Η ανάπαυλα των ημερών θα επιτρέψει στις ηγεσίες των κομμάτων να κάνουν έναν πρώτο απολογισμό της έως τώρα πορείας τους και να κάνουν τις απαραίτητες προσαρμογές στη στρατηγική τους προτού μπούμε στην τελική ευθεία για τις κάλπες της 21ης Μαΐου.
Του Ανδρέα Καψαμπέλη
Από την Τήνο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, την Κέρκυρα ο Αλέξης Τσίπρας και το Ηράκλειο ο Νίκος Ανδρουλάκης -που αποτελούν και τους κεντρικούς πρωταγωνιστές αυτές της αναμέτρησης- δεν έχουν μόνο να εξετάσουν τα προγνωστικά για τα κόμματά τους εν όψει των εκλογών, αλλά να σταθμίσουν και τα δεδομένα που αφορούν τους ίδιους προσωπικά ως αρχηγούς τους.
Ο αλγόριθμος αυτών των εκλογών αναμένεται να είναι ο πιο σύνθετος από όλες τις έως τώρα αναμετρήσεις, τουλάχιστον μετά τη Μεταπολίτευση.
Παράμετροι
Μπορεί μάλιστα η δημόσια συζήτηση να επικεντρώνεται πρωτίστως στο ποιο κόμμα θα έρθει πρώτο, αλλά οι παράμετροι που θα κρίνουν τη γενικότερη εικόνα και τη νέα πολιτική ισορροπία στον τόπο είναι πολλές περισσότερες. Και σε αυτό δεν θα παίξει ρόλο μόνο το γεγονός ότι τουλάχιστον οι πρώτες εκλογές θα διεξαχθούν με την απλή αναλογική αλλά και η μεγάλη ρευστότητα που διαμορφώνεται -μαζί με τις ανάλογες φυγόκεντρες τάσεις- στην κοινωνία και στο εκλογικό σώμα.
Μέσα σε αυτή τη σύνθετη εξίσωση, λοιπόν, από τις επιδόσεις των κομμάτων και τα ποσοστά που θα πετύχουν δεν θα εξαρτηθεί μόνο η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης -και προς ποια κατεύθυνση-, αλλά θα δοκιμαστεί ταυτόχρονα και το imperium των τριών αρχηγών μέσα σε αυτά.
Έως τώρα -και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά- οι κ. Μητσοτάκης. Τσίπρας και Ανδρουλάκης δεν αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητα προβλήματα και σοβαρή αμφισβήτηση της ισχύος τους. Εσωτερικά ζητήματα υπάρχουν βεβαίως και στα τρία κόμματα, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις αναπτύσσονται κρίσεις, που παραμένουν όμως σε λανθάνουσα μορφή. Χρονικός ορίζοντας είναι ασφαλώς οι εκλογές. Ανάλογα με το αποτέλεσμά τους, η επόμενη μέρα μπορεί να είναι για τον καθέναν τους διαφορετική…
Ένα ερώτημα που απασχολεί εδώ και αρκετό καιρό τους κομματικούς διαδρόμους και τα παρασκήνια είναι εάν και πόσο ο εκλογικός πήχης για τα κόμματα -και ειδικά για τα κόμματα εξουσίας- ταυτίζεται ή διαφοροποιείται από τον πήχη που έχει να κάνει με τη θέση των αρχηγών τους. άλλο πράγμα είναι, όπως λέγεται χαρακτηριστικά, ο νικητής να συγκεντρώσει και υψηλό ποσοστό, ενώ θα είναι αρκετά διαφορετικό η πρωτιά να συνδυαστεί με μία γενικότερη συρρίκνωση και καθίζηση του σημερινού κυρίαρχου πολιτικού συστήματος.
Όπως είναι λογικό, οι περισσότεροι προβολείς πέφτουν πάνω στη Νέα Δημοκρατία και στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ετσι όπως διαμορφώνονται πλέον τα πράγματα, ο «γαλάζιος» πήχης για τον πρώτο γύρο των εκλογών τοποθετείται τουλάχιστον στο 30%. Πέραν της ψυχολογικής σημασίας για το ηθικό των ψηφοφόρων και των στελεχών της παράταξης, το ποσοστό αυτό είναι το ελάχιστο που απαιτείται για να έχει υπαρκτές ελπίδες στις δεύτερες κάλπες, που σχεδιάζει για τις αρχές Ιουλίου, να αποσπάσει ή τουλάχιστον να προσεγγίσει την αυτοδυναμία.
Εάν η Νέα Δημοκρατία πέσει κάτω από το 30%, τότε θα ακυρωθεί αυτόματα όλη η στρατηγική του κ. Μητσοτάκη και, εκτός από το κόμμα, θα έχει πρόβλημα και ο ίδιος, καθώς μάλιστα θα έχει χάσει εντελώς και την πρωτοβουλία των κινήσεων και των ελιγμών. Δεν θα μπορεί να μιλά για νίκη και η προοπτική αδυναμίας για την επίτευξη του στόχου της αυτοδυναμίας στις δεύτερες εκλογές θα σηματοδοτήσει ένα γενικότερο αδιέξοδο που θα τον συμπαρασύρει προσωπικά. Καθώς αναμένεται σε αυτή την περίπτωση να ενεργοποιηθούν πιο αποφασιστικά και οι διεργασίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας ακόμα και από τον πρώτο γύρο, η θέση του κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ. θα καταστεί αυτόματα πιο αδύναμη.
Για τον Αλέξη Τσίπρα ο διακηρυγμένος στόχος είναι να έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα, έστω και με μία ψήφο διαφορά. Στην πράξη ο πήχης χαμηλώνει κάπως και για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ένα πιθανό αποτέλεσμα με οριακή ήττα θα κρατήσει ζωντανές τις ελπίδες για να δημιουργηθεί ένα ρεύμα υπέρ του σχηματισμού «προοδευτικής κυβέρνησης» τον Ιούλιο. Το ζήτημα είναι τι θα γίνει στην περίπτωση που η Νέα Δημοκρατία πετύχει καθαρή νίκη έναντι του ΣΥΡΙΖΑ στις 21 Μαΐου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον επαναληπτικό γύρο.
Θεωρητικά βέβαια ο κ. Τσίπρας έχει νωπή την εσωκομματική ανανέωση της εντολής από το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ παράλληλα ελέγχει και όλους τους συσχετισμούς στα ηγετικά όργανα. Ούτε υπάρχει αυτή τη στιγμή κάποιος που να τον αμφισβητεί άμεσα ή έμμεσα. Το εκλογικό αποτέλεσμα όμως είναι αυτό που μπορεί να παραγάγει τη δική του δυναμική προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Γι’ αυτό και το προσωπικό στοίχημα του κ. Τσίπρα είναι -ακόμη κι αν δεν έρθει πρώτος- να «ακολουθεί» κατά πόδας τη Ν.Δ. και τον κ. Μητσοτάκη.
Βεβαίως, παραμένει άγνωστο ακόμα τι θα συμβεί -και για τους δύο πολιτικούς αρχηγούς- στην περίπτωση που τα κόμματά τους δεν καταφέρουν έως την ημέρα των εκλογών να αυξήσουν ικανοποιητικά τη συσπείρωσή τους και, αντί να κινηθούν αμφότερα πέριξ του 30%, καταγράψουν τελικά σημαντική πτώση στα επίπεδα του 25%-26%. Ανεξάρτητα μάλιστα από το ποιος θα είναι πρώτος, πολλοί πιστεύουν ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα τροφοδοτήσει την περαιτέρω απονομιμοποίηση του σημερινού κομματικού σκηνικού και των επικεφαλής του.
Θέμα «αξιολόγησης»
Από την πλευρά του ο Νίκος Ανδρουλάκης υπήρξε -είναι η αλήθεια- ο μόνος που προς στιγμήν δήλωσε ότι, αν δεν είναι ικανοποιητικό το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ, θα θέσει μόνος του θέμα «αξιολόγησής» του. Προ των εσωτερικών αντιδράσεων ακόμη και μεταξύ των στενών συνεργατών του έσπευσε βέβαια να το μαζέψει και να μην το επαναλάβει, αλλά ήδη η Χαριλάου Τρικούπη βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης εσωστρέφειας.
Όταν το 2019 υπό τη Φώφη Γεννηματά το ΠΑΣΟΚ πήρε 8,1%, η αόριστη αναφορά σε διψήφιο ποσοστό αυτή τη στιγμή κρίνεται ανεπαρκής. Ολοι μάλιστα γνωρίζουν ότι, αν κυμανθεί απλώς περί το 10%, στις δεύτερες κάλπες θα υποστεί μεγάλη συμπίεση, ενδεχομένως και κάτω από το προηγούμενο ποσοστό. Οπως αναγνωρίζουν έμπειρα στελέχη του κόμματος, στις 21 Μαΐου ο πήχης -και για τον Νίκο Ανδρουλάκη προσωπικά- κινείται άνω του 12%-13%, ώστε να υπάρχουν περιθώρια και στις επαναληπτικές να διατηρηθεί στο διψήφιο.
Σε διαφορετική περίπτωση, το ούτως ή άλλως διχασμένο («με ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει») ΠΑΣΟΚ θα βρεθεί σε ακόμα μεγαλύτερη περιδίνηση και ο αρχηγός του θα αντιμετωπίσει ανοιχτά την υποβόσκουσα μέχρι σήμερα αμφισβήτησή του.