Του Πασχάλη Τσολάκη
Δεν ήταν σαν όλες τις άλλες ημέρες εκείνο το πρωινό της άνοιξης.
Ο ήλιος φάνηκε με ένα βαθύ κατακόκκινο χρώμα, λες και είχε βουτήξει μέσα στο αίμα. Σημάδευε ανεξίτηλα τη μέρα του αίματος και της θυσίας.
Σε ένα βραχώδη λόφο, που Γολγοθά τον ονόμαζαν, ένας ανθρώπινος όχλος ανηφόριζε. Μα που πάνε; Αναρωτήθηκε ο άγνωστος διαβάτης. Επιτάχυνε το βηματισμό του και τράβηξε κατά εκεί.
Σαν σίμωσε είδε στη μέση αυτής της ανθρώπινης αγέλης, έναν νέο άντρα με μακριά μαλλιά. Μα τι είναι αυτό που κουβαλάει στην πλάτη του; αναρωτήθηκε. Ξάφνου τα μάτια του έγιναν πελώρια. Θεέ μου! Έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό! Μα τότε ναι!
Ναι! Σίγουρα είναι ο Ιησούς! Αυτόν που καταδίκασαν οι Αρχιερείς του Θεού!
Ναι! Ήταν αυτός, ο «τρομοκράτης», που πάνοπλοι στρατιώτες, με συντονισμένο σχέδιο, κατόρθωσαν την σύλληψη του. Ήταν αυτός που καταδόθηκε με ένα φιλί κι έκτοτε η προδοσία, απέκτησε όνομα!
Ήταν αυτός ο επικίνδυνος «ανατροπέας» της τάξης, που συνελήφθη και βρέθηκε άοπλος! Ήταν αυτός που τις βόμβες τις είχε στα χείλη του και τους πυροκροτητές στην καρδιά του! Ήταν αυτός που μιλούσε για αγάπη, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, αγαπάτε αλλήλους. Ήταν αυτός που ο όχλος, με την καθοδήγηση της εξουσίας, κραύγασε: «Άρον – άρον, σταύρωσον αυτόν».
Ανακατεύτηκε κι αυτός μέσα στον όχλο κι ακολουθούσε τον ανήφορο του Γολγοθά. Η παρουσία της εξουσίας αισθητή. Σιδερόφραχτοι στρατιώτες, με τις λόγχες παρατεταμένες! Επιβλητική πάντα η παρουσία της εξουσίας!
Το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Πολλές ήταν οι μαυροφόρες αλλά εκείνος κοιτούσε εκείνη. Ναι! Αυτή είναι η μάνα του. Ξεχωρίζει από τον πόνο που αυλακώνει το κορμί της και φτάνει ως τα μύχια της ψυχής της!
Να! Τώρα τον ανεβάζουν στον σταυρό. Τώρα ακούγεται στο λόφο το χτύπημα των καρφιών. Γκάπ – Γκούπ. Έσχιζε τον ουρανό η κραυγή «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου..». Το ιερατείο και η εξουσία σταυρώνει την αγάπη και το πνεύμα.
Μάνα! Τόσα καρφιά στην ψυχή σου πως τα αντέχεις! Ω! Μάνα! Που έβλεπες τον θάνατο να γυροφέρνει το παλικάρι σου! Ω! Μάνα! Ουρλιαχτό η φωνή σου στον αιώνα των αιώνων!
Ο ήλιος που έγερνε προς τη δύση όλο και μάτωνε πιότερο. Κι ύστερα άρχισε να σκοτεινιάζει ο ουρανός, μην τρελαθούν οι άνθρωποι από το ματωμένο ήλιο.
Αυτή η μέρα, αυτή η Παρασκευή, ήταν πολύ Μεγάλη Μάνα! Τόσο μεγάλη Μάνα, σαν το μοιρολόι σου, που σκέπασε τη φωνή του κόσμου!
Στο τελείωμα της μέρας, Μάνα, άκουσες τον τελευταίο ψίθυρο του γιου σου. «Τετέλεστε»! Πέθανε Μάνα, σταυρωμένος κι έμαθε στην ανθρωπότητα να μη φοβάται τον θάνατο, «Θάνατον Πατήσας».
Ναι! Ναι! Μάνα. Σαν τα πουλιά, που σαν είναι να πεθάνουν, καρφώνονται πάνω στ’ αγκάθι και κελαηδούνε το πιο γλυκό και λυπητερό τραγούδι. «Ω! Γλυκύ μου έαρ – γλυκύτατο μου τέκνο – που έδυε το κάλος σου».
Κι ο γιος σου, Μάνα, με το αγκάθινο στεφάνι στο κεφάλι, τραγούδησε για τους ανθρώπους όλου του κόσμου, το τελευταίο, μα το γλυκύτερο τραγούδι. «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών»
Λίγο πιο μακριά ο Ιούδας κρέμονταν σε ένα δέντρο, με τα τριάκοντα αργύρια σκορπισμένα στη γης. Στο σημείο της σταύρωσης, μπροστά στα βασιλεμένα μάτια του Ιησού, οι εντολοδόχοι της εξουσίας διαμοίραζαν τα ιμάτιά του!
Το ιερατείο της εξουσίας συνεδρίαζε σε απαρτία. Ο κίνδυνος εξαλείφθηκε! Οι άνθρωποι πήραν το μήνυμα! Τώρα παίρνουν καινούριες αποφάσεις εν ονόματι του θεού που υπηρετούν!
Άρον – άρον σταυρώνουν το φως της οικουμένης!
Ματωμένη η Μεγάλη Παρασκευή. Ένα σύμβολο κι ένα κήρυγμα επαναστατικά ανθρώπινο. Ένα μάθημα ζωής. Ένα ιερό ανάχωμα στην προσπάθεια εκβαρβαρισμού και απανθρωπισμού της κοινωνίας.