Η ηγετική φιγούρα του βρετανικού Ρομαντισμού των αρχών του 19ου αιώνα έζησε μια ζωή γεμάτη από κάθε άποψη.
Νέος, ωραίος και αριστοκρατικής καταγωγής, ο Τζορτζ Γκόρντον Νοέλ, 6ος βαρώνος του Μπάιρον (εξελληνισμένα, Λόρδος Βύρων), απόλαυσε τη ζωή ως το μεδούλι: την υπερβολή του πλούτου, αναρίθμητα ερωτικά ειδύλλια, σκανδαλώδεις δεσμούς (με τις φήμες να τον θέλουν να διατηρεί ακόμα και αιμομικτική σεξουαλική σχέση με την ετεροθαλή αδερφή του) και πολλά ακόμα.
Ο κομψός ευγενής ήταν ωστόσο πολλά περισσότερα από αυτό: η ποιητική του πένα θα τον μετέτρεπε σε μια από τις διαπρεπείς μορφές του ρομαντικού κινήματος, μένοντας στην ιστορία της λογοτεχνίας για τη δύναμη του στίχου του και τις γλωσσικές του ακροβασίες.
Και βέβαια δεν θα έμενε αμέτοχος στο δράμα των υπόδουλων Ελλήνων, καταφέρνοντας να εξασφαλίσει το πρώτο σημαντικό δάνειο προς την επαναστατημένη Ελλάδα από το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου και δίνοντας τη ζωή του τελικά για τον αγώνα της ανεξαρτησίας: ο Βύρων άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι στις αρχές του 1824, πεθαίνοντας για τη λευτεριά μιας πατρίδας που δεν ήταν καν δική του!
Και ήταν μόλις 36 ετών…
Πρώτα χρόνια
Ο Τζορτζ Γκόρντον Νοέλ Μπάιρον ΣΤ’ γεννιέται στις 22 Ιανουαρίου 1788 στο Λονδίνο μέσα σε αριστοκρατική οικογένεια, που έφθινε βέβαια ταχέως. Λίγο μετά τη γέννα του, ο πατέρας του, πλοίαρχος του Βασιλικού Ναυτικού, εγκατέλειψε την οικογένεια λόγω χρεών και η μητέρα του, απόγονος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Γ’, αναγκάστηκε να πουλήσει περιουσία και τίτλο ευγενείας για την αποπληρωμή τους, με το διαζύγιο να είναι μονόδρομος.
Ο Βύρων γεννιέται με πρόβλημα στη δεξιά κνήμη που θα τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή και θα σφραγίσει τόσο τον βίο όσο και το έργο του. Ως παιδί, μεγαλώνει πλάι στη σχιζοφρενή μητέρα του και την τροφό του, που οι βιογράφοι του ισχυρίζονται ότι τον κακοποιούσε. Τα δύσκολα παιδικά χρόνια της παρακμασμένης φαμίλιας θα του αφήσουν «κληρονομιά» την έλλειψη πειθαρχίας και την αμετροέπεια του χαρακτήρα του.
Το 1798 ωστόσο, σε ηλικία 10 ετών, ο Βύρων κληρονομεί τον τίτλο και την περιουσία του θείου του, γινόμενος έτσι ο 6ος Λόρδος Μπάιρον (Βύρων). Η ζωή του άλλαξε έτσι δραστικά: δύο χρόνια αργότερα θα βρεθεί σε ιδιωτικό σχολείο του Λονδίνου, όπου θα λάβει τη δέουσα μόρφωση της άρχουσας τάξης.
Το 1803, ο Βύρων ερωτεύτηκε παράφορα τη μακρινή του ξαδέλφη Mary Chaworth, με το ανεκπλήρωτο του έρωτά του να βρίσκει δημιουργική έκφραση στα πρώτα ερωτικά ποιήματά του. Από το 1805-1808, ο Βύρων θα φοιτήσει με διαλείμματα στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, με τα σεξουαλικά σκάνδαλα και τις υπερβολές του να μένουν παροιμιώδη στο κολέγιο. Ταυτοχρόνως βέβαια του αφήνουν και πολλά χρέη, με τον ίδιο να μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ ιππασίας, πυγμαχίας και τζόγου.
Τα ερωτικά του ειδύλλια με γυναίκες και άντρες θα προκαλέσουν σκάνδαλο, όπως ήταν φυσικό, ενώ στα χρόνια του πανεπιστήμιου θα έρθει σε επαφή με τις φιλελεύθερες ιδέες που δονούσαν τον κόσμο…
Πρώτα ταξίδια και γραπτά
Αφού έλαβε δηκτικές κριτικές για την πρώτη του ποιητική συλλογή, τις «Ώρες Απραξίας» (Hours of Idleness – 1808), ο Βύρων ανταπάντησε με το σατιρικό ποίημα «English Bards and Scotch Reviewers», που έκανε πνευματώδη επίθεση στην κλειστή λογοτεχνική κοινότητα της χώρας και του εξασφάλισε την πρώτη του λογοτεχνική αναγνώριση. Ταυτοχρόνως, συνεχίζει την έκλυτη ζωή και αφήνει και πάλι κολοσσιαία χρέη.
Στα 21 του πια, ο Βύρων στρογγυλοκάθεται στη θέση του στη Βουλή των Λόρδων, ενώ την επόμενη χρονιά θα ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι του στη Μεσόγειο, όπου και θα γράψει ένα από τα πλέον περίφημα ποιήματά του, «Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ», με θέμα τις εντυπώσεις ενός νεαρού άντρα που ταξιδεύει σε άγνωστα εδάφη.
Στην περιήγησή του στη Μεσόγειο το 1809 ο Βύρων δεν παρέλειψε να επισκεφθεί την Ελλάδα, την οποία ερωτεύτηκε αμέσως. Αφού συναντήθηκε με τον Αλή Πασά στο σαράι του, ο ποιητής περιδιάβηκε όλη σχεδόν τη χώρα και ξεναγήθηκε στα μνημεία του ελληνικού πολιτισμού. Δεν παρέλειψε βέβαια να ερωτευτεί και πάλι, αυτή τη φορά την κόρη του βρετανού πρόξενου Θεόδωρου Μακρή, στην οποία και αφιέρωσε το περίφημο ποίημά του «Κόρη των Αθηνών» (1809). Ο Βύρων θα παραμείνει στην Ελλάδα άλλους 10 μήνες, μετρώντας αμέτρητες περιπέτειες, που λίγο έλειψε να του στερήσουν τη ζωή. Ο ίδιος πέρασε κολυμπώντας τα Στενά του Ελλήσποντου, μιμούμενος τον άθλο του μυθικού Λέανδρου(!), κατόρθωμα που το είχε καμάρι σε όλο του τον σύντομο βίο!
Το 1811 ωστόσο, με τον ίδιο χτυπημένο πάλι βαριά από ελονοσία, αποφασίζει να επιστρέψει στη Βρετανία. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς χάνει τη μητέρα του, που παρά τη δύσκολη σχέση τους θα τον βυθίσει στη θλίψη. Η δημοσίευση ωστόσο του «Προσκυνήματος του Τσάιλντ Χάρολντ» θα τον κάνει διασημότητα και θα τον βγάλει από το βαρύ του πένθος, όπως και μια σειρά φυσικά από νέα σεξουαλικά σκάνδαλα και θυελλώδη ειδύλλια.
Το καλοκαίρι του 1813 ο Βύρων θα εμπλακεί ερωτικά με την ετεροθαλή αδελφή του Αυγούστα, που ήταν πλέον παντρεμένη. Το πάθος, οι ενοχές που νιώθει αλλά και η περιρρέουσα φημολογία για τον αιμομικτικό δεσμό θα απαθανατιστούν σε μια σειρά από λαμπρά «σκοτεινά» ποιήματα, όπως «Ο Γκιαούρ», «Η Νύφη της Αβύδου», «Ο Κουρσάρος», «Η Πολιορκία της Κορίνθου» κ.ά.
Οι συλλογές του γίνονται ανάρπαστες, φέρνοντάς του ακόμα περισσότερα λεφτά, τα οποία ξοδεύει φυσικά αφειδώς σε έξαλλες διασκεδάσεις και σεξουαλικές περιπέτειες, με τα χρέη να συσσωρεύονται για ακόμα μια φορά. Ως τρόπο για να ξεφύγει από την έκλυτη ζωή και τις εφήμερες σχέσεις, κάνει τον Σεπτέμβριο του 1814 πρόταση γάμου στην Άνα (Αναμπέλα) Ισαβέλα Μίλμπανκ, μια γυναίκα ιδιαίτερα μορφωμένη και καλλιεργημένη.
Ο γάμος τους θα λάβει χώρα τον Ιανουάριο του 1815 και τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς θα γεννηθεί η κόρη τους, Αυγούστα Άδα. Ο γάμος δεν έμελλε ωστόσο να κρατήσει πολύ, καθώς η διαφορετικότητα των χαρακτήρων παραήταν έκδηλη, και τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιάς η κακότυχη ένωση πήρε τέλος, με την Αναμπέλα να εγκαταλείπει τον Βύρων βουτηγμένο στο ποτό, τα χρέη και τις φήμες που έδιναν και έπαιρναν για τον αιμομικτικό του δεσμό αλλά και τις ομοφυλοφιλικές του περιπέτειες. Ο ίδιος δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ τη γυναίκα και την κόρη του…
Αυτοεξορία
Τον Απρίλιο του 1816, μέσα σε κλίμα ιδιαίτερα αφιλόξενο για τον ίδιο, που τον ανάγκαζει να αποφεύγει τις δημόσιες εμφανίσεις, ο Βύρων εγκαταλείπει την Αγγλία, στην οποία μάλιστα έμελλε να μην επιστρέψει ποτέ. Ταξίδεψε στη Γενεύη, όπου έγινε φίλος με τον λογοτέχνη Πέρσι Σέλεϊ και την επίσης συγγραφέα γυναίκα του Μέρι Σέλεϊ. Στην παραμονή του στην Ελβετία συγγράφει την τρίτη ωδή του «Τσάιλντ Χάρολντ», αυτή τη φορά μεταφέροντας τις εντυπώσεις του από τα ταξίδια του στο Βέλγιο και την περιπλάνησή του κατά μήκος του ποταμού Ρήνου. Την ίδια εποχή γράφει και το κορυφαίο του ποιητικό δράμα «Μάνφρεντ».
Το καλοκαίρι του 1816 οι Σέλεϊ μετακόμισαν πίσω στην Αγγλία, με την αδερφή της Μέρι, Κλερ, να γεννά την κόρη του Βύρωνα Αλέγκρα τον Ιανουάριο του 1817. Τον Οκτώβριο του 1816, ο Βύρων και ο αδελφικός του φίλος Τζον Χόμπχαους μετακινούνται στην Ιταλία, με τον ίδιο να συνεχίζει την έκλυτη ζωή και τις ερωτικές περιπέτειες, που θα απαθανατιστούν στην κορυφαία του ίσως ερωτική συλλογή, τον «Δον Ζουάν»: ο ίδιος θα προλάβει να γράψει 16 ωδές μέχρι τον θάνατό του, αφήνοντας το εκτενές ποίημα ανολοκλήρωτο.
Όντας στην Ιταλία, υποστηρίζει ενεργά το φιλελεύθερο κίνημα που ξέσπασε στη χώρα, με την άσωτη ζωή του να αφήνει ωστόσο το στίγμα της στην υγεία του: ο Βύρων, παρά το γεγονός ότι ήταν μόλις 30 ετών, μοιάζει πλέον πολύ μεγαλύτερος και καταβεβλημένος. Άλλο ένα ειδύλλιο θα σημαδέψει την παραμονή του στην Ιταλία: συνδέεται ερωτικά με την 19χρονη παντρεμένη κοντέσα Teresa Guiccioli, η οποία σύντομα θα εγκαταλείψει τον άντρα της για τα μάτια του ρομαντικού ποιητή.
Η ισχυρή προσωπικότητά του θα μαγέψει και τον πατέρα της αριστοκράτισσας, ο οποίος θα μυήσει τον ποιητή στη μυστική εταιρία Carbonari, που είχε σκοπό να απελευθερώσει την Ιταλία από τον αυστριακό ζυγό. Μεταξύ 1821-1822, ο Βύρων αναλαμβάνει τα ηνία της εφημερίδας της εταιρίας και μπλέκεται ενεργά στο αυτονομιστικό κίνημα…
Τελευταία ηρωική περιπέτεια
Το 1823, ο αεικίνητος Βύρων αναλαμβάνει την πρόσκληση να υποστηρίξει ενεργά τον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία από τον οθωμανικό ζυγό. Ο ίδιος δαπανά ένα τεράστιο ποσό της προσωπικής του περιουσίας για την επισκευή του ελληνικού στόλου και συγκροτεί δικό του στρατιωτικό απόσπασμα, αποτελούμενο από σουλιώτες μαχητές! Γράφει σχετικά στο «Ημερολόγιο της Κεφαλλονιάς» (Ιούνιος 1823): «Οι σκλάβοι ξεσηκώθηκαν / κι εγώ θα κάνω πίσω; / Το στάχυ ξαναωρίμασε / κι εγώ δεν θα θερίσω;».
Αφού παρέμεινε 6 μήνες στην Κεφαλλονιά, αποφασίζει να μετακινηθεί στον Μοριά, εγκαθίσταται ωστόσο στο Μεσολόγγι, όπου έρχεται σε επαφή με τον Μαυροκορδάτο, στον οποίο και δίνει άλλο ένα μεγάλο ποσό της προσωπικής του περιουσίας για τις ανάγκες του αγώνα. Ταυτοχρόνως, λειτουργεί ως δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ αγωνιστών και βρετανών φιλελλήνων για τη σύναψη του πρώτου επαναστατικού δανείου, ως μέλος άλλωστε του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου, κρούοντας παράλληλα τον κώδωνα του κινδύνου για την κατεύθυνση των χρημάτων: διαβλέποντας τις πολιτικές διαμάχες που είχαν ήδη ξεσπάσει στους κόλπους της ηγεσίας των ελλήνων αγωνιστών, καλεί σε αποκλειστική χρήση των χρημάτων για την απελευθέρωση του έθνους και όχι για αλλότριους πολιτικούς σκοπούς.
Παράλληλα με το μέλημά του για τη στρατιωτική πορεία της Επανάστασης, αναλαμβάνει τον ρόλο να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των οπλαρχηγών. Παρατηρεί σε επιστολή του: «Καθώς ήρθα εδώ για να υποστηρίξω όχι μια φατρία, αλλά ένα έθνος και για να συνεργαστώ με τίμιους ανθρώπους και όχι με κερδοσκόπους ή καταχραστές (κατηγορίες που ανταλλάσσονται καθημερινά ανάμεσα στους Έλληνες), θα χρειαστεί πολλή περίσκεψη για να αποφύγω τη μομφή ότι μεροληπτώ και αντιλαμβάνομαι ότι αυτό θα είναι πολύ δύσκολο, γιατί έχω ήδη λάβει προσκλήσεις από περισσότερα του ενός από τα αλληλοσπαρασσόμενα κόμματα, πάντα με τη δικαιολογία ότι αυτοί είναι οι γνήσιοι εκπρόσωποι του έθνους». Σε επιστολή που εμπιστεύεται στον φίλο του Χόμπχαους τον Σεπτέμβριο του 1823 διαμαρτύρεται: «Οι Έλληνες φαίνεται να κινδυνεύουν περισσότερο από τη διχόνοιά τους, παρά από τις επιθέσεις του εχθρού».
Προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στις έριδες των ηγετών της επανάστασης, ο Βύρων προσβάλλεται και πάλι από ασθένεια τον Φεβρουάριο του 1824, με τον πυρετό να μην πέφτει με τίποτα. Ο μεγάλος φιλέλληνας πέθανε στις 19 Απριλίου 1824 στο Μεσολόγγι, σε ηλικία 36 ετών. Ο θρήνος για τον χαμό του απλώθηκε όχι μόνο στην επαναστατημένη Ελλάδα, που τον έκλαψε ως ήρωα, αλλά και την Αγγλία, που πένθησε τον θάνατο του κορυφαίου ρομαντικού ποιητή της.
Ο Διονύσιος Σολωμός συνθέτει μακρά ωδή στη μνήμη του, ενώ στην τελευταία του κατοικία τον συνοδεύει το λιτό επίγραμμα του εθνικού μας ποιητή, με τη μαχόμενη Ελλάδα να μένει παγωμένη και να βυθίζεται σε βαθιά περισυλλογή: «Λευτεριά για λίγο πάψε / να χτυπάς με το σπαθί / κι έλα σίμωσε και κλάψε / εις του Μπάιρον το κορμί»…