Η Φιλοσοφική αμφισβήτηση του Μύθου

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου

 

Μέχρι τον 6ο π.Χ αι., ο λόγος περί θεών, ήταν όπως είδαμε αποκλειστικώς προνόμιο των ποιητών. Μόνο όταν για πρώτη φορά αμφισβητήθηκε η αξιοπιστία των δημιουργών και των φορέων των μύθων, δηλαδή των ποιητών, απομυθοποιήθηκε η ίδια η μυθολογική θρησκευτική κοσμοθεωρία. Η αποκλειστική αυθεντία της στην κατοχή της απόλυτη αλήθειας περί του κόσμου και των θεών, τέθηκε υπό αμφισβήτηση και η ίδια, έπαψε να αποτελεί πλέον αδιάψευστο φορέα της γνώσης.

 

Ο «λόγος περί Θεών» ήταν η έκφραση με την οποία, πρώτος ο Πλάτων (428-347 π.Χ) στην «Πολιτεία» [1] εισήγαγε στην φιλοσοφία την έρευνα της έννοιας της υψηλής θεολογίας, σε αντιδιαστολή προς τη μυθολογική ερμηνεία του παρελθόντος. Η φράση του «μολονότι βέβαια ένα αίσθημα αγάπης και σεβασμού που έχω από παιδί για τον Όμηρο με εμποδίζει να μιλήσω…αλλά όμως δεν πρέπει να τιμούμε περισσότερο τον άνθρωπο από την αλήθεια»[2], είναι χαρακτηριστική της νέας αντίληψης, που είχε αρχίσει να κυριαρχεί στους κύκλους των στοχαστών από το τέλος της αρχαϊκής περιόδου, πως μόνο η φιλοσοφία μπορεί να ασχοληθεί αξιόπιστα με την έρευνα της αλήθειας των όντων. Ο Αριστοτέλης (384-323 π.Χ) φανερώνει μιαν ανάλογη προς τον Πλάτωνα ιδέα, καθώς λαμβάνει τα κείμενα των φιλοσόφων περισσότερο σοβαρά απ΄ό,τι των ποιητών, «που λένε πολλά μυθεύματα»[3]. Σε αυτά τα λεγόμενα του Αριστοτέλη φαίνεται καθαρά ο λόγος για τον οποίο ο Σωκράτης και ο Πλάτων είχαν αντιμετωπίσει τους ποιητές ως άσοφους ανθρώπους. Με αυτά τα λόγια επίσης, θεωρεί κι αυτός την φιλοσοφία πιο κατάλληλη και αξιόπιστη από την ποίηση, να αποφαίνεται για τα θέματα του κόσμου και για το «λόγο περί Θεών». Και αλλού δηλώνει πως: «Ο Όμηρος και ο Εμπεδοκλής δεν έχουν τίποτα κοινό έξω από το μέτρο, γι΄αυτό τον πρώτο σωστό είναι να τον λέμε ποιητή, ενώ τον άλλο φιλόσοφο της φύσεως μάλλον παρά ποιητή»[4].

 

Ο Πλατωνικός Σωκράτης στην «Απολογία» του αναφέρεται στο μανικό στοιχείο της ψυχής των ποιητών, που γεννάει τα ποιητικά έργα, ως μιας ξένης, άλογης (από τους ίδιους) δύναμης που προέρχεται από τους θεούς, ενώ γίνεται αμείλιχτος κριτής της άσοφης ικανότητας των ποιητών για δημιουργία[5]. Στον «Ίωνα» η κριτική προς τους ραψωδούς και τους ποιητές είναι πιο αυστηρή. Η μανία αυτή αποτελεί για το μαινόμενο μια θεϊκή δόση, ένα ιδιαίτερο χάρισμα των Θεών[6], που δίνει μιαν ιερότητα σ΄εκείνον που την έχει. Για τον Πλάτωνα ο ποιητής δεν παύει να είναι κάτι το κούφιο και αλαφρό[7], ένας άμυαλος και άλογος άνθρωπος, που του λείπει ολότελα η γνώση του αντικειμένου για το οποίο μιλά[8] και που όχι σπάνια, αυτός ένας μηδαμινός, που η θεία μοίρα θέλει να γίνει για μια μονάχα στιγμή ο φορέας των βουλών της[9] «…και γαρ ούτοι λέγουσι μεν πολλά και καλά, ίσασιν δε ουδέν ών λέγουσι»[10].

 

Η γενική ανασκόπηση των διαφόρων φιλοσοφικών θεωριών της εποχής περί των θεών, της αρχής του κόσμου και των όντων, θα δείξει πως αυτές, μαζί με άλλες κοινωνικο-οικονομικές παραμέτρους, ήταν η αιτία της πνευματικής ρήξης, ανάμεσα στις αξιώσεις του Λόγου για την αλήθεια, που είχαν ήδη έρθει στο προσκήνιο, και στο παλαιό μυθολογικό περιεχόμενο του θρησκευτικού συστήματος που αδυνατούσε πλέον να δώσει πειστικές απαντήσεις στα αγωνιώδη ερωτήματα της αρχαίας κοινωνίας. Και ακόμη πως η αλλαγή της μορφής της τέχνης που είχε αρχίσει να συντελείται εκείνη την εποχή, ήταν συνέπεια της επίδρασης της νιογέννητης φιλοσοφίας και επιστήμης και των φυσικών θεωριών των προσωκρατικών φιλοσόφων περί της δημιουργίας του κόσμου.

 

Κατά τον John Peter Anton[11]: «Παρόλο που η προσωκρατικοί έθεσαν τον άνθρωπο στο σωστό του πλαίσιο, η μεγαλύτερη συμβολή τους δεν έγκειται στις οξυδερκείς περιστασιακές παρατηρήσεις τους σε θέματα ηθικής, αλλά στο ότι έκαναν την απαρχή ενός επαναστατικού τρόπου διερεύνησης του ανθρώπινου περιβάλλοντος και άνοιξαν το δρόμο για την οικοδόμηση εξηγήσεων που ερείδονται στη δύναμη του ανθρώπινου νου κι όχι στο μύθο, την πίστη ή την παράδοση. Με την παρακμή της μυθικής εννόησης του κόσμου και την ανακάλυψη της επιστήμης ταυτόχρονα με την πίστη στον ανθρώπινο νου, ακολούθησε κατόπιν η απόπειρα εξοβελισμού του μυθικού στοιχείου από τα ανθρώπινα «πράγματα». Για τους Προσωκρατικούς ήταν φυσικό αλλά και βολικό να θεωρήσουν τον ανθρώπινο πρακτικό βίο κεφάλαιο της φυσικής ιστορίας».

 

Η εξέλιξη αυτή συνέβη για πρώτη φορά στην ιστορία στην Ελλάδα και παρατηρούμε μια στροφή της αρχαϊκής σκέψης για την τέχνη και μια αλλαγή στο ύφος της, ήδη από τον 6ο π.Χ αι. Σταδιακά, η ολοένα και μεγαλύτερη αντικατάσταση των μυθικών στοιχείων και η υποχώρηση της θρησκευτικότητας, έναντι των κατακτήσεων της επιστημονικής γνώσης και του εξανθρωπισμού της συνείδησης, υποβάθμισε το ιερό περιεχόμενο της τέχνης, χάριν του αισθητικού, αποκόβοντας την από το υπερβατικό και μαγικό της παρελθόν. Αυτό προκάλεσε μια τεράστια αλλαγή στον προσανατολισμό της, αφού αναθεώρησε τη θεϊκή της καταγωγή και κατά συνέπεια τον προορισμό της. Το μυθολογικό περιεχόμενο έπρεπε πλέον να αντικατασταθεί από ένα νέο, πιο λογικό σύστημα θεώρησης του κόσμου, βασισμένου στην απόδειξη των αισθήσεων και δημιουργημένου από το νου. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια απαίτηση ριζικής αλλαγής των φυσικών προτύπων που καθόριζαν ως τότε τη μορφή της θρησκείας και της τέχνης μέσα από τη μυθολογική σύνθεση. Η αλλαγή, λοιπόν, του περιεχομένου της τέχνης, σηματοδότησε αναγκαία και την αλλαγή της μορφής της.

 

Η καταλυτική επίδραση των φιλοσοφικών αυτών θεωριών, μας υποχρεώνει να αναφερθούμε σε αυτές ξεχωριστά, καθώς είναι βασικοί φορείς της αμφισβήτησης του μύθου.

(συνεχίζεται σε επόμενο κεφάλαιο…)


(Το κείμενο αποτελεί μέρος της μελέτης μου με τον τίτλο: «ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ-Μια επισκόπηση της ανάπτυξης του Πολιτισμού» Β΄Μέρος, Αρχαίος Κόσμος, Κεφ. 3, ΟΙ «ΠΕΡΙ ΘΕΩΝ ΚΑΙ ΟΝΤΩΝ» ΦΙΛΟΣΟΦΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, παρ. 1, Η Φιλοσοφική αμφισβήτηση του Μύθου)

http://peritexnisologos.blogspot.gr/2012/11/blog-post_3.html

ΔΗΜΟΦΙΛΗ