Χαλίλ Γκιμπράν, «ο άνθρωπος από τον Λίβανο»

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν, ή Χαλίλ Γκιμπράν, ή «ο άνθρωπος από τον Λίβανο», όπως είναι γνωστός στο παγκόσμιο κοινό, υπήρξε ποιητής, φιλόσοφος και καλλιτέχνης.

Ο Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου, 1883, στη μαρωνιτική οικογένεια των Γκιμπράν, στο Μπσαρί, της ορεινής περιοχής του Βόρειου Λιβάνου. Ο Λίβανος, οθωμανική επαρχία εκείνη την εποχή και τμήμα της μείζονος Συρίας (Συρία, Λίβανος και Παλαιστίνη) ήταν υποταγμένος στην οθωμανική κυριαρχία, η οποία είχε αποδώσει στο όρος Λίβανος σχετική διοικητική αυτονομία.

Ο μακρύς αγώνας των ανθρώπων του όρους Λίβανος για ανεξαρτησία επηρέασε ιδιαίτερα τον νεαρό Γκιμπράν, που έγινε αργότερα ενεργό μέλος του κινήματος για ανεξαρτησία. Το όρος Λίβανος κυριαρχείτο ιδιαίτερα από αναταραχές, εξαιτίας διάφορων εξωτερικών παρεμβάσεων που πυροδότησαν θρησκευτικό μίσος ανάμεσα στους χριστιανικούς -ιδιαίτερα τους Μαρωνίτες- και τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, διάσταση ενεργή ακόμη και σήμερα.

Ο Γκιμπράν αποδείχθηκε μοναχικό παιδί, που απολάμβανε ιδιαίτερα το φυσικό περιβάλλον του ορεινού Μπεσχάρι, ειδικά τα βράχια, γεγονός που αποτυπώθηκε ως συμβολιστική επίδραση στα κείμενα και τα σκίτσα του. Η επιπολαιότητα του πατέρα οδήγησε την οικογένεια σε φτώχεια και έτσι ο νεαρός Γκιμπράν δεν έλαβε επίσημη εκπαίδευση. Η μάθησή του περιορίστηκε στις συχνές του επισκέψεις στον ιερέα ενός χωριού, που τον δίδαξε τα ουσιώδη της θρησκείας και της Βίβλου, μαζί με τη Συριακή και την Αραβική γλώσσα. Αναγνωρίζοντας την ερευνητική φύση του νεαρού Γκιμπράν, ο ιερέας άρχισε επίσης να του διδάσκει τα προκαταρκτικά του αλφάβητου και της γλώσσας, ανοίγοντάς του ουσιαστικά τον κόσμο της ιστορίας, της επιστήμης και της λογοτεχνίας.

Μετανάστευση στις Η.Π.Α.

Με τον πατέρα φυλακισμένο από τις οθωμανικές αρχές για χρέη και την περιουσία του κατασχεμένη, η οικογένεια Γκιμπράν, άστεγη, έμεινε για λίγο σε γνωστούς και συγγενείς, έως ότου η μητέρα του Καμίλα Ραχμέχ (Kamila Rahmeh), γυναίκα με ισχυρή θέληση, αποφάσισε να μεταναστεύσει, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Αν και ο πατέρας αποφυλακίστηκε το 1894, το τμήμα Αλλοδαπών τον έκρινε ανεπιθύμητο λόγω πρότερου βίου. Έτσι, η υπόλοιπη οικογένεια αναχώρησε στις 25 Ιουνίου του 1895 για τις Η.Π.Α. Οι Γκιμπράν εγκαταστάθηκαν στο Σάουθ Εντ της Βοστώνης, όπου η Καμίλα, για να θρέψει την οικογένειά της, εργαζόταν ως γυρολόγος στους φτωχούς δρόμους του Σάουθ Εντ.

Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα των περιοχών στις οποίες υπήρχαν φτωχοί μετανάστες, έδωσαν τις δυνατότητα σε παιδιά μεταναστών να ενταχθούν σε δημόσια σχολεία και να τα κρατήσουν από τους δρόμους. Ο Γκιμπράν ήταν το μόνο μέλος της οικογένειας, που ακολούθησε τον δρόμο της εκπαίδευσης. Οι αδελφές του δεν επιτρεπόταν να μπουν στο σχολείο, αποθαρρυμένες αφενός από την παράδοση της Μέσης Ανατολής, αλλά και τις οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας. Αργότερα ο Γκιμπράν έγινε υπέρμαχος της υπόθεσης της χειραφέτησης και μόρφωσης των γυναικών, περιβαλόμενος πάντα από ανεξάρτητες, μορφωμένες γυναίκες με ισχυρή θέληση.

Η περιέργεια του Γκιμπράν τον οδήγησε στην εξερεύνηση της πολιτισμικής όψης της Βοστώνης, του θεάτρου, της όπερας και των γκαλερί. Υποτάσσοντας τις πολιτισμικές σκηνές που αντλούσε γύρω του σε σκίτσα, ο Γκιμπράν προσέλκυσε την προσοχή των δασκάλων του, που διαβλέποντας το ταλέντο του, τον έφεραν σε επαφή με τον Φρεντ Χόλαντ Ντέι (Fred Holland Day), καλλιτέχνη και υποστηρικτή καλλιτεχνών. Τούτη η επαφή οδήγησε βήμα-βήμα τον Γκιμπράν στο δρόμο της καλλιτεχνικής φήμης.

Ο νεαρός καλλιτέχνης πέρασε στους κύκλους της Βοστώνης και οι καλλιτέχνικές του δυνατότητες του εξασφάλισαν στέρεη φήμη σε νεαρή ηλικία. Ωστόσο, η οικογένειά του αποφάσισε ότι τούτη η πρόωρη εξέλιξη θα του δημιουργούσε μελλοντικά προβλήματα και με την έγκρισή του γύρισε πίσω στον Λίβανο για να τελειώσει την εκπαίδευσή του και να μάθει Αραβικά.

Πίσω στη Βηρυττό

Το 1898 ο Γκιμπράν έφτασε στη Βηρυτό μιλώντας λίγα Αγγλικά και πολύ λιγότερα Αραβικά. Μιλούσε άνετα, αλλά δεν μπορούσε να τα διαβάσει και πολύ περισσότερο να τα γράψει. Για να βελτιώσει τα Αραβικά του γράφτηκε στο σχολείο Μαντραζάτ-αλ-Χικμά, ένα μαρωνιτικό σχολείο που πρόσφερε ένα παρωχημένο κύκλο σπουδών, τον οποίο ο Γκιμπράν αναπροσάρμοσε, ζητώντας από το εκπαιδευτικό ίδρυμα ένα νέο πρόγραμμα κολλεγιακής κατεύθυνσης. Τελείωσε τούτο το κολεγιακό πρόγραμμα το 1902, μαθαίνοντας πολύ καλά Αραβικά και Γαλλικά, με κατεύθυνση τη λογοτεχνία και ειδικότερα την ποίηση. Οι εντάσεις στις σχέσεις του με τον πατέρα του, η στερημένη ζωή που έζησε εκεί και τα άσχημα νέα της οικογένειας πίσω στις Η.Π.Α. τον εξανάγκασαν να φύγει από τον Λίβανο το Μάρτιο του 1902.

Επιστροφή στις Η.Π.Α.

Γεμάτη θανάτους τούτη η χρονιά, του στέρησε την αδελφή του και τη μητέρα του, καθώς και τον αδελφό του. Στο μεταξύ η Ζοζεφίν Πίμποντι (Josephine Peabody), η πρώτη γυναίκα που ερωτεύθηκε βαθιά ο Γκιμπράν, απέρριψε την πρόταση γάμου που της έκανε. Ωστόσο, η φροντίδα της και η προσοχή της ήταν η μεγάλη έμπνευση πίσω από τον Προφήτη, ο τίτλος του οποίου βασίστηκε σε ένα ενδεκάστιχο ποίημα της Ζοζεφίν, που έγραψε τον Δεκέμβριο του 1902, για τη ζωή του Γκιμπράν στο Μπσαρί, όπως εκείνη το οραματίστηκε. Αργότερα, ο Γκιμπράν της αφιέρωσε την έκδοση του έργου του.

Μετά τον θάνατο της μητέρας του ο Γκιμπράν πούλησε τη μικρή επιχείρηση που είχε στήσει στο μεταξύ η μητέρα του και με τη βοήθεια του Ντέι και της Ζοζεφίν ξεκίνησε την πρώτη του καλλιτεχνική έκθεση με τα αλληγορικά και συμβολικά σκίτσα του, που τόσο γοήτευαν την κοινωνία της Βοστώνης. Η έκθεση άνοιξε στις 3 Μαΐου 1904 και απέσπασε θετικές κριτικές. Ωστόσο, η σημασία αυτής της έκθεσης επικεντρώνεται κυρίως στο γεγονός ότι εκεί ο Γκιμπράν γνώρισε τη Μαίρη Χάσκελ (Mary Haskell) η οποία επηρέασε ιδιαίτερα τη λογοτεχνική καριέρα του, σχεδόν για το υπόλοιπο της ζωής του.

Το 1904, ο Γκιμπράν άρχισε να γράφει στην αραβόφωνη εφημερίδα για τους μετανάστες Al-Mouhajer (Ο Μετανάστης), με πρώτο δημοσιευμένο έργο το «Όραμα», ένα ρομαντικό δοκίμιο. Εκείνη τη χρονιά ξεκίνησε τη στήλη Δάκρυα και Γέλιο, που αποτέλεσε και τη βάση για το βιβλίο του Δάκρυ και Χαμόγελο. Το πρώτο του αραβόφωνο έργο με τίτλο Μουσική δημοσιεύθηκε το 1905. Το 1906 δημοσιεύθηκε το δεύτερο έργο του Οι Νύμφες της Κοιλάδας και το 1908 το Επαναστατημένα Πνεύματα , έργο που παραλίγο να του κοστίσει αφορισμό για το αντικληρικό του περιεχόμενο και απαγορεύθηκε από την κυβέρνηση της Συρίας.

Παρίσι

Στις 1 Ιουλίου του 1908, Ο Γκιμπράν έφυγε από τη Βοστώνη για το Παρίσι, για να μελετήσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εδώ, ωστόσο, έγινε άμεσα ορατή η έλλειψη βασικής εκπαίδευσης. Αποξενωμένος από την ακαδημαϊκή εκπαίδευση ο Γκιμπράν αναζήτησε τη δική του ελεύθερη έκφραση, σκιτσάροντας αδιάκοπα μοντέλα σύμφωνα με τη δική του αίσθηση πραγμάτων. Επέστρεψε στην Αμερική στις 31 Οκτωβρίου 1910 και αργότερα μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, μακριά από τη Λιβανέζικη συνοικία, αναζητώντας χώρο για την τέχνη του και για τον εαυτό του.

Στη Νέα Υόρκη ο Γκιμπράν άρχισε να επεξεργάζεται τα Σπασμένα Φτερά, ένα είδος πνευματικής βιογραφίας όπως το έθεσε ο ίδιος, παρά το γεγονός ότι οι εμπειρίες στο βιβλίο δεν είναι δικές του. Όντας το μεγαλύτερο από τα αραβικά μυθιστορήματά του, τούτο το έργο καταπιάστηκε με την ιστορία της Σέλμα Κάραμεχ, μιας παντρεμένης γυναίκας, το ερωτικό της δράμα με έναν νεαρό άνδρα και την κατάληξή της στον θάνατο. Τούτη η ιστορία είχε τη βάση της σε μια ερωτική υπόθεση του Γκιμπράν με μια Λιβανέζα χήρα, τη Σουλτάνα Ταμπίτ, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσή του στον Λίβανο.

Επιστροφή στη ζωγραφική

Το 1911, ο λογοτέχνης γίνεται ξανά ζωγράφος. Ξεκινώντας με ένα πορτρέτο του Γ. Μπ. Γητς, ο Γκιμπράν δημιούργησε μια σειρά πορτρέτων γνωστών μορφών της εποχής του, τις οποίες συνάντησε αποκλειστικά για να τις σκιτσάρει. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται ο Ογκίστ Ροντέν, άλλοτε δάσκαλός του, η Σάρα Μπερνάρ, ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ και ο Τσαρλς Ράσελ. Είναι η εποχή κατά την οποία εμπλέκεται ο καλλιτέχνης με την πολιτική. Συνδέεται με την οργάνωση «Χρυσοί Σύνδεσμοι», που την αποτελούσαν νέοι Σύριοι, αφιερωμένοι στη βελτίωση της ζωής των απανταχού Σύριων πολιτών. Αργότερα, στην περίοδο του Α’ Π.Π., ο Γκιμπράν έγινε ένθερμος υποστηρικτής της ένοπλης εξέγερσης των Αράβων ενάντιο στον οθωμανικό ζυγό. Το 1913 ο Γκιμπράν επιστρέφει στη λογοτεχνία με το έργο του Ο Τρελός , ένα θέμα που τον γοήτευε από τότε που έμαθε ότι στην πατρίδα του, το Μπσαρί, ο τρελός θεωρείτο ότι κατεχόταν από το τζιν.

Την επόμενη χρονιά, το 1914, ο Γκιμπράν δημοσίευσε το πέμπτο αραβόφωνο βιβλίο του το Kitab DamΆah wa Ibtisamah, δηλαδή το Δάκρυ και Χαμόγελο, μια ανθολογία από τη στήλη του στην εφημερίδα. Ο Τρελός θα καθυστερήσει αρκετά και θα εκδοθεί το 1918 πλέον, όπως και Ο Προφήτης, που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1923, τυγχάνοντας μάλιστα μέτριας υποδοχής στις Η.Π.Α. στην πρώτη του έκδοση.

Θάνατος

Πέντε χρόνια αργότερα το 1928, η υγεία του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη άρχισε να κλονίζεται. Για να αποφύγει τους ψυχοσωματικούς πόνους αναζήτησε ανακούφιση στο αλκοόλ και μάλιστα στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Τον Νοέμβριο του 1928 εκδόθηκε το έργο του Ιησούς, ο Γιος του Ανθρώπου.

Το 1929, διαγνώστηκε ηπατικό οίδημα, αλλά ο Γκιμπράν αγνόησε οποιαδήποτε ιατρική συμβουλή. Για να αποφύγει μάλιστα κάθε αναφορά στο θέμα καταπιάστηκε έντονα με ένα παλιό του έργο για τρεις γήινους θεούς του 1911. Στη νέα του εκδοχή το βιβλίο αφηγείτο το δράμα ενός νεαρού ζευγαριού. Η Μαίρη έκδωσε το βιβλίο στα μέσα Μάρτη του 1930.

Στις 10 Απριλίου του 1931 ο Χαλίλ Γκιμπράν πέθανε σε ηλικία 48 ετών με εκτεταμένη κίρρωση του ήπατος. Τον θάνατό του θρήνησαν χιλιάδες άνθρωποι στις Η.Π.Α. την Ευρώπη και κυρίως στον αραβόφωνο κόσμο, που έχασε έναν από τους ουσιαστικότερους υπερμάχους του.

wikipedia

ΔΗΜΟΦΙΛΗ