Τη Μ. Πέμπτη έβαφαν τ’ αυγά. Η παράδοση τα ήθελε κόκκινα, στο χρώμα της θυσίας του Χριστού και της χαρμόσυνης αναμονής. Πολλές νοικοκυρές έβαφαν τ’ αυγά με κρεμμύδι. Έβαζαν φλούδες κρεμμυδιών στον πάτο μιας κατσαρόλας, από πάνω μια στρώση αυγά, από πάνω πάλι φλούδες και πάλι αυγά μέχρι να γεμίσει η κατσαρόλα. Πρόσθεταν νερό και τα έβραζαν σε σιγανή φωτιά μέχρι να πάρουν τ’ αυγά χρώμα.
Το πρώτο αυγό που έβαφαν το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι. Πολλοί το κρατούσαν ως φυλαχτό και το φύλαγαν μέχρι να γίνει ο κρόκος του σαν κεχριμπάρι.
Οι αγορές της Σμύρνης γέμιζαν από τη Μ. Δευτέρα με κοπάδια αρνιών που συνήθως τα έφερναν οι έμποροι με το σιδηρόδρομο από την Καππαδοκία.
Οι Σμυρνιοί αγόραζαν συνήθως δύο αρνιά. Ένα για τη Λαμπρή και ένα για τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου. Το πασχαλινό αρνί δε συνήθιζαν να το σουβλίζουν. Το γέμιζαν με ρύζι, αμύγδαλα και κουκουνάρι και το έβαζαν στη χόβολη αποβραδίς για να ψηθεί σιγά σιγά ως το πρωί.
Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα οι γυναίκες άσπριζαν και καθάριζαν το σπίτι. Έπρεπε να λάμπει από καθαριότητα για να «υποδεχθεί τον Αναστάντα Χριστόν».
Το Πάσχα, για όλη τη Μ. Ασία αποτελούσε ένα κορυφαίο θρησκευτικό γεγονός που ήταν ταυτισμένο με την άνοιξη και την εποχή της γονιμότητας και της ευημερίας…
Επίσης το Πάσχα έφτιαχναν κούνιες με σχοινί στα δέντρα και κουνιόταν όλοι, μικροί, μεγάλοι. Το έθιμο το ‘φεραν οι πρόσφυγες και εδώ. Στις ελιές της γιαγιάς της Σμυρνιάς βάζομε σκοινιά και μαξιλάρι και κουνιόμαστε όλοι. Η μαμά ντρεπόταν επειδή ήταν μεγάλη αλλά κάθιζε και αυτή. Ήταν Κρητικιά και όλοι οι άλλοι Σμυρνιοί. Αχ, που είναι τώρα η γιαγιά, ο μπαμπάς, η μαμά ο θείος!
Το τραγούδι του Χριστού
(ψάλλεται τη Μ. Παρασκευή)
«Κάτω στα Ιεροσόλυμα
και του Χριστού τον τάφο
εκεί καθόταν Παναγιά
μόνον και μοναχή της.
Τα προσευχάς της έκανε
για τον Μονογενή της Φωνή
εξήλθε εξ ουρανού
κι απ’ αρχάγγελου στόμα:
«Σώνουν κυρά μ’ οι προσευχές,
σώνουν και οι μετάνοιες».
Βγαίνει στην πόρτα η Παναγιά
να δει και να ρωτήσει,
βλέπ’ τον ουρανό θολό
και τ’ άστρα βουρκωμένα
και το φεγγάρι της αυγής
στο αίμα βουτηγμένο,
βλέπει τον Γιάννη κι έρχεται
κλαμένο, πικραμένο.
Πηγή: Αγώνας Κρήτης