Ο Μάνφρεντ Άλμπρεχτ Φράιχερρ φον Ριχτχόφεν (Manfred Albrecht Freiherr von Richthofen, 2 Μαΐου 1892 – 21 Απριλίου 1918), επίσης γνωστός και ως ο Κόκκινος Βαρόνος, ήταν Γερμανός πιλότος μαχητικού αεροσκάφους της αυτοκρατορικής αεροπορίας της Γερμανίας (Luftstreitkräfte) κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Θεωρείται ο κορυφαίος πιλότος του πολέμου, καθώς κατάφερε να καταρρίψει 80 εχθρικά αεροσκάφη.
Αρχικά στο Ιππικό, ο Ριχτχόφεν μεταφέρθηκε στην Αεροπορία το 1915 και το 1916 έγινε ένα από τα πρώτα μέλη της 2ης Μοίρας Δίωξης (Jasta 2). Διακρίθηκε νωρίς ως πιλότος μαχητικού αεροσκάφους και το 1917 έγινε αρχηγός της 11ης Μοίρας Δίωξης (Jasta 11) και μετά μιας μεγαλύτερης μονάδας, της 1ης Πτέρυγας Δίωξης (Jagdgeschwader 1) . Μέχρι το 1918, θεωρούταν εθνικός ήρωας στη Γερμανία και ήταν πολύ γνωστός και στους αντιπάλους του.
Ο Ριχτχόφεν καταρρίφθηκε και σκοτώθηκε κοντά στην Αμιένη τις 21 Απριλίου 1918. Διάφορες πλευρές της σταδιοδρομίας του, και ιδιαίτερα οι περιστάσεις του θανάτου, είναι αμφιλεγόμενες. Πιθανόν παραμένει ο ευρύτερα γνωστός πιλότος όλων των εποχών και έχει υπάρξει θέμα πολλών βιβλίων, ταινιών και άλλων.
Ονόματα και προσωνύμια
Ο Ριχτχόφεν είχε τον τίτλο «Freiherr» (κυριολεκτικά «Ελεύθερος Άρχοντας»), ένας τίτλος ευγενείας που συχνά μεταφράζεται ως Βαρώνος. Αυτός ο τίτλος δεν κληρονομείται με την στενή έννοια της λέξης, αφού τα παιδιά μπορούν να φέρουν αυτόν τον τίτλο μόνο όσο ο πατέρας τους ζει. Αυτός ο τίτλος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είχε βάψει το αεροσκάφος του κόκκινο, είχε ως αποτέλεσμα ο Ριχτχόφεν συχνά να αναφέρεται ως «Ο Κόκκινος Βαρώνος» ή «ο Ερυθρός Βαρώνος» («der Rote Baron»), τόσο μέσα όσο και έξω από τη Γερμανία.
Όσο ζούσε όμως, ήταν περισσότερο γνωστός «Der Rote Kampfflieger» (το οποίο μεταφράζεται ως «Ο Κόκκινος Ιπτάμενος Μάχης» ή «Ο Κόκκινος Πιλότος Μάχης»). Αυτό το όνομα χρησιμοποίησε ως τίτλο η αυτοβιογραφία του το 1917. Άλλα παρατσούκλια ήταν τα «Le Diable Rouge» («Κόκκινος Διάβολος») ή «Le petit Rouge» («Μικρός Κόκκινος») στα Γαλλικά και «Red Knight» («Κόκκινος Ιππότης») στα Αγγλικά.
Υπηρεσία τα πρώτα χρόνια του πολέμου
Όταν άρχισε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ριχτχόφεν υπηρέτησε ως ανιχνευτής του ιππικού τόσο στο Ανατολικό όσο και στο Δυτικό Μέτωπο, στη Ρωσία, τη Γαλλία και το Βέλγιο. Καθώς ο πόλεμος εξελισσόταν, οι παραδοσιακές επιχειρήσεις του ιππικού θεωρήθηκαν ξεπερασμένες, η μονάδα του Ριχτχόφεν διαλύθηκε και τα μέλη της έγιναν αγγελιοφόροι ή χειριστές τηλεφωνικών κέντρων στα πεδία της μάχης. Απογοητευμένος από το γεγονός ότι δε μπορούσε να συμμετέχει άμεσα στον πόλεμο, το τελειωτικό χτύπημα για τον Ριχτχόφεν ήταν η μετάθεση στον κλάδο τροφοδοσίας του στρατού. Βρήκε ενδιαφέρον ένα σταθμευμένο γερμανικό στρατιωτικό αεροσκάφος, όταν το μελέτησε, και έκανε αίτηση για τη μεταφορά του στην Αυτοκρατορική Αεροπορία (Die Fliegertruppen des deutschen Kaiserreiches), αργότερα γνωστή ως Luftstreitkräfte.
Υποτίθεται ότι στην αίτησή του είχε γράψει «Εγώ δεν έχω πάει στον πόλεμο για να μαζεύω τυρί και αυγά» (Ο Ριχτχόφεν αναφέρει αυτό το κείμενο στην αυτοβιογραφία του, αλλά υπονοεί ότι δεν το έγραψε στην πραγματικότητα, ισχυριζόμενος ότι κάποιες «κακές γλώσσες» είπαν ότι το έκανε). Παρά το μη-στρατιωτικό ύφος γραφής, η αίτηση, προς έκπληξή του, έγινε δεκτή και μπήκε σε υπηρεσία στο τέλος Μαΐου του 1915.
Σταδιοδρομία πιλότου
Από τον Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο του 1915, ο Ριχτχόφεν ήταν παρατηρητής σε αναγνωριστικές αποστολές στο Ανατολικό Μέτωπο με το Ιπτάμενο Σμήνος 69(Fliegerabteilung 69). Μεταφέρθηκε στο μέτωπο της Καμπανίας (Champagne), κατάφερε να καταρρίψει ένα επιτιθέμενο Γαλλικό Φάρμαν με το πολυβόλο που υπάρχει στη θέση του παρατηρητή σε μια έντονη μάχη πάνω από τις γαλλικές γραμμές, όμως η κατάρριψη δεν χρεώθηκε σε αυτόν, καθώς το αεροσκάφος έπεσε πίσω από τις γραμμές των συμμάχων και γι’ αυτό το λόγο δεν μπορούσε να γίνει επιβεβαίωση.
Μετά από μια τυχαία συνάντηση με τον Γερμανό άσο των αιθέρων Όσβαλντ Μπαίλκε (Oswald Boelcke), ο Ριχτχόφεν άρχισε την εκπαίδευσή του ως πιλότος τον Οκτώβριο του 1915. Το Μάρτιο του 1916 μπήκε στην 2η Πτέρυγα Βομβαριδιστικών (Kampfgeschwader 2) πετώντας ένα διθέσιο Albatros C.III. Αρχικά φαινόταν ότι ήταν ένας κάτω του μετρίου πιλότος, που πάσχιζε να ελέγξει το αεροπλάνο και το έριξε κατά την διάρκεια της πρώτης δοκιμαστικής πτήσης. Παρόλα αυτά, προσαρμόστηκε γρήγορα στο αεροσκάφος και έτσι τις 26 Απριλίου 1916 πάνω από το Βερντέν, πυροβόλησε ένα γαλλικό Nieuport, αναγκάζοντάς το σε αναγκαστική προσγείωση στο Φορ Ντουωμόν, αν και πάλι δεν το χρεώθηκε επισήμως. Μια εβδομάδα αργότερα, αποφάσισε να αγνοήσει τη συμβουλή των πιο έμπειρων πιλότων να μη πετάξει μέσα από μια καταιγίδα και αργότερα σημείωσε ότι ήταν «τυχερός που πέρασε μέσα από τον καιρό» και ορκίστηκε να μη πετάξει ξανά σε τέτοιες συνθήκες, εκτός αν διαταχθεί.
Μετά από και άλλες πτήσεις με διθέσια αεροσκάφη στο Ανατολικό μέτωπο, συνάντησε ξανά στον Όσβαλντ Μπαίλκε τον Αύγουστο του 1916. Ο Μπαίλκε, επισκεπτόμενος το ανατολικό μέτωπο ψάχνοντας για υποψήφιους για τη νεοσύστατη μονάδα του, επέλεξε τον Ριχτχόφεν για την Jagdstaffel 2 («σμήνος μαχητικών»). Ο Ριχτχόφεν κέρδισε τη πρώτη αερομαχία με την Jasta 2 πάνω από το Καμπρέ, Γαλλία, τις 17 Σεπτεμβρίου 1916. Ο Μπέλκε σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας εναέριας σύγκρουσης με ένα φιλικό αεροσκάφος τις 28 Οκτωβρίου 1916, με το Ριχτχόφεν να είναι αυτόπτης μάρτυρας του γεγονότος.
Μετά την πρώτη επιβεβαιωμένη νίκη του, ο Ριχτχόφεν παρήγγειλε από ένα κοσμηματοποιό στο Βερολίνο μια ασημένια κούπα με χαραγμένες την ημερομηνία και τον τύπο του εχθρικού αεροσκάφους. Όμως λόγω της εξέλιξης του πολέμου η παροχή αργύρου στην αποκλεισμένη Γερμανία ήταν περιορισμένη, με αποτέλεσμα ο Ριχτχόφεν να σταμάτησει τις παραγγελίες στην 60ή κούπα, διότι δεν ήθελε να φτιαχτούν από κάποιο άλλο μέταλλο.
Αντί να χρησιμοποιεί επικίνδυνες, επιθετικές τακτικές όπως ο αδελφός του Λόταρ (40 νίκες), ο Μάνφρεντ παρατήρησε μια σειρά από γνωμικά, γνωστά ως «Dicta Boelcke», για να βεβαιώσει την επιτυχία στο σμήνος και τους πιλότους της. Δεν ήταν ένας εντυπωσιακός ή ακροβατικός πιλότος, όπως ο αδελφός του ή ο γνωστός Βέρνερ Φος. Ήταν, όμως, αξιοσημείωτος για την τακτική του, τις ηγετικές ικανότητες και το σημάδι του. Συνήθως θα βουτούσε από ψηλά με τον Ήλιο πίσω του και με τους άλλους πιλότους να καλύπτουν πίσω και στο πλάι.
Στις 23 Νοεμβρίου 1916, ο Ριχτχόφεν κατέρριψε το πιο γνωστό αντίπαλό του, τον τιμημένο με τον Σταυρό της Βικτωρίας Βρετανό άσο ταγματάρχη Λανόε Χώκερ, ο οποίος περιγράφηκε από τον Ριχτχόφεν ως ο Βρετανός Μπαίλκε. Η νίκη αυτή έγινε όταν ο Ριχτχόφεν πετούσε με ένα Albatros D.II και ο Χώκερ με ένα DH.2.
Μετά από μια μάχη μεγάλης διάρκειας, ο Χώκερ σκοτώθηκε από μια σφαίρα στο κεφάλι όταν προσπάθησε να διαφύγει πίσω στη γραμμή άμυνας. Μετά από αυτή τη νίκη, ο Ριχτχόφεν πείστηκε ότι χρειαζόταν ένα πιο ευέλικτο μαχητικό αεροσκάφος, έστω και αν αυτό έχανε σε ταχύτητα. Τον Ιανουάριο του 1917 πήρε ένα Albatros D.III, με το οποίο πέτυχε δύο καταρρίψεις επι των αντιπάλων του πριν παρουσιαστεί μια ρωγμή στο κάτω φτερό. Ο Ριχτχόφεν εναλλασσόταν ανάμεσα σε Albatros D.II και Halberstadt D.II για τις επόμενες πέντε εβδομάδες.
Πετούσε με το Halberstadt όταν, στις 6 Μαρτίου, το αεροσκάφος πυροβολήθηκε στη δεξαμενή καυσίμου του κατά τη διάρκεια μιας αερομαχίας με F.E.8 του 40ού σμήνους της RFC, πιθανόν από τον Έντουιν Μπενμπόου, στον οποίο χρεώθηκε η κατάρριψη. Ο Ριχτχόφεν κατάφερε να προσγειώσει το αεροπλάνο χωρίς να πιάσει φωτιά. Στις 9 Μαρτίου πέτυχε αλλή μία νίκη με το Albatros D.II, το οποίο στη συνέχεια αντικατέστησε με το Halberstadt DII.
Επέστρεψε στο Albatros D.III στις 2 Απριλίου 1917 και κατάφερε με αυτό να καταρρίψει 22 αεροπλάνα πριν επιλέξει, στα τέλη Ιουνίου, το Albatros D.V. Από τα τέλη Ιουλίου, με τον τραυματισμό του, ο Ριχτχόφεν πέταξε με το τριπλάνο Fokker Dr.I, το χαρακτηριστικό αεροσκάφος με τα τρία φτερά με το οποίο πιο συχνά συσχετίζεται, αν και δε χρησιμοποιούσε αποκλειστικά αυτό το αεροσκάφος μέχρι το Νοέμβριο, όταν και τα φτερά του ενισχύθηκαν. Με αυτό το αεροσκάφος, ο Ριχτχόφεν κατέγραψε 19 από τις συνολικά 80 καταρρίψεις.
Το πρώτο αεροσκάφος που βάφηκε κόκκινο ήταν το Albatros D.III Serial No. 789/16 στα τέλη του Ιανουαρίου του 1917 και με αυτό πρώτα κέρδισε τη φήμη και το όνομά του.
Ο Ριχτόφεν βοήθησε στην ανάπτυξη του Fokker D.VII με προτάσεις ώστε να υπερκεραστούν οι ανεπάρκειες των τότε γερμανικών μαχητικών αεροσκαφών. Όμως δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να πετάξει με το νέο αεροσκάφος επειδή σκοτώθηκε λίγες μέρες πριν αυτό εισέλθει σε υπηρεσία.
Ιπτάμενο Τσίρκο
Τον Ιανουάριο του 1917, μετά τον 16ο επιβεβαιωμένο θάνατο, ο Ριχτόφεν παρέλαβε το Pour le Mérite (ανεπίσημα γνωστό ως «Γαλάζιος Μαξ», «The Blue Max»)), την υψηλότερη στρατιωτική εύφημη μνεία στη Γερμανία εκείνη τη περίοδο. Τον ίδιο μήνα ανέλαβε τη διοίκηση του σμήνους μαχητικών Jasta 11, το οποίο εν τέλει θα περιελάμβανε μερικούς από τους κορυφαίους Γερμανούς πιλότους, πολλοί από τους οποίους εκπαιδεύτηκαν από τον ίδιο. Πολλοί από αυτούς στη συνέχεια έγιναν αρχηγοί των δικών τους σμηνών.
Την περίοδο που έγινε σμήναρχος, ο Ριχτόφεν έβαψε το αεροπλάνο του, το Albatros, κόκκινο. Από αυτό το σημείο και μετά, συνήθως πετούσε με αεροσκάφη βαμμένα κόκκινα, αν και δεν ήταν όλα τους ολόκληρα κόκκινα ούτε ήταν απαραίτητα βαμμένα με το έντονο κόκκινο με τον οποίο γίνεται συνήθως η αναπαράστασή τους σε μοντέλα και αντίγραφα.
Και άλλα μέλη της Jasta 11 σύντομα έβαψαν μέρη των αεροσκαφών τους κόκκινα, με επίσημο λόγο αυτής της ενέργειας να κάνουν τον αρχηγό τους να ξεχωρίζει λιγότερο και να μην αποτελεί τόσο προφανή στόχο. Στην πράξη όμως, το κόκκινο χρώμα έγινε το χαρακτηριστικό της μονάδας. Και άλλες jasta στην συνέχεια απέκτησαν το δικό τους χρώμα και η διακόσμηση των μαχητικών αεροσκαφών έγινε κοινή πρακτική στην αυτοκρατορική αεροπορία. Παρά τα εμφανή μειονεκτήματα όσον αφορά την στρατιωτική σκοπιμότητα αυτής της πρακτικής, έγινε δεκτή από την ηγεσία του στρατού και εκμεταλλεύτηκε από τη γερμανική προπαγάνδα. Ο Ριχτόφεν έγινε γνωστός ως ο «Ερυθρός Βαρώνος».
Ο Ριχτόφεν οδήγησε την νέα μονάδα του σε ασύγκριτη επιτυχία, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη επιτυχία της τον λεγόμενο «Ματωμένο Απρίλιο» του 1917. Σε εκείνο το μήνα μόνο, ο Ριχτόφεν κατέρριψε 22 βρετανικά αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων σε μία μόνο μέρα, αυξάνοντας το σύνολό του σε 52. Μέχρι τον Ιούνιο είχε γίνει διοικητής του πρώτου από τους νέους μεγαλύτερους σχηματισμούς Jagdgeschwader, του Jagdgeschwader 1, το οποίο αποτελούταν από τις Jastas 4, 6, 10 και 11. Αυτές ήταν συνδυασμένες τακτικές μονάδες με μεγάλη κινητικότητα μπορούσαν να σταλούν γρήγορα σε διαφορετικά μέρη του μετώπου, όπου τις χρειάζονταν.
Με αυτό τον τρόπο η JG1 έγινε γνωστή ως το «Ιπτάμενο Τσίρκο», ένα όνομα που προέρχεται λόγω των πολλών μετακινήσεων της μονάδας, που χρησιμοποιούσε έτσι σα κατάλυμα σκηνές, τραίνα ή άμαξες, και τα έντονα χρωματισμένα αεροσκάφη της. Μέχρι το τέλος του Απριλίου, το «Ιπτάμενο Τσίρκο» είχε γίνει γνωστό ως το «Τσίρκο του Ριχτόφεν».
Ο Ριχτόφεν ήταν εξαιρετικός στις τακτικές, σχεδιάζοντας πάνω στις τακτικές του Μπαίλκε. Αντίθετα με τον Μπαίλκε, ηγούνταν δια του παραδείγματος και με τη δύναμη της θέλησης, παρά με την έμπνευση. Συχνά περιγράφεται ως απόμακρος, χωρίς συναισθήματα και αίσθηση του χιούμορ, αν και κάποιοι συνάδελφοί του τον χαρακτήρισαν αλλιώς. Μάθαινε στους πιλότους το βασικό κανόνα με τον οποίο ήθελε να πολεμούν: «Στοχεύστε τον άνδρα και μη τον χάσετε. Αν αντιμετωπίζετε ένα διθέσιο, επικεντρωθείτε πρώτα στον παρατηρητή• όταν δεν μπορεί πλέον να πυροβολήσει, δεν πρέπει να ανησυχείτε για το πιλότο.»
Αν και εκείνη τη περίοδο επιτελούσε τα καθήκοντα του αντίστοιχου σμήναρχου για τη Γερμανία, παρέμενε ένας ανθυπολοχαγός. Στο Βρετανικό στρατό θα είχε λάβει προσωρινά (brevet) ένα βαθμό αντίστοιχο με το επίπεδο διοίκησής του, αν και δεν θα είχε επισήμως προαχθεί. Στο Γερμανικό στρατό, δεν ήταν ασυνήθιστο κατά τον καιρό πολέμου, ένας αξιωματικός να κατέχει μικρότερο βαθμό από αυτό που αντιστοιχούσε στο επίπεδο διοίκησής τους, καθώς οι Γερμανοί αξιωματικοί προάγονταν σύμφωνα βάση επετηρίδας. Ήταν επίσης έθιμο ένα γιος να έχει μικρότερο βαθμό από το πατέρα του, και ο πατέρας του Ριχτχόφεν ήταν έφεδρος ταγματάρχης.
Τραυματισμός στη μάχη
Τις 6 Ιουλίου 1917, κατά τη διάρκεια μιας μάχης με ένα σχηματισμό από διθέσια μαχητικά F.E.2d του Σμήνους Νο. 20 RFC, κοντά στο Wervicq, ο Ριχτχόφεν υπέστη ένα σοβαρό τραύμα στο κεφάλι, που του προκάλεσε άμεσο αποπροσανατολισμό και προσωρινή μερική τύφλωση. Ανέκτησε τις αισθήσεις έγκαιρα ώστε να σταματήσει την ελεύθερη ελικοειδή πτώση του αεροσκάφους και πραγματοποίηση αναγκαστική προσγείωση σε ένα χωράφι σε φιλικό έδαφος. Το τραύμα απαίτησε πολλαπλά χειρουργεία για να απομακρυνθούν τα θραύσματα του οστού από τη τραυματισμένη περιοχή.
Η κατάρριψη χρεώθηκε στο λοχαγό Ντόναλντ Κάννελ της No. 20, ο οποίος στη συνέχεια καταρρίφθηκε και σκοτώθηκε μερικές μέρες μετά από αντιαεροπορικά πυρά. Ο Κόκκινος Βαρόνος επέστρεψε στην ενεργό υπηρεσία τις 25 Ιουλίου, αντίθετα με τη διαταγή γιατρού, αλλά ήταν σε αναρρωτική άδεια από τις 5 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 23 Οκτωβρίου. Το τραύμα θεωρείται ότι προκάλεσε χρόνια ζημιά, καθώς αργότερα θα υπέφερε από ναυτία και πονοκεφάλους μετά από τη πτήση, και αλλαγές διάθεσης. Υπάρχει ακόμη μια θεωρία που συνδέει τον τραυματισμό με το θάνατό του.
Συγγραφέας και ήρωας
Κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής του άδειας, ο Ριχτχόφεν ολοκλήρωσε μια σύντομη αυτοβιογραφία, το Der rote Kampfflieger. Αυτό γράφηκε ύστερα από σχετικές οδηγίες του τμήματος Τύπου (ουσιαστικά προπαγάνδας) της Αεροπορίας και σε μεγάλο του μέρος έγινε επεξεργασία και λογοκρισία. Μια μετάφραση στα αγγλικά από τον Τζ. Έλλις Μπάρκερ δημοσιεύθηκε το 1918 με τίτλο The Red Battle Flyer. Αν και ο Μάνφρεντ πέθανε πριν ετοιμαστεί μια αναθεωρημένη έκδοση, έχει καταγραφεί ότι είχε απαρνηθεί το βιβλίο, λέγοντας ότι ήταν «πολύ αυθάδες» (ή «αλαζονικό») και «δεν ήταν πια τέτοιου είδους άτομο».
Μέχρι το 1918, ο Ριχτχόφεν είχε γίνει τέτοιος θρύλος που υπήρχε ο φόβος ότι ο θάνατός του θα έκαμπτε το ηθικό των Γερμανών. Ο ίδιος ο Ριχτχόφεν αρνήθηκε να δεχτεί δουλειά στο έδαφος μετά τον τραυματισμό του, λέγοντας ότι ένας μέσος Γερμανός στρατιώτης δεν είχε επιλογή στα καθήκοντά του, και γι’ αυτό το λόγο συνέχισε σε πετάει.
Είχε γίνει σίγουρα αντικείμενο μιας λατρείας ήρωα, η οποία ενθαρρυνόταν από την επίσημη προπαγάνδα. Η γερμανική προπαγάνδα διέδωσε διάφορες φήμες, συμπεριλαμβανομένου ότι η Βρετανοί είχαν φτιάξει σμήνη μόνο για να καταρρίψουν τον Ριχτχόφεν, ή ότι θα κέρδιζε μεγάλα βραβεία όποιος τον κατέρριπτε. Κομμάτια από την αλληλογραφία του δείχνουν ότι ο ίδιος είχε πιστέψει τουλάχιστον τις μισές από αυτές τις φήμες.
Θάνατος
Ο Ριχτχόφεν τραυματίστηκε θανάσιμα λίγο μετά τις 11:00 πμ τις 21 Απριλίου 1918, καθώς πετούσε πάνω από το Μορλανκούρ, κοντά στο ποταμό Σομ.
Εκείνη τη στιγμή, ο Βαρόνος καταδίωκε σε πολύ μικρό υψόμετρα ένα Sopwith Camel το οποίο πιλόταρε ο Καναδός Γουίλφριν «Γουόπ» Μέι του 209ου σμήνους της Βασιλικής Αεροπορίας. Εν συνεχεία, ο Ριχτχόφεν εντοπίστηκε από το φίλο του Μέι, το Καναδό Κάπταιν Ρόυ Μπράουν, ο οποίος έπρεπε να βουτήξει με πολύ μεγάλη ταχύτητα για να αναχαιτίσει και στη συνέχεια να ανεβάσει το αεροσκάφος πολύ γρήγορα για να μη χτυπήσει στο έδαφος. Ο Ριχτχόφεν έστριψε για να αποφύγει την επίθεση και συνέχισε την καταδίωξη του Μέι.
Ήταν σίγουρα στα τελικά στάδια της καταδίωξης όταν ο Ριχτχόφεν χτυπήθηκε από μια μόνο σφαίρα .303, η οποία προκάλεσε μεγάλη ζημία στη καρδιά και τους πνεύμονές του και πρέπει να προκάλεσε ένα πολύ γρήγορο θάνατο. Στα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής του κατάφερε να κάνει μια άτσαλη αλλά ελεγχόμενη προσγείωση ( 49°55′56″N 2°32′16″E) σε ένα λόφο κοντά στο δρόμο Μπραΐ-Κορμπί, λίγο βόρεια από το χωριό Βω-σουρ-Σομ, σε μια περιοχή που ελεγχόταν από τους Αυστραλούς. Ένας μάρτυρας, ο οπλίτης Τζορτζ Ρίτζγουέι, είπε ότι αυτός και άλλοι στρατιώτες έφτασαν στο αεροπλάνο και βρήκαν ότι ο Ριχτχόφεν ήταν ακόμη ζωντανός αλλά πέθανε στιγμές αργότερα. Ένας άλλος μάρτυρας, ο Έντουαρντ Ντέιβιντ Σμουτ ανέφερε ότι η τελευταία λέξη του Ριχτχόφεν ήταν «καπούτ».
Το Fokker Dr.I, 425/17, αν και δεν είχε καταστραφεί από τη προσγείωση, αποσυναρμολογήθηκε από κυνηγούς ενθυμίων.
Το 3ο σμήνος της Αυστραλίας, ως η εγγύτερη μονάδα αεροπορίας των Συμμάχων ανέλαβε την ευθύνη για τη σωρό του Ριχτχόφεν. Το πιστοποιητικό θανάτου του Ριχτχόφεν βρέθηκε το 2009 στα αρχεία του Οστρόβ Βιελκοπόλσκι στη Πολωνία, το οποίο μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανήκε στη Γερμανία. Το έγγραφο, το οποίο είναι μονοσέλιδο και χειρόγραφο, από το μητρώο θανάτων του 1918, γράφει λάθος το όνομα του Ριχτχόφεν «Richthoven» και αναφέρει απλά ότι «πέθανε τις 21 Απριλίου 1918, από πληγές που δημιουργήθηκαν σε αερομαχία».
Αριθμός νικών
Για δεκαετίες μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάποιοι συγγραφείς αμφισβήτησαν ότι ο Ριχτχόφεν κατάφερε 80 νίκες, ισχυριζόμενοι ότι ο αριθμός αυτός αυξήθηκε για λόγους προπαγάνδας. Κάποιοι αναφέρουν ότι σε αυτόν χρεώθηκαν καταρρίψεις από άλλα μέλη του σμήνους του. Στην πραγματικότητα, οι νίκες του Ριχτχόφεν είναι καλύτερα καταγεγραμμένες από αυτές άλλων άσων.
Ένας πλήρης κατάλογος με των νικών που του έχουν χρεωθεί δημοσιεύθηκε το 1958, με δεδομένα από την Βρετανική Αεροπορία και τη ταυτότητα των Συμμαχικών πιλότων που σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. 73 από τις 80 αντιστοιχούν σε καταγεγραμμένες απώλειες των Βρετανών. Μια έρευνα από τον Βρετανό ιστορικό Νόρμαν Φρανκς, που δημοσιεύτηκε στο Under the Guns of the Red Baron το 1998 είχε το ίδιο συμπέρασμα όσον αφορά την ακρίβεια των νικών του Ριχτχόφεν. Υπάρχουν επίσης και ανεπιβεβαίωτες νίκες μπορούν να ανεβάσουν το συνολικό αριθμό σε πάνω από 100.
Για σύγκριση, από τους Συμμάχους, ο πιλότος με το μεγαλύτερο σκορ ήταν ο Γάλλος Ρενέ Φονκ, με 75 επιβεβαιωμένες καταρρίψεις και άλλες 52 μη επιβεβαιωμένες πίσω από τις εχθρικές γραμμές. Ο πιλότος της Βρετανικής Αεροπορίας με το μεγαλύτερο σκορ ήταν ο Καναδός Μπίλι Μπίσοπ με 72 νίκες• ο Τζέιμς ΜακΚάντεν με 57 νίκες και ο Μικ Μάννοκ με 61 νίκες.
Αξίζει να αναφερθεί ότι ενώ οι πρώτες νίκες του Ριχτχόφεν έλαβαν χώρα σε μια περίοδο στην οποία οι Γερμανοί κυριαρχούσαν στον αέρα, πολλές από τις επιτυχίες του έλαβαν χώρα έναντι σε ένα αριθμητικά ισχυρότερο εχθρό, ο οποίος είχε στη διάθεσή του αεροσκάφη πολύ καλύτερα από το δικό του.