Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Γιὰ τὴν περηφάνια

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μικρά διηγήματα.

ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ

Ὤ, δὲν ἦτον ἡ πρώτη φορὰ ποὺ εἶχε ξενυχτίσει ἔξω εἰς τὸν ἄφρακτον νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὁ καημένος ὁ Νῖκος, ὁ γυιὸς τῆς χήρας. Εὕρισκε καταφύγιον ἐκεῖ ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ προστάτου του, τοῦ μεγάλου θαυματουργοῦ. Δύο ἢ τρεῖς φορὰς τὸν εἶχεν εὕρει ὁ παπα-Δημήτρης τὴν ὥραν ποὺ ἐπῆγε νὰ ψάλῃ τὸν Ὄρθρον, δύο ὥρας πρὶν φέξῃ, νὰ κοιμᾶται πλαγιασμένος εἰς τὸ κατώφλιον τῆς δυτικῆς θύρας τοῦ ναοῦ ὑπὸ τὸν νάρθηκα. Ἔπρεπε ἢ νὰ τὸν ἐξυπνίσῃ ἢ νὰ τὸν διασκελίσῃ καὶ περάσῃ ἀπ᾽ ἐπάνω του. Ὁ παπα-Δημήτρης ἐπροτίμησε τὸ πρῶτον, κ᾽ ἐκοπίασε πολύ.

― Βρὲ παιδί μου, τί χάλια εἶν᾽ αὐτά; Δὲν ἔχεις σπίτι ἐσὺ νὰ πᾷς νὰ πλαγιάσῃς; Τόσο πιόμα! Νισάφι πλιά!

― Τί λές, παπά, ἔκαμε τρίβων τὰ ὄμματα ὁ Νῖκος. Ἐγὼ σπίτι; Νὰ πάω ἐγώ;

― Ναί, σπίτι, ἐπανέλαβεν ὁ παπάς. Ἀφήνεις τὴ γριὰ τὴ μάννα σου ὁλομόναχη νὰ σὲ καρτερῇ ὁληνύχτα… καὶ ποῦ νὰ τρέχῃ, σκοτάδι πίσσα, γριὰ γυναίκα, νὰ σὲ γυρεύῃ! Εἶναι κρῖμ᾽ ἀπ᾽ τὸ Θεό.

― Κρῖμ᾽ ἀπ᾽ τὸ Θεό· κρῖμα σ᾽ τς ἀνθρῶποι, παπά.

― Κρῖμα, βέβαια· κ᾽ ἐντροπὴ ἀπ᾽ τὸν κόσμο.

―Ὁ κόσμος εἶναι σφαῖρα καὶ γυρίζει… μὰ πῶς γυρίζει, ὅλο γυρίζει..

― Γυρίζει τὸ κεφάλι σου· σοῦ φαίνεται ὁ οὐρανὸς σφοντύλι… Σήκω τώρα· σῦρε νὰ νιφτῇς, κ᾽ ἔλα νὰ κάμῃς τὸ σταυρό σου.

Ὁ Νῖκος ἐσηκώθη, ἔκαμε τὸν σταυρόν του χωρὶς νὰ νιφθῇ, κ᾽ ἐπῆγε νὰ πιῇ ἕνα ρώμι στοῦ Γιάννη τοῦ Κουφαντώνη τὸ καφενεδάκι, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀνοίξει ἤδη.

Ἐκεῖ τὸν συνήντων ἐνίοτε. Ἐπέμενε νὰ πίω δύο ρώμια κ᾽ ἕνα καφὲν ἐκ μέρους του. Καὶ τὴν ἡμέραν, ὅταν μ᾽ εὕρισκε κάποτε, μ᾽ ἐβίαζε νὰ πίω καφέν.

― Πιέ, ξάδερφε, ἕναν καφέ· τουλόου σ᾽ εἶσαι καταδεχτικός, ἐξαδερφάκι.

Ὅταν μ᾽ εὕρισκε πρὸς τὸ βράδυ, ἀπῄτει νὰ πίω μαζί του τρία κρασιά. Τὰς ἡμέρας ἐκείνας εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὴν Σαλονίκην μὲ τὴν βρατσέραν ὁ συνώνυμός του Νικολάκης ὁ Παινετὸς καὶ τοῦ ἐκράτει καλὴν συντροφιάν. Ἡ τακτικὴ ἑσπερινὴ περιοδεία ἤρχιζεν ἀπὸ τὸ μαγαζὶ τοῦ Σαραφιανοῦ, ὕστερον ἐπήγαιναν εἰς τοῦ Πανᾶ, εἶτα εἰς τοῦ Τζανιάκου, κατόπιν εἰς τοῦ Καραθάνου, ἀκολούθως εἰς τοῦ Λαμιαίου, ἕως τὴν ὥραν ποὺ ἐσφαλοῦσαν τὰ μαγαζειά, ἀλλ᾽ ἔμενον ἀνοικτὰ ἀκόμα ὀλίγα καφενεῖα. Τότε ἀνέβαιναν εἰς τοῦ Μιτζέλου, εἶτα ἤρχοντο εἰς τοῦ Σαλονικιοῦ, ὕστερον κατήρχοντο εἰς τοῦ Λαρισινοῦ, τελευταῖον εἰς τοῦ Φιλαρέτου, ὅπου ἐλαλοῦσαν συνήθως βιολιὰ καὶ λαγοῦτα. Τέλος ἐδοκίμαζαν νὰ καταφέρουν τὸν Γιωργὸ τὸν Λαυκιώτην νὰ σηκωθῇ ν᾽ ἀνοίξῃ τὸ μαγαζί, περασμένα μεσάνυχτα, καὶ πολλάκις ἐπετύγχανον· ὕστερον ἔπαιρναν δύο-τρεῖς βόλτες, καὶ τέλος ἔβλεπον τὴν ἀνάγκην νὰ διαλυθῶσι.

Τὸ ζήτημα ἦτο τώρα ποῖος νὰ συνοδεύσῃ τὸν ἄλλον εἰς τὸ σπίτι. Ὁ Νῖκος ἐπαραπατοῦσε, ὁ συνονόματός του ἦτον ἀκλόνητος. Ποτὲ δὲν τὸν ἔπιανε οὔτε τὸ κρασί, οὔτε ἡ θάλασσα. Οὗτος δὲν ἐπλάγιαζε στὴν βρατσέραν, ἀλλ᾽ ἐπήγαινε στὸ πατρικόν του σπίτι νὰ κοιμηθῇ. Ὁ Νῖκος ἐκοιμᾶτο συνήθως μέσα στὴν βάρκαν του. Πολὺ σπανίως τὸν ἔβλεπεν ἡ μάννα του στὸ σπίτι.

Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον δὲν εἶχε κτισθῆ ἀκόμη ἡ προκυμαία καὶ ἦτον ἄμμος κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν. «Δὲν εἶχαν χαλάσει ἀκόμα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ», κατὰ τὴν ἔκφρασιν γηραιοῦ λεμβούχου. Ὁ Νῖκος πότε ἦτον εἰς θέσιν νὰ τραβήξῃ τὴν μπαρούμα* τῆς βάρκας, πότε δὲν ἦτο. Πότε μποροῦσε νὰ θαλασσώσῃ* διὰ ν᾽ ἀναβῇ στὴν βάρκαν νὰ κοιμηθῇ, πότε ὄχι. Ὄχι ὀλίγας φορὰς συνέβη νὰ κοιμηθῇ κάτω εἰς τὴν παραλίαν, ὁ μισὸς μέσα εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὁ μισὸς ἔξω στὴν ἄμμον. Πότε τὰ πόδια κατὰ τὴν θάλασσαν καὶ πότε τὴν κεφαλὴν βρεχομένην ἀπὸ τὸ κῦμα. Ἄλλοτε ὣς τὰς κνήμας εἰς τὸ νερόν, ἄλλοτε ἄνω-κάτω μὲ τοὺς κροτάφους δροσιζομένους ἀπὸ τὸν ἀφρὸν τῆς θαλάσσης. Ὤ δροσερά, ἁλμυρὰ καὶ στυφὴ ἀπόλαυσις!

Κ᾽ ἐκεῖ τὸν ἤκουαν οἱ γείτονες, ὀλίγοι ξένοι ἁλιεῖς κοιμώμενοι ἐντὸς τῶν λέμβων, νὰ ψιθυρίζῃ, νὰ γογγύζῃ τραγουδῶν μέσα εἰς τὸν ὕπνον του, μὲ ἁπαλήν, βαθεῖαν φωνήν:

Ἐγὼ γιὰ τὸ χατίρι σου καὶ γιὰ τὴν περηφάνια
θὰ ξενυχτίσω μιὰ βραδιὰ μὲς στὰ καλαμουκάνια.

*
* *

Δὲν ἐξενύχτιζε μέσα στὰ καλαμουκάνια, ἀλλ᾽ ἐξενύχτιζε μέσα στὰ κύματα τοῦ γιαλοῦ. Πλησίον του δὲν εἶχε τὴν μητέρα του διὰ ν᾽ ἀκούῃ ἀνήσυχη τὴν ἀναπνοήν του, τὸν ρόγχον, τὸ παραμιλητόν του· οὐδὲ εἶχε νύμφην, γυναῖκα, μνηστήν, νὰ τὸν ἐπιμελῆται καὶ συνάμα νὰ τὸν ἐλέγχῃ καὶ νὰ τὸν ἐπιτιμᾷ διὰ τὸ σφάλμα του. Καὶ ἂν ἀπεφάσιζε «γιὰ τὴν περηφάνια» τὴν ἰδικήν του ἢ ἐκείνης, καὶ πρὸς χάριν ἐκείνης μόνης ―τίς οἶδε;― νὰ ξενυχτίσῃ ὁπουδήποτε, τώρα ἦτο πλέον πολὺ ἀργά. Δὲν θ᾽ ἀπήλαυε πλέον τὰς ἡδονάς, ἀλλὰ θὰ ἔλειπεν ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ κόσμου.

Δὲν ἦτο ἴσως ἄμοιρος εὐαισθησίας. Ἀλλὰ τὰ γύναια εἶχον ὄχι μόνον «περηφάνια», ἂν εἶχε κι αὐτός, ἀλλὰ ἦσαν φορτωμένα ἀπὸ «φαντασία», τὸ χειρότερον εἶδος τῆς περηφάνιας. Ἦσαν βεβαρημένα ἀπὸ προλήψεις καὶ ἐλαφρότητα ― ἂν συγχωρῆται τὸ ὀξύμωρον.

Ἠγάπησεν, ἀπεγοητεύθη, ἐψεύσθη. Ἐκείνη, ἢ μᾶλλον ἡ μητέρα της, δὲν τὸν εἶχε θελήσει. Ἡ κόρη ὑπανδρεύθη ἀλλοῦ.

Τώρα ὁ ἄτυχος, ὁ γυιὸς τῆς χήρας, ἐκοιμᾶτο ὕπνον διπλοῦν παρὰ τὴν ὄχθην τοῦ «οἴνοπος» πόντου. Δὲν τὸν εἶχε πνίξει ἀκόμα ἡ μητρυιά του, ἡ θάλασσα. Ἐπνίγετο καθημερινῶς εἰς τὸν πυθμένα τοῦ ποτηρίου.

Κατ᾽ ἀρχὰς ἀρρώστησε βαριά, μετὰ τὸν κτύπον, μετὰ τὸν κλονισμὸν τὸν πρῶτον. Τόσον βαθιὰ κατέπεσε, καὶ τόσον ἀδυνάτησεν ἀπὸ τὸν σφοδρὸν πυρετὸν ἀπὸ τῆς τρίτης ἡμέρας, ὥστε ἔλεγε μέσα του, ἐν πυρετῷ καὶ λήρῳ, μὲ τὴν ὀλίγην ἐχεφροσύνην, ἥτις τοῦ εἶχε μείνει ἀκόμα:

«Ἄχ! Θεέ μου, δὲν εἶναι κρῖμα, νὰ πάῃ κανεὶς ὣς τὸν μισὸν δρόμον καὶ νὰ γυρίσῃ πίσω;… Διὰ νὰ ξανακάμῃ πάλιν νέον κόπον, νὰ ξαναρχίσῃ πάλιν ἀργότερα».

Ἐννοοῦσεν ὅτι θὰ ἦτο προκριτώτερον ν᾽ ἀπέθνησκεν, ἀφοῦ εἶχεν ἀρρωστήσει ἤδη. Ὁ Θεὸς δὲν εὐδόκησε νὰ τὸν παραλάβῃ. Καὶ ἀνέλαβε. Καὶ τότε εὗρε καταφύγιον εἰς τὴν φιάλην. Διότι τὸ σῶμα ἰάθη, ἡ δὲ ἰδέα μετεβλήθη εἰς νόσον ἀνίατον.

Ἐκείνας τὰς ἡμέρας τὸν συνήντησεν ὁ γερο-βαρκάρης ― ἐκεῖνος ποὺ ἐλυπεῖτο τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ λέγει:

― Ἄχ! οἱ Σαδδουκαῖοι, αὐτοὶ ἐσταύρωσαν τὸν Χριστόν. Πρόσεξε, Νῖκο, ἀνεψιέ μου, νὰ μὴν πίνῃς ἐκ τοῦ ποτηρίου τῆς Πόρνης, γιατὶ χάθηκες!

Ὁ Νῖκος δὲν ἐνόησε τίποτε. Ἀλλ᾽ ὁ γερο-βαρκάρης, κυρτὸς ἕως μίαν σπιθαμὴν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους, καμπουριασμένος ἀπὸ τὸ σκύψιμον, διὰ νὰ σκύφτῃ ὅλην τὴν ζωήν του μὲ τὸν γάντζον, μὲ τὸ καμάκι, νὰ κυνηγῇ τὰ χταπόδια, ἴσως ἤθελε νὰ εἴπῃ ἀμυδρῶς πως ὅτι ἔπρεπεν ὁ Νῖκος νὰ φυλάγεται ἀπὸ τοὺς τοκογλύφους, οἱ ὁποῖοι θὰ ἤθελον νὰ ἐκμεταλλευθοῦν αὐτὸν καὶ τὴν βάρκαν του, καὶ νὰ καταπιοῦν ὡς μίαν βούκαν τὰ ὀλίγα πατρικὰ χωράφιά του, καὶ προσέτι ὅτι ὤφειλε νὰ εἶναι νηφάλιος, ἢ ἀπὸ οἶνον, ἢ καὶ ἀπὸ μαγείαν γυναικῶν, διὰ νὰ μὴν τὸν εὕρουν οἱ πρῶτοι εὐάλωτον θήραμα.

*
* *

Τὴν νύκτα ἐκείνην, τὴν τελευταίαν καθ᾽ ἣν συνηντήθη μὲ τὸν συνονόματόν του ὁ Νῖκος, ἐπῆγε καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν ἄκρην τοῦ γιαλοῦ ἐπὶ τῆς ἄμμου. Δὲν ἠμπόρεσε νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν βάρκαν του. Οἱ πόδες του ἐβρέχοντο ἀπὸ τὸ κῦμα. Ὀλίγον ἀκόμα καὶ θὰ ἔπλεεν ὅλος εἰς τὸ νερόν. Ἐκοιμήθη, ἐναρκώθη καὶ ὅμως ἦτο ξυπνητός.

Μέσα εἰς τὸν βαρὺν ὕπνον του, εἰς τὴν ἀτελῆ ἐγρήγορσίν του, ὁ οὐρανὸς ἐγύριζεν, ἡ γῆ ἐχόρευε, τὰ ἄστρα ἐπηδοῦσαν. Ἐκεῖ ἀντικρὺ εἰς τὴν ἀκτήν, τὴν κλείουσαν τὸν λιμένα, ἦτο μία ὑψηλὴ προεκβολή, ὁμοία μὲ μύτην.

Τὸ φεγγάρι δρεπανοειδές, στίλβον εἶχε προβάλει ἐπάνωθέν της. Τοῦ ἐφαίνετο ὡς κλαδευτήρι ποὺ ἡτοιμάζετο νὰ κόψῃ τὴν μύτην ἐκείνην. Καὶ τάχα δὲν ἦτον ἤδη ὥριμος καρπὸς ὅλος ὁ τόπος, ὅλη ἡ γῆ αὐτή, διὰ νὰ θερισθῇ ἀπὸ τὸ δρέπανον ἐκεῖνο; Τὰ ἄστρα τοῦ ἐφάνησαν, πηδῶντα-πηδῶντα, ὡς νὰ ἔπεσαν ὅλα κάτω εἰς τὴν θάλασσαν. Ἐτρεμόσβηναν, ἐφωσφόριζαν, ἐχόρευαν μέσα εἰς τὸ κῦμα. Ἡ θάλασσα τοῦ ἐφάνη ὅτι ἐστείρευσε καὶ χέρσος εἶχε μείνει ὅλος ὁ βυθός. Ἡ βάρκα του ἐμεγάλωσεν ἔξαφνα, ἐψήλωσεν, ἐπέταξε κι ἔγινεν ἄφαντη ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του. Ἡ κεφαλή του δὲν τὴν ᾐσθάνετο ἄλλως πως παρὰ ὡς μαστέλο*. Εἶχεν ἀδιακόπως εἰς τὸν νοῦν του τὸ μαστέλο, ὅπου ὁ κάπηλος ἐβύθιζε διαρκῶς τὰ ποτήρια, τάχα διὰ νὰ τὰ πλύνῃ ―ἀφοῦ ἄδειαζε πρῶτον τ᾽ ἀποπόματα εἰς τὴν μισὴν ὀκάν― καὶ τόσον εἶχε κολλήσει τὸ μαστέλο εἰς τὸν ἐγκέφαλόν του, ὥστε ἐπὶ τέλους ἐπίστευσε πράγματι ὅτι τὸ κεφάλι του ἦτον αὐτὸ τὸ μαστέλο τοῦ καπηλειοῦ.

Εἶχεν εἰς τὴν ἐνθύμησίν του τὸ τραπέζι, τὸ μαῦρο καὶ κρασωμένο, τοῦ καπήλου, καὶ τόσον τοῦ εἶχε καθίσει ἐπάνω στὸ στῆθός του τὸ τραπέζι ἐκεῖνο, ὥστε ἐπὶ τέλους ἐπίστευσεν ὅτι τὸ στῆθός του ἦτον αὐτὸ τὸ τραπέζι τοῦ καπηλείου. Ἐνθυμεῖτο ἀκόμα καὶ τὰ τέσσαρα ξύλινα πόδια τοῦ τραπεζιοῦ, καὶ τὰ ἐμέτρα, καὶ τὰ εὕρισκε πολὺ ἄσχημα ξύλινα πόδια. Καὶ τὰ δικά του τὰ πόδια εἶχον ξυλιάσει, καὶ τοῦ ἐφαίνοντο ὅτι ἦσαν αὐτὰ τὰ τέσσαρα ποδάρια τοῦ τραπεζιοῦ ἐκείνου, μ᾽ ὅλον ὅτι ἦσαν δύο μόνον. Ὕστερον ἐσκέφθη ὅτι ἴσως τὰ δύο νὰ ἐκόλλησαν ἐπάνω στὰ ἄλλα δύο, κ᾽ ἔτσι ἔγιναν ὅλα δύο. Τέλος ᾐσθάνθη καὶ τὰ χέρια του ποὺ ἦσαν βαριά, ξυλιασμένα ―τὰ εἶχε ξεχάσει ἕως τότε― κ᾽ ἔλεγεν ὅτι τὰ δύο πάλιν θὰ ἐσχίσθησαν εἰς τέσσαρα, κ᾽ ἔτσι εὑρίσκετο αὐτὸς νὰ ἔχῃ ἀκόμα, τὴν ὥραν αὐτήν, δύο πόδια καὶ δύο χέρια.

*
* *

Μετ᾽ ὀλίγον ὁ Νῖκος ᾐσθάνθη θερμὴν ἐπαφὴν εἰς τὸ μέτωπόν του· καὶ ἤκουσε φωνὴν ὁμοίαν μ᾽ ἐλαφρὰν θαλασσίαν αὔραν νὰ ψιθυρίζῃ εἰς τὰ ὦτά του:

― Ἄχ! παιδάκι μου, πῶς ἔγινες ἔτσι-δά, παιδί μου;… Νῖκο! Νῖκο! ἐγὼ εἶμαι· δὲν ἀκοῦς;

Ὁ νέος ἤνοιξε τὰ ὄμματα, καὶ ἔβλεπεν ἀμυδρῶς μίαν μαύρην μορφήν, μόλις διαγραφομένην εἰς τὸ σκότος, νὰ κύπτῃ ἐπάνωθέν του.

― Θὰ πουντιάσῃς, παιδί μου. Δὲν ξέρεις νὰ ᾽ρθῇς στὸ σπίτι νὰ κοιμηθῇς; Πῶς ἔγινες ἔτσι!… κ᾽ ἐξεχώρισες ἀπὸ τὸν κόσμο… Καὶ δὲν ἔχω πρόσωπο… καὶ μ᾽ ἄφησες παραπονεμένη, ντροπιασμένη, σὰν νὰ ἔκαμα καμμιὰν πομπή. Μάγια σοῦ ᾽χουν καμωμένα… ποὺ νὰ ὄψωνται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως!… Μάννα εἶμ᾽ ἐγώ; Τί βύζαινα ἐγώ; τί κοίμιζα; τί μέρωνα;

Ὁ Νῖκος ἀνεσηκώθη ἐπὶ τοῦ ἑνὸς βραχίονος.

― Δὲν ἀγροικοῦσες νὰ μπῇς στὴ βάρκα νὰ κοιμηθῇς, μόνον ἔπεσες ἔτσι-δὰ στὸ γιαλό, στὴν ἄμμο; Ἔτσι σ᾽ ἀποκοίμιζα ἐγώ; Ἢ σὲ εἶχα χαδούλη καὶ χαδιάρη, στὰ μαλακὰ καὶ στὰ πούπουλα;…

Ὁ νέος ἔβρεξε τὸ πρόσωπόν του μὲ τὸ ἁλμυρὸν νερὸν καὶ ἀνεκάθισεν ἐπὶ τῆς ἄμμου. ᾘσθάνετο βαθεῖαν συγκίνησιν, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ προδοθῇ.

― Ἄιντε… σῦρε σπίτι σου, γριά… δὲν ἔχουμε τίποτε μεταξύ μας… οὔτε πάρσιμο οὔτε δόσιμο… δὲν ξέρω ἐγὼ τί βύζαινες, τί κοίμιζες, τί κούναες… ἐσὺ τὸ ξέρεις, γρια-Οὐρανιά.

Ἡ χήρα, γυνὴ μαυροφόρα, ἑξηκοντοῦτις, μὲ ὡραῖον σεβάσμιον πρόσωπον, ὅσον διεκρίνετο εἰς τὴν ὠχριῶσαν ἀνταύγειαν τῶν ἀστέρων καὶ εἰς τὴν κυανίζουσαν ἀμφιλύκην τῆς χαραυγῆς, ἔσειε διαρκῶς τὴν κεφαλὴν κ᾽ ἔτυπτεν ἐλαφρὰ τὰ στήθη.

― Σήκω, παιδί μου, νά ᾽ρθῇς στὸ σπίτι… νὰ σ᾽ κάμω ἕνα ζεστὸ νὰ πιῇς γιατὶ κρύωσες… νὰ ἡσυχάσῃς λιγάκι στὸ στρῶμα… Καὶ μὴν τὸ ξανακάμῃς πλιά… νὰ πατήσῃς τὸν πειρασμό… Σαρανταλείτουργο θὰ κάμω νὰ χαλάσω τὰ μάγια… Γιατί μὲ φαρμακώνεις;… Ἄ! αὐτὸ εἶναι μεγάλος καημός.

Ὁ Νῖκος ἔβηξε δυνατὰ καὶ εἶτα ἐψιθύρισε μὲ βραγχνὴν συγκεχυμένην φωνήν:

― Καημός, λέει;… Μεγάλη καήλα, ντέρτι, βάσανο.

Εἶτα ἐκάγχασε μὲ τρόπον βεβιασμένον.

― Σήκω, γριά, νὰ πᾷς στὸ σπίτι… μὴν ἔγινες περπάσου*, τώρα στὰ γεράματα, γρια-Οὐρανιά;… Μαζώξου στὸ σπίτι σου, γριά, μὴ σοῦ κολλήσουν καμμιὰ ἀβανιά, τώρα στὰ γεροντάματα… καὶ ποῦν πὼς ἐβγῆκες τάχα σὲ κακὴ στράτα.

Ἡ χήρα ἐγέλασε χωρὶς νὰ θέλῃ. Ὁ υἱός της τὸ εἶχε γυρίσει εἰς τὸ ἀστεῖον. Τόσον ποικίλον πρᾶγμα ἦτο, ἀληθὴς Πρωτεύς, ἡ καρηβαρία ἐν ᾗ διετέλει.

Ὁ Νῖκος ἐδίσταζε. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη πλησίον ἐκεῖ γεροντικὴ φωνὴ νὰ λέγῃ:

― Ἄ, ἐδῶ εἶσαι, Νῖκο, ἀνεψιέ… πάλι τό ᾽φτιασες; Δὲν σοῦ ᾽πα ἐγὼ νὰ φυλάεσαι ἀπ᾽ τοὺς Σαδδουκαίους καὶ ἀπὸ τὸ ποτήριον τῆς Πόρνης;

Ὁ Νῖκος ἐκάγχασε καὶ πάλιν.

― Σιώπα, γερο-Γιαννιέ· μᾶς μάρανες καὶ σύ. Ποῦ σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο;

Ὁ γερο-βαρκάρης ἐπλησίασε.

― Ἄ! ποιὸς ἄλλος εἶναι ἐδῶ;

Ἡ γυνὴ ἐστέναξε.

―Ἐσύ ᾽σαι γρια-Οὐρανιά; Σ᾽ ἐγνώρισα ἀπ᾽ τὸν ἀναστεναγμό σου. Ἄχ, οἱ Σαδδουκαῖοι μᾶς μπλοκάρισαν ἀπὸ παντοῦ. Δὲ διάβασες, Νῖκο, τὸ βιβλίο τοῦ σοφοῦ Σειρὰχ νὰ ἰδῇς τί λέει;

― Ἄνοιξε, λέω ᾽γώ, ὁ Κουφαντώνης, νὰ πᾶμε νὰ πιοῦμε κανένα φασκόμηλο, γερο-Γιαννιέ;

―Ἔ, λοιπόν, ἐδῶ στὴν ἄμμο ἀποκοιμήθηκες, ἀνιψιὲ Νῖκο; Δὲν σοῦ λέω ἐγώ, οἱ Σαδδουκαῖοι, ποὺ θέλουν νὰ χαλάσουν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ… Καλὰ ποὺ ηὗρες ρηχὰ κ᾽ ἔπεσες… Ἀλλοιῶς, θά ᾽πλεες τώρα, σ᾽ ἑνάμισυ μπόι νερό…

Ὁ γερο-βαρκάρης εἶπε ταῦτα, ἐπειδὴ ἦτο βαρήκοος καὶ δὲν εἶχεν ἀκούσει τὴν ἐρώτησιν τοῦ Νίκου, ὅστις ὡμίλει μὲ βαθὺν καὶ ὑπόβραγχνον ψελλισμόν, ἐνῷ ἡ βαρηκοΐα του δὲν τὸν εἶχεν ἐμποδίσει ν᾽ ἀκούσῃ πράγματι τὸν στεναγμὸν τῆς χήρας.

Ὁ Νῖκος ἠγέρθη καὶ διηυθύνθη πρὸς τὴν παρακειμένην ἀγοράν, ὅπου εἶχεν ἰδεῖ φῶς. Τὸ καφενεδάκι τοῦ Κουφαντώνη εἶχεν ἀνοίξει ἤδη.

― Δὲ θὰ ᾽ρθῇς σπίτι; ἔκραξεν ἡ μητέρα.

―Ἔχομε ναῦλο γιὰ σήμερα, γριά. Τώρα τὸ θυμήθηκα! Ἔχε γειά· καλὲς ἀντάμωσες.

― Ἄχ! εἶπεν ἡ γερόντισσα, εἶναι «ἀποκαής»*· θὰ πάῃ νὰ πιῇ πάλι καὶ θὰ ξαναγίνῃ. Τί νὰ κάμω; τί νὰ γίνω ἡ ἄμοιρη; Φυλάξου ἀπὸ πιόμα, ἀφοῦ εἶσαι γιὰ ναῦλο! ἐφώναξε συνάπτουσα τὰς χεῖρας καὶ τύπτουσα τὰ γόνατα.

― Αὐτὸ ν᾽ ἀκούεται! ἀπήντησεν ἀπομακρυνόμενος ἐκεῖνος.

Στραφεῖσα εἶτα πρὸς τὸν γερο-βαρκάρην·

―Ὁρμήνεψέ τον, Γιαννιό μου· νά ᾽χῃς καλὴ ψυχή.

Ὁ Γιαννιὸς ἀπήντησε, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀκούσει.

― Τὸ ποτήριον τῆς Πόρνης… οἱ Σαδδουκαῖοι… δὲν διαβάζει τὸ βιβλίο τοῦ σοφοῦ Σειράχ.

Τὴν πρωίαν ἐκείνην ὁ Νῖκος μόνον φασκομηλιὰν ἔπιεν. Ἦτο διὰ ναῦλον.

Ἀλλ᾽ ὅταν θὰ ἐπέστρεφεν ἀπὸ τὸν ναῦλον, εἰς τὰς μελλούσας νουθεσίας τῆς μητρός του, θ᾽ ἀπήντα καὶ πάλιν:

― Οὔτε πάρσιμο οὔτε δόσιμο. Φυλάξου γρια-Οὐρανιά, μὴ βγῇς, τώρα στὰ γεράματα, σὲ κακιὰ στράτα!

(1899)

http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/311-03-20-gia-thn-perhfania-1899

ΔΗΜΟΦΙΛΗ