργο του Αλκαμένη ήταν το σύνταγμα των χάλκινων αγαλμάτων της Αθηνάς και του Ηφαίστου που στήθηκε στον ναό του Ηφαίστου στην Αθήνα (ο οποίος στα νεότερα χρόνια επικράτησε να ονομάζεται εσφαλμένα «Θησείο»), πιθανότατα το 421/420 π.Χ., δηλαδή τη χρονιά της ειρήνης του Νικία.
Ο Κικέρων (De natura deorum 1.30) μας πληροφορεί ότι ο Αλκαμένης είχε απεικονίσει τον Ήφαιστο όρθιο και ντυμένο και ότι είχε στήσει το άγαλμα με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη διακρίνεται έντονα η γνωστή από τη μυθολογία χωλότητα του θεού. Ανάμεσα στους δύο θεούς υπήρχε ένα μεγάλο χάλκινο ἄνθεμον, δηλαδή ένα φυτικό κόσμημα με άνθη. Η παρουσία της Αθηνάς δίπλα στον Ήφαιστο δικαιολογείται από τον αττικό μύθο για τη γέννηση του Εριχθονίου, μυθικού γενάρχη των Αθηναίων: Ο Ήφαιστος ερωτεύθηκε την Αθηνά και προσπάθησε να συνευρεθεί μαζί της, εκείνη όμως τον απέφυγε και το σπέρμα του έπεσε στη γη, η οποία κυοφόρησε και γέννησε το παιδί που πήρε το όνομα Εριχθόνιος («αυτός που βγήκε από τη γη»). Τον Εριχθόνιο τον παρέλαβε η ίδια η Αθηνά σαν να ήταν δικό της παιδί και τον έδωσε στην κόρη του Κέκροπα Πάνδροσο μέσα σε ένα καλάθι, με την εντολή να μην το ανοίξει. Το καλάθι το άνοιξαν όμως από περιέργεια οι αδελφές της Πανδρόσου, οι οποίες είδαν μέσα ένα φίδι τυλιγμένο γύρω από το βρέφος και τρελάθηκαν από τον φόβο τους. Σύμφωνα με μια πολύ πιθανή υπόθεση, ο μύθος του Εριχθονίου εικονιζόταν στη βάση του συντάγματος του Αλκαμένη.
Έργο του ίδιου γλύπτη ήταν και ο Ερμής Προπύλαιος, που βρισκόταν ακριβώς στην είσοδο της Ακρόπολης. Το γλυπτό ακολουθούσε έναν αρχαϊκό τύπο μνημείου που τοποθετούνταν σε δρόμους ή σε περάσματα και εικόνιζε το κεφάλι του γενειοφόρου θεού επάνω σε μια τετράγωνη στήλη (που την αποκαλούμε ερμαϊκή). Η παράδοση απαιτούσε το κεφάλι να είναι αρχαιοπρεπές και για τον λόγο αυτό είχε αρχαϊκά τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά. Την τεχνοτροπία αυτή, που τη συναντούμε και σε άλλα έργα της κλασικής, της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής, την ονομάζουμε αρχαϊστική.
Από την αντιγραφική παράδοση γνωρίζουμε δύο διαφορετικούς γενειοφόρους Ερμές, για τους οποίους οι επιγραφές που τους συνοδεύουν λένε ότι αντιγράφουν τον Ερμή Προπύλαιο του Αλκαμένη. Είναι προτιμότερο στην περίπτωση αυτή να μιλούμε για παραλλαγές και όχι για πιστά αντίγραφα. Αρχαϊστικό ήταν επίσης και ένα άλλο έργο του Αλκαμένη, το άγαλμα της τρίμορφης Εκάτης που ήταν στημένο στον πύργο της Νίκης, νότια των Προπυλαίων, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παυσανία (Ελλάδος περιήγησις 2.30.2):
«Ο Αλκαμένης πρώτος, νομίζω, έκαμε τρία αγάλματα Εκάτης ενωμένα σε μια μορφή, η οποία ονομάζεται από τους Αθηναίους Επιπυργιδία· είναι στημένη κοντά στον ναό της Απτέρου Νίκης.» (Έτσι ονομάζει ο Παυσανίας την Αθηνά Νίκη, επειδή εικονιζόταν χωρίς φτερά.)
Ο Παυσανίας μας πληροφορεί ακόμη ότι στην Ακρόπολη υπήρχε ένα γλυπτό που εικόνιζε την Πρόκνη και τον Ίτυν, ανάθημα του Αλκαμένη. Σύμφωνα με τον μύθο, η Πρόκνη, κόρη του βασιλιά της Αθήνας Πανδίονα και αδελφή του Ερεχθέα, παντρεύτηκε τον βασιλιά της Θράκης Τηρέα, γιο του Άρη, και έκανε μαζί του έναν γιο, τον Ίτυν. Αλλά ο βάρβαρος βασιλιάς ερωτεύτηκε την αδελφή της Πρόκνης, την όμορφη Φιλομήλα, την έκανε γυναίκα του με τη βία και, για να κρύψει το παράπτωμά του, της έκοψε τη γλώσσα. Αλλά η Φιλομήλα ύφανε έναν πέπλο, αποτυπώνοντας επάνω του με γράμματα τη συμφορά της και τον έστειλε στην Πρόκνη. Αυτή τότε, για να εκδικηθεί τον Τηρέα, σκότωσε τον γιο της, τον έβρασε και του τον έδωσε να τον φάει. Μετά το έγκλημα οι δύο αδελφές έφυγαν, αλλά ο Τηρέας τις καταδίωξε· όταν κόντευε να τις φτάσει, ικέτευσαν τους θεούς και αυτοί τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά, την Πρόκνη σε αηδόνι και τη Φιλομήλα σε χελιδόνι. Ο Τηρέας πάλι μεταμορφώθηκε σε τσαλαπετεινό.
Στην Ακρόπολη βρέθηκε, σε αποσπασματική κατάσταση, ένα μαρμάρινο σύμπλεγμα που εικονίζει μια όρθια γυναίκα με ένα έντονα κινημένο μικρό παιδί μπροστά στο δεξιό της σκέλος πρέπει να είναι η Πρόκνη που ετοιμάζεται να σφάξει τον Ίτυν και, επομένως, το ανάθημα του Αλκαμένη. Η σύνθεση είναι ευφάνταστη και τολμηρή: το παιδί φαίνεται να αισθάνεται ότι κινδυνεύει και αναζητά την προστασία της μητέρας του, η οποία όμως κρατούσε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, με το υψωμένο δεξί της χέρι ένα μαχαίρι, έτοιμη να σκοτώσει το παιδί. Προβληματισμό έχει δημιουργήσει στους αρχαιολόγους η ποιότητα του γλυπτού, που δεν είναι αυτή που θα περιμέναμε για έργο ενός κορυφαίου γλύπτη. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, η εκτέλεση της σύνθεσης να μην οφείλεται στον ίδιο τον Αλκαμένη, αλλά στους τεχνίτες του εργαστηρίου του. Το γλυπτό μπορεί να χρονολογηθεί με βάση την τεχνοτροπία του στην εικοσαετία 430-410 π.Χ.
Γνωρίζουμε ότι στα χρόνια αυτά ο Σοφοκλής ανέβασε στο θέατρο του Διονύσου μια τραγωδία με τον τίτλο Τηρεύς, που είχε θέμα την τραγική ιστορία της Πρόκνης και του γιου της. Δεν αποκλείεται επομένως το ανάθημα του Αλκαμένη να είναι εμπνευσμένο από το δράμα του Σοφοκλή, παρόλο που δεν έχουμε πληροφορίες ότι οι δύο άνδρες σχετίζονταν μεταξύ τους.
Ο δεύτερος σημαντικός μαθητής του Φειδία ήταν ο Αγοράκριτος από την Πάρο, του οποίου η πιο σημαντική δημιουργία, το μαρμάρινο άγαλμα της θεάς Νέμεσης στον Ραμνούντα της Αττικής, έχει σωθεί σε πολύ αποσπασματική κατάσταση και χρονολογείται στη δεκαετία 430-420 π.Χ. Τα περισσότερα θραύσματα του αγάλματος βρίσκονται στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και στον αρχαιολογικό χώρο του Ραμνούντα. Ένα αρκετά μεγάλο θραύσμα του κεφαλιού μεταφέρθηκε ήδη τον 18ο αιώνα στην Αγγλία και βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Το άγαλμα, με ύψος 3,50-3,60 m (το συνολικό ύψος μαζί με τη βάση ήταν 10 πήχεις, δηλαδή 4,44 m), ήταν κατασκευασμένο από παριανό μάρμαρο και εικόνιζε τη θεά όρθια, ντυμένη με χιτώνα και ιμάτιο, με φιάλη στο προτεταμένο δεξί χέρι και κλαδί μηλιάς στο αριστερό. Η φιάλη, που πρέπει να τη φανταστούμε χάλκινη όπως και το κλαδί της μηλιάς, ήταν διακοσμημένη με ανάγλυφες κεφαλές Αιθιόπων. Ο περιηγητής Παυσανίας και ορισμένοι μεταγενέστεροι λεξικογράφοι παραδίδουν, πιθανότατα με βάση μια τοπική παράδοση, ότι δημιουργός του αγάλματος της Νέμεσης ήταν ο Φειδίας.
Άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, ωστόσο, αποδίδουν το άγαλμα στον μαθητή του Φειδία Αγοράκριτο. Η πληροφορία αυτή πρέπει να θεωρηθεί αξιόπιστη, γιατί ανάγεται στον Αντίγονο τον Καρύστιο, έναν συγγραφέα της ελληνιστικής εποχής με πολλές γνώσεις για την τέχνη, ο οποίος είχε διαβάσει την υπογραφή του Αγορακρίτου σε μια διπλωμένη ξύλινη πινακίδα (πτυχίον), κρεμασμένη από το κλαδί της μηλιάς στο αριστερό χέρι του αγάλματος. Το άγαλμα της Νέμεσης το αποκατέστησε ο Γιώργος Δεσπίνης, ο οποίος ταύτισε πολλά από τα θραύσματά του και αναγνώρισε τον αγαλματικό τύπο σε μια σειρά από αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων. Το καλύτερο από τα αντίγραφα, στο οποίο βασίστηκε η αναπαράσταση), βρίσκεται στη γλυπτοθήκη Ny Carlsberg της Κοπεγχάγης. Η βάση του αγάλματος ήταν διακοσμημένη με ανάγλυφες παραστάσεις από τον μύθο σχετικά με τη γέννηση της Ελένης. Τα ανάγλυφα, που τα περιγράφει ο Παυσανίας, έχουν αποκατασταθεί σήμερα σε αρκετά μεγάλο βαθμό (Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις 1.33.7):
«Θα περιγράψω τώρα τα ανάγλυφα του βάθρου του αγάλματος, αφού πρώτα αναφέρω τα εξής μόνον χάριν της σαφήνειας: Οι Έλληνες λένε πως μητέρα της Ελένης ήταν η Νέμεση, ενώ η Λήδα μόνο τη θήλασε και την ανάθρεψε· πατέρας της Ελένης και οι Έλληνες και όλοι επίσης παραδέχονται ότι ήταν ο Ζευς και όχι ο Τυνδάρεως. Ο Φειδίας που είχε ακούσει την παράδοση αυτή παράστησε την Ελένη να οδηγείται από τη Λήδα στη Νέμεση· επίσης παράστησε τον Τυνδάρεω και τα παιδιά του και έναν άνδρα με άλογο πλάι του, στον οποίο αναφέρεται το όνομα ιππεύς. Υπάρχει επίσης και ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος και ο Πύρρος, ο γιος του Αχιλλέα, που πρώτος πήρε σύζυγο την Ερμιόνη, την κόρη της Ελένης. Ο Ορέστης παραλείφθηκε για την τολμηρή πράξη κατά της μητέρας του· παρά ταύτα η Ερμιόνη είχε μείνει σε κάθε περίσταση κοντά του και του γέννησε και παιδί. Παραπέρα στο βάθρο παριστάνεται κάποιος που αποκαλείται Έποχος και κάποιος άλλος νέος· σχετικά με αυτούς δεν άκουσα τίποτε άλλο, παρά μόνο πως ήταν αδελφοί της Οινόης, από την οποία πήρε το όνομα ο δήμος.»
Άλλο σημαντικό έργο του Αγορακρίτου ήταν το καθιστό άγαλμα της μητέρας των θεών στο Μητρώον στην Αγορά της Αθήνας. Ο τύπος του αγάλματος μας είναι γνωστός από ένα αντίγραφο από τη Λιβαδειά στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Χαιρώνειας.
Πηγές: greek-language, ellaniapili